Back to top

Η υποτίμηση της Δραχμής του 1953

09/04/2019 - 13:00

Από τα τέλη του 1952 τη χώρα κυβερνούσε ο δεξιός «Δημοκρατικός Συναγερμός» του Αλέξανδρου Παπάγου (αρχηγού του Εθνικού Στρατού κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου), o οποίος είχε επιτύχει μια σαρωτική νίκη στις εκλογές της 16ης Νοεμβρίου, λόγω του πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος.

Ηγετική προσωπικότητα της νέας κυβέρνησης ήταν ο Υπουργός Συντονισμού, Σπυρίδων Μαρκεζίνης, ο οποίος είχε υπό την εποπτεία του όλα τα παραγωγικά υπουργεία. Ήταν κάτι παρά πάνω από «τσάρος» της οικονομίας, όπως θα λέγαμε σήμερα. Την αντιπολίτευση αποτελούσαν τα δύο κεντρώα κόμματα της ΕΠΕΚ και των Φιλελευθέρων. Η Αριστερά, λόγω του πλειοψηφικού, δεν εκπροσωπείτο στη Βουλή.

Στις αρχές του 1953, με νωπές τις πληγές από τον Εμφύλιο, η ελληνική οικονομία είχε ολοκληρώσει τη μεταπολεμική ανασυγκρότησή της. Η παραγωγή και η κατανάλωση είχαν υπερβεί το προπολεμικά επίπεδα, ενώ αξιοσημείωτη ήταν η πρόοδος στον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό σε πολλούς τομείς της οικονομικής δραστηριότητας. Όμως, για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού το βιοτικό επίπεδο ήταν ακόμη πάρα πολύ χαμηλό.

Παρότι το εθνικό μας νόμισμα είχε υποτιμηθεί επτά φορές από τη γερμανική κατοχή, ούτε η οικονομία είχε εξυγιανθεί, ούτε η δραχμή ήταν αξιόπιστη. Η χρυσή λίρα ήταν το κυρίαρχο νόμισμα στις συναλλαγές, το ισοζύγιο πληρωμών και ο προϋπολογισμός μονίμως ελλειμματικά και το κράτος λειτουργούσε χάρις στα χρήματα της αμερικανικής βοηθείας.

Είναι γεγονός ότι η κυβέρνηση Πλαστήρα (1951-1952) δια του αρμοδίου υπουργού Συντονισμού, Γεωργίου Καρτάλη, είχε εφαρμόσει μια αντιπληθωριστική πολιτική, με πολιτικό κόστος είναι αλήθεια, που συνέβαλε στη μείωση των ελλειμμάτων του ισοζυγίου πληρωμών και του προϋπολογισμού. Αλλά αυτό δεν έφτανε, σύμφωνα με τους πιο αξιόλογους έλληνες οικονομολόγους (Βαρβαρέσος, Ζολώτας κ.ά.), που θεωρούσαν την αναπροσαρμογή της δραχμής έναντι του δολαρίου αναγκαία συνθήκη, προκειμένου να αυξηθούν οι εξαγωγές, κυρίως των αγροτικών προϊόντων, και να αποκατασταθεί το ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών, γεγονός που θα συνέβαλε στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.

Ο καθηγητής Κυριάκος Βαρβαρέσος, σ’ ένα απόσπασμα της έκθεσής του προς τον πρωθυπουργό Νικόλαο Πλαστήρα για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας (5/1/1952), που κρατήθηκε μυστικό, σημείωνε:

«…Η αναπροσαρμογή της δραχμής εις επίπεδον το οποίον να ανταποκρίνεται προς την πραγματικήν αγοραστικήν της δύναμιν είναι συνεπώς μία εκ των απαραιτήτων προϋποθέσεων δια την βελτίωσιν των οικονομικών της χώρας και ιδία την αποκατάστασιν του ισοζυγίου των εξωτερικών πληρωμών…»

Απαραίτητη, όμως, προϋπόθεση για να επιτύχει η αναπροσαρμογή, σύμφωνα με τον Βαρβαρέσο, ήταν η εξυγίανση της οικονομίας, η κάλυψη των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού, η καταπολέμηση του πληθωρισμού, η μείωση των κερδών των επιχειρηματιών με αύξηση της άμεσης φορολογίας κλπ. Ο ίδιος πρότεινε η ισοτιμία της δραχμής να αλλάξει από 1 δολλάριο=15.000 δραχμές, σε 1 δολλάριο=25.000 δραχμές. Ο Γεώργιος Καρτάλης, επίσης, υποστήριζε την υποτίμηση της δραχμής στη σχέση 1 δολλάριο=22.000 δραχμές.

Η αναγγελία της υποτίμησης


Ο Σπύρος Μαρκεζίνης ανακοινώνει την υποτίμηση της Δραχμής.

Ο Σπύρος Μαρκεζίνης ανακοινώνει την υποτίμηση της Δραχμής.


Στις 9 το βράδυ της 9ης Απριλίου 1953, ανήμερα των 44ων γενεθλίων του, ο Υπουργός Συντονισμού, Σπύρος Μαρκεζίνης, αιφνιδιάζει τους πάντες και ανακοινώνει από το κρατικό ραδιόφωνο (τότε ΕΙΡ, νυν ΕΡΑ) πως από εκείνη τη στιγμή η επίσημη σχέση του αμερικανικού νομίσματος και της δραχμής καθορίζεται στις 30.000 δραχμές το δολάριο, δηλαδή επιβάλλει μια γενναία υποτίμηση της τάξεως του 50%. Αναλόγως αναπροσαρμόζονται και οι τιμές σε δραχμές όλων των άλλων ξένων νομισμάτων. Αργότερα θα αφαιρεθούν τα τρία μηδενικά και η σχέση θα διαμορφωθεί στο1 δολάριο=30 δραχμές.


Βέβαια, η απόφαση για την υποτίμηση της δραχμής δεν πάρθηκε εν θερμώ από τον εκτροχιασμό του προϋπολογισμού ήδη από τον μήνα Μάρτιο. Το σχέδιο δουλευόταν από καιρό από τον Μαρκεζίνη και ήταν πλήρως ενημερωμένοι γι’ αυτό ο πρωθυπουργός, Αλέξανδρος Παπάγος, ο  Υπουργός Εμπορίου, Θάνος Καψάλης (στενός συνεργάτης του Μαρκεζίνη), ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γεώργιος Μαντζαβίνος, η αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα διά των διπλωματικών υπαλλήλων Τσαρλς Γιοστ και Αλ Κοστάντζο, καθώς και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Ο μόνος που γνώριζε το ακριβές ποσοστό της υποτίμησης και την ακριβή ημερομηνία της ανακοίνωσής, εκτός του Μαρκεζίνη, ήταν ο πρωθυπουργός Παπάγος.


Στη ραδιοφωνική του ομιλία ο Μαρκεζίνης αιτιολόγησε την κυβερνητική απόφαση για την τόσο δραστική υποτίμηση της δραχμής: «Με αδικαιολογήτως ευθηνήν τιμήν του δολλαρίου, συμφέρουσα ήτο η εξαγωγή κεφαλαίων εις το εξωτερικόν και ο ελληνικός τουρισμός εις την αλλοδαπήν. Όταν το ελληνικό νόμισμα αποκτήση την πραγματικήν αξίαν του και καταστή ευθηνότερον, τότε συμφέρον θα είναι ο εξ αλλοδαπής τουρισμός εις την Ελλάδα και ο επαναπατρισμός ελληνικών κεφαλαίων εις την πατρίδα ή και η διευκόλυνσις  προσελκύσεως γενικώς ξένου κεφαλαίου. Προσέλκυσις δε ξένου κεφαλαίου και προώθησις της πολιτικής των επενδύσεων δεν αποτελεί απλώς εν εκ των κυριοτέρων μελημάτων της κυβερνήσεως, αλλά ταυτοχρόνως και την βασικήν ελπίδα της αναγεννήσεως του τόπου». Ο Μαρκεζίνης ανακοινώνει την κατάργηση όλων των κλειστών επαγγελμάτων, την απελευθέρωση των εισαγωγών και την πάταξη της κερδοσκοπίας.


Όσον αφορά την επιλογή της 9ης Απριλίου για την υποτίμηση της δραχμής, ο Μαρκεζίνης δίνει τη δική του εξήγηση: «Διεδόθη σκοπίμως ότι επελέγη η 9η Απριλίου, διότι συνέπιπτε με την ημέρα των γενεθλίων μου (9 Απριλίου 1909, δηλαδή την 99η ημέρα του έτους). Η αλήθεια, όμως, ήταν διαφορετική. Η 9η Απριλίου ήταν Μεγάλη Πέμπτη και οι επόμενες πέντε ημέρες ήταν ημέρες αργίας. Έτσι θα απεφεύγετο ενδεχομένη άμεση αντίδραση, χωρίς να χρειασθεί να κλείσει το Χρηματιστήριο, πράξη που ενείχε τους δικούς της κινδύνους».

Τα επακόλουθα της υποτίμησης



Η είδηση για τη δραστική υποτίμηση της δραχμής προκαλεί σάλο. Η  αντιπολίτευση εξαπολύει μύδρους κατά της κυβέρνησης. Ο Σοφοκλής Βενιζέλος δηλώνει ότι από τα μέτρα θα επωφεληθούν «οι μεγάλοι οφειλέτες παγωμένων πιστώσεων, πληρώνοντας τα χρέη τους με το ήμισυ των λιρών, τας οποίας αποθησαύρισαν κατά την μεταβατικήν περίοδον». Ο Γεώργιος Καρτάλης προβλέπει ότι ο τιμάριθμος θα ανέβει κατά 35%. Αντίθετα, η κυβέρνηση Παπάγου θριαμβολογεί για τα μέτρα και ο αμερικανός πρεσβευτής Πιουριφόι επισκέπτεται αργά τη νύχτα τον Μαρκεζίνη στο σπίτι του για να του εκφράσει την ευαρέσκειά του. Την ικανοποίησή του εκφράζει και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.


Η κυβέρνηση ξεχνά να ενημερώσει το Παλάτι για ένα τόσο σημαντικό γεγονός. Ο βασιλιάς Παύλος διαμαρτύρεται στον Μαρκεζίνη, που τον επισκέπτεται την επομένη για να τον ενημερώσει και ο Υπουργός Συντονισμού, που δεν εμπιστευόταν το ανακτορικό περιβάλλον, του απαντά: «Μεγαλειότατε, το δικό μου καθήκον ήταν να ενημερώσω εγκαίρως τον Πρωθυπουργό. Αυτό και έπραξα. Τα παράπονά σας, συνεπώς, θα έπρεπε να τα απευθύνεται σε κείνον».


Η πρώτη πολιτική επίπτωση από την υποτίμηση ήταν η αποχώρηση του Γεωργίου Παπανδρέου από το κυβερνητικό κόμμα (18 Απριλίου 1953), με το οποίο είχε εκλεγεί ως συνεργαζόμενος στην Αχαΐα. Διαφωνώντας με την υποτίμηση της δραχμής προσχώρησε στην αντιπολίτευση και τρεις ημέρες αργότερα ανέλαβε ηγετικό ρόλο στο Κόμμα των Φιλελευθέρων, ως συναρχηγός με τον Σοφοκλή Βενιζέλο.

Η υποτίμηση της δραχμής θα φέρει κύμα ανατιμήσεων στην αγορά και αθρόες απολύσεις εργαζομένων στη βιομηχανία, ιδίως μετά την κατάργηση του νόμου 2222/52, που προστάτευε τους εργαζομένους από τις αυθαίρετες απολύσεις. Το περιοδικό Νέα Οικονομία»υπολογίζει ότι το κόστος ζωής στους τρεις πρώτους μήνες μετά την υποτίμηση έχει ανέβει κατά 12%, ενώ το ψωμί κατά 33%.

Οι ανατιμήσεις και απολύσεις προκαλούν δυσαρέσκεια στους εργαζομένους. Στις 28 Μαΐου εκπρόσωποι της ΓΣΕΕ και των εργατικών κέντρων επισκέπτονται τον Υπουργό Εργασίας, Ελευθέριο Γονή, και του ζητούν να αναπροσαρμοστούν αμέσως οι μισθοί και τα ημερομίσθια. Στις 4 Ιουνίου κηρύσσεται πανεργατική απεργία με πρωτοβουλία της κυβερνητικής ΓΣΕΕ του Φώτη Μακρή, η οποία σημειώνει ιδιαίτερη επιτυχία στους οργανισμούς κοινής ωφελείας (ΟΤΕ, ΟΥΛΕΝ, ΟΛΠ κλπ), στις τράπεζες και τους εργαζομένους στον Τύπο. Ο απεργιακός αγώνας κρατά οκτώ ημέρες και λήγει, όταν η κυβέρνηση υπόσχεται επίδομα ακρίβειας από 7-12%. Η ΑΔΕΔΥ το θεωρεί μικρό και στις 2 Ιουλίου κηρύσσει 48ωρη απεργία στον δημόσιο τομέα, που σημειωτέον απαγορεύεται από το ισχύον τότε Σύνταγμα του 1952, και η κυβέρνηση Παπάγου βρίσκει την ευκαιρία να απολύσει πλεονάζοντες δημοσίους υπαλλήλους.


Η υποτίμηση της δραχμής της 9ης Απριλίου 1953 και η συνακόλουθη απελευθέρωση των εισαγωγών, εκτός από τις βραχυχρόνιες παρενέργειες, θα έχουν τελικά ευνοϊκή επίδραση στην οικονομία της χώρας. Με τα δύο αυτά μέτρα η ελληνική οικονομία θα εισέλθει σε μια νέα εποχή εξυγίανσης, ισορροπίας και ανάπτυξης. Είναι χαρακτηριστικό ότι η επόμενη υποτίμηση της δραχμής θα γίνει τριάντα χρόνια αργότερα, στις 10 Ιανουαρίου 1983, από την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου.