Στις 9 το βράδυ της 9ης Απριλίου 1953, ανήμερα των 44ων γενεθλίων του, ο Υπουργός Συντονισμού, Σπύρος Μαρκεζίνης, αιφνιδιάζει τους πάντες και ανακοινώνει από το κρατικό ραδιόφωνο (τότε ΕΙΡ, νυν ΕΡΑ) πως από εκείνη τη στιγμή η επίσημη σχέση του αμερικανικού νομίσματος και της δραχμής καθορίζεται στις 30.000 δραχμές το δολάριο, δηλαδή επιβάλλει μια γενναία υποτίμηση της τάξεως του 50%. Αναλόγως αναπροσαρμόζονται και οι τιμές σε δραχμές όλων των άλλων ξένων νομισμάτων. Αργότερα θα αφαιρεθούν τα τρία μηδενικά και η σχέση θα διαμορφωθεί στο1 δολάριο=30 δραχμές.
Βέβαια, η απόφαση για την υποτίμηση της δραχμής δεν πάρθηκε εν θερμώ από τον εκτροχιασμό του προϋπολογισμού ήδη από τον μήνα Μάρτιο. Το σχέδιο δουλευόταν από καιρό από τον Μαρκεζίνη και ήταν πλήρως ενημερωμένοι γι’ αυτό ο πρωθυπουργός, Αλέξανδρος Παπάγος, ο Υπουργός Εμπορίου, Θάνος Καψάλης (στενός συνεργάτης του Μαρκεζίνη), ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γεώργιος Μαντζαβίνος, η αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα διά των διπλωματικών υπαλλήλων Τσαρλς Γιοστ και Αλ Κοστάντζο, καθώς και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Ο μόνος που γνώριζε το ακριβές ποσοστό της υποτίμησης και την ακριβή ημερομηνία της ανακοίνωσής, εκτός του Μαρκεζίνη, ήταν ο πρωθυπουργός Παπάγος.
Στη ραδιοφωνική του ομιλία ο Μαρκεζίνης αιτιολόγησε την κυβερνητική απόφαση για την τόσο δραστική υποτίμηση της δραχμής: «Με αδικαιολογήτως ευθηνήν τιμήν του δολλαρίου, συμφέρουσα ήτο η εξαγωγή κεφαλαίων εις το εξωτερικόν και ο ελληνικός τουρισμός εις την αλλοδαπήν. Όταν το ελληνικό νόμισμα αποκτήση την πραγματικήν αξίαν του και καταστή ευθηνότερον, τότε συμφέρον θα είναι ο εξ αλλοδαπής τουρισμός εις την Ελλάδα και ο επαναπατρισμός ελληνικών κεφαλαίων εις την πατρίδα ή και η διευκόλυνσις προσελκύσεως γενικώς ξένου κεφαλαίου. Προσέλκυσις δε ξένου κεφαλαίου και προώθησις της πολιτικής των επενδύσεων δεν αποτελεί απλώς εν εκ των κυριοτέρων μελημάτων της κυβερνήσεως, αλλά ταυτοχρόνως και την βασικήν ελπίδα της αναγεννήσεως του τόπου». Ο Μαρκεζίνης ανακοινώνει την κατάργηση όλων των κλειστών επαγγελμάτων, την απελευθέρωση των εισαγωγών και την πάταξη της κερδοσκοπίας.
Όσον αφορά την επιλογή της 9ης Απριλίου για την υποτίμηση της δραχμής, ο Μαρκεζίνης δίνει τη δική του εξήγηση: «Διεδόθη σκοπίμως ότι επελέγη η 9η Απριλίου, διότι συνέπιπτε με την ημέρα των γενεθλίων μου (9 Απριλίου 1909, δηλαδή την 99η ημέρα του έτους). Η αλήθεια, όμως, ήταν διαφορετική. Η 9η Απριλίου ήταν Μεγάλη Πέμπτη και οι επόμενες πέντε ημέρες ήταν ημέρες αργίας. Έτσι θα απεφεύγετο ενδεχομένη άμεση αντίδραση, χωρίς να χρειασθεί να κλείσει το Χρηματιστήριο, πράξη που ενείχε τους δικούς της κινδύνους».
Τα επακόλουθα της υποτίμησης
Η είδηση για τη δραστική υποτίμηση της δραχμής προκαλεί σάλο. Η αντιπολίτευση εξαπολύει μύδρους κατά της κυβέρνησης. Ο Σοφοκλής Βενιζέλος δηλώνει ότι από τα μέτρα θα επωφεληθούν «οι μεγάλοι οφειλέτες παγωμένων πιστώσεων, πληρώνοντας τα χρέη τους με το ήμισυ των λιρών, τας οποίας αποθησαύρισαν κατά την μεταβατικήν περίοδον». Ο Γεώργιος Καρτάλης προβλέπει ότι ο τιμάριθμος θα ανέβει κατά 35%. Αντίθετα, η κυβέρνηση Παπάγου θριαμβολογεί για τα μέτρα και ο αμερικανός πρεσβευτής Πιουριφόι επισκέπτεται αργά τη νύχτα τον Μαρκεζίνη στο σπίτι του για να του εκφράσει την ευαρέσκειά του. Την ικανοποίησή του εκφράζει και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Η κυβέρνηση ξεχνά να ενημερώσει το Παλάτι για ένα τόσο σημαντικό γεγονός. Ο βασιλιάς Παύλος διαμαρτύρεται στον Μαρκεζίνη, που τον επισκέπτεται την επομένη για να τον ενημερώσει και ο Υπουργός Συντονισμού, που δεν εμπιστευόταν το ανακτορικό περιβάλλον, του απαντά: «Μεγαλειότατε, το δικό μου καθήκον ήταν να ενημερώσω εγκαίρως τον Πρωθυπουργό. Αυτό και έπραξα. Τα παράπονά σας, συνεπώς, θα έπρεπε να τα απευθύνεται σε κείνον».
Η πρώτη πολιτική επίπτωση από την υποτίμηση ήταν η αποχώρηση του Γεωργίου Παπανδρέου από το κυβερνητικό κόμμα (18 Απριλίου 1953), με το οποίο είχε εκλεγεί ως συνεργαζόμενος στην Αχαΐα. Διαφωνώντας με την υποτίμηση της δραχμής προσχώρησε στην αντιπολίτευση και τρεις ημέρες αργότερα ανέλαβε ηγετικό ρόλο στο Κόμμα των Φιλελευθέρων, ως συναρχηγός με τον Σοφοκλή Βενιζέλο.
Η υποτίμηση της δραχμής θα φέρει κύμα ανατιμήσεων στην αγορά και αθρόες απολύσεις εργαζομένων στη βιομηχανία, ιδίως μετά την κατάργηση του νόμου 2222/52, που προστάτευε τους εργαζομένους από τις αυθαίρετες απολύσεις. Το περιοδικό Νέα Οικονομία»υπολογίζει ότι το κόστος ζωής στους τρεις πρώτους μήνες μετά την υποτίμηση έχει ανέβει κατά 12%, ενώ το ψωμί κατά 33%.
Οι ανατιμήσεις και απολύσεις προκαλούν δυσαρέσκεια στους εργαζομένους. Στις 28 Μαΐου εκπρόσωποι της ΓΣΕΕ και των εργατικών κέντρων επισκέπτονται τον Υπουργό Εργασίας, Ελευθέριο Γονή, και του ζητούν να αναπροσαρμοστούν αμέσως οι μισθοί και τα ημερομίσθια. Στις 4 Ιουνίου κηρύσσεται πανεργατική απεργία με πρωτοβουλία της κυβερνητικής ΓΣΕΕ του Φώτη Μακρή, η οποία σημειώνει ιδιαίτερη επιτυχία στους οργανισμούς κοινής ωφελείας (ΟΤΕ, ΟΥΛΕΝ, ΟΛΠ κλπ), στις τράπεζες και τους εργαζομένους στον Τύπο. Ο απεργιακός αγώνας κρατά οκτώ ημέρες και λήγει, όταν η κυβέρνηση υπόσχεται επίδομα ακρίβειας από 7-12%. Η ΑΔΕΔΥ το θεωρεί μικρό και στις 2 Ιουλίου κηρύσσει 48ωρη απεργία στον δημόσιο τομέα, που σημειωτέον απαγορεύεται από το ισχύον τότε Σύνταγμα του 1952, και η κυβέρνηση Παπάγου βρίσκει την ευκαιρία να απολύσει πλεονάζοντες δημοσίους υπαλλήλους.
Η υποτίμηση της δραχμής της 9ης Απριλίου 1953 και η συνακόλουθη απελευθέρωση των εισαγωγών, εκτός από τις βραχυχρόνιες παρενέργειες, θα έχουν τελικά ευνοϊκή επίδραση στην οικονομία της χώρας. Με τα δύο αυτά μέτρα η ελληνική οικονομία θα εισέλθει σε μια νέα εποχή εξυγίανσης, ισορροπίας και ανάπτυξης. Είναι χαρακτηριστικό ότι η επόμενη υποτίμηση της δραχμής θα γίνει τριάντα χρόνια αργότερα, στις 10 Ιανουαρίου 1983, από την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου.