«Και καλείται το πολίτευμά μας Δημοκρατία, γιατί η κυβέρνηση της πόλης δεν βρίσκεται στα χέρια των ολίγων, βρίσκεται στα χέρια των πολλών», γράφει ο Αθηναίος ρήτορας, πολιτικός και στρατηγός Περικλής στον «Επιτάφιο Λόγο» του βάζοντας τα θεμέλια όχι μόνο της αθηναϊκής ακμής αλλά και του δυτικού πολιτισμού.
Ο άνθρωπος που συνύφανε την προσωπική του ζωή με την ίδια τη βιογραφία της πρώτης Δημοκρατίας ανέλαβε το έργο να καταστήσει πραγματικότητα το πολίτευμα του Κλεισθένη, τελειοποιώντας στην πράξη τις βασικές αρχές της λαϊκής βούλησης.
Και τα έκανε όλα χωρίς να έχει να βασιστεί κάπου, παρά μόνο στην ίδια την ανθρώπινη εμπειρία και το γενικό καλό! Η ιστορική πορεία του δημοκρατικού πολιτεύματος γεννιέται λοιπόν ως πολιτικό και κοινωνικό πείραμα του στρατηγού Περικλή, που χωρίς πρότυπα να ακολουθήσει, βασίζεται στις εμπνεύσεις του φωτεινού του πνεύματος για να αφήσει παρακαταθήκη τον αποτελεσματικότερο και δικαιότερο τρόπο συλλογικής ζωής.
Ο διαπρεπέστερος πολιτικός άνδρας της αρχαιότητας έκανε όμως πολλά περισσότερα από την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας, καθώς στην εποχή του έλαβε χώρα η μεγαλύτερη ακμή της Αθήνας, όταν αποθεώθηκαν οι τέχνες, τα γράμματα και οι επιστήμες αφήνοντας κληρονομιά στην ανθρωπότητα την κλασική τελειότητα του 5ου π.Χ. αιώνα, που θα έπαιρνε τελικά το όνομα του πρώτου αυτού Αθηναίου πολίτη.
Ο Χρυσός Αιώνας του Περικλή ήταν όλος έργο ενός ανθρώπου που αγάπησε τον κόσµο του, την Αθήνα, πιο πολύ από τον εαυτό του και πίστεψε τόσο πολύ στους συμπολίτες του ώστε να αντλήσει τη σχεδόν αυθάδικη δύναμη για να πειραματιστεί με τους ίδιους τους όρους της ανθρώπινης ύπαρξης. Το ευρύτατο πείραμά του θα τον δικαίωνε ιστορικά, καθώς το θάρρος της κολοσσιαίας δημιουργίας του θα γεννούσε έναν κόσμο που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί η κλασική αρχαιότητα. Και δεν θα ξανάβλεπε ίσως ποτέ η οικουμένη στους αιώνες που θα έρχονταν.
Ο Περικλής του Ξανθίππου ο Χολαργεύς, αυτός ο περιτριγυρισμένος από δόξα άντρας, χάρισε στην Αθήνα την πνευματική, οικονομική και καλλιτεχνική της φήμη με μια σειρά από γενναίες αποφάσεις που αποκαλύπτουν στην πλήρη έκτασή τους τα χαρίσματα του χαρακτήρα του. Όπως τα αριθμεί ο κορυφαίος αθηναίος ιστοριογράφος Θουκυδίδης, ο Περικλής απέκτησε τη δύναμή του με το προσωπικό του κύρος, τη διανοητική του δεινότητα και τον ανιδιοτελή χαρακτήρα του. Συγκρατούσε τους συμπολίτες του χωρίς να περιορίζει τις ελευθερίες τους και δεν παρασύρθηκε ποτέ από τις επιταγές του πλήθους, αλλά αντιθέτως ήταν αυτός που καθοδηγούσε τον λαό, καθώς είχε το σθένος να αντιστρατεύεται, όταν χρειαζόταν, τα ιδιοτελή συμφέροντα του πλήθους.
Όταν διαπίστωνε ότι οι Αθηναίοι κυριεύονταν από έπαρση και επιδείκνυαν παράτολμο θάρρος, τότε τους μιλούσε με τέτοιον τρόπο ώστε να τους φοβίζει, ενώ αντίθετα όταν τους έβλεπε να δειλιάζουν χωρίς κάποιον σοβαρό λόγο, τους εγκαρδίωνε με τα λόγια του, όπως μας λέει ο Θουκυδίδης.
«Ο πολιτικός με τη βαθύτερη καλλιέργεια, ο πιο αυθεντικός και ο πιο ευγενής», όπως τον χαρακτήρισε αιώνες αργότερα ο μεγάλος Χέγκελ, στήριξε την οικοδόμηση του μεγαλείου της αθηναϊκής δημοκρατίας πάνω στα πυρηνικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του, την έμφυτη δύναμη του νου του, τη διορατικότητα και την οξυδέρκεια, αλλά προπαντός την ανιδιοτέλειά του.
Ήξερε από όραμα ότι οι λαοί προκόβουν μόνο όταν το κοινό καλό τοποθετείται πάνω από το ατομικό συμφέρον, κι έτσι μίλησε στους Αθηναίους πολίτες με ευθύτητα και ειλικρίνεια, καθοδηγώντας τους με γνώμονα το συλλογικό συμφέρον της πατρίδας. Αυτός, ένας αριστοκράτης και παραδειγματικό μέλος της ελίτ, έπαιρνε αποφάσεις όχι με γνώμονα τα συμφέροντα της τάξης του αλλά το καλό του λαού, υποστηρίζοντας τις λαϊκές μάζες με προνόμια και δικαιώματα σε βάρος της αριστοκρατίας.
Γι’ αυτό και στέφθηκε ως ο απόλυτος κυρίαρχος της πολιτικής σκηνής επί δεκαετίες, πριν μετατραπεί σε σκηνοθέτη της μνημειακής χωροταξίας της πόλης και στείλει την Αθήνα και την Ελλάδα στο βάθρο που ανήκε μέχρι πρότινος μόνο στους θεούς…
Πρώτα χρόνια
Ο Περικλής του Ξανθίππου ο Χολαργεύς γεννιέται περί το 495 π.Χ. στον δήμο Χολαργού ως γιος του περίφημου αθηναίου στρατηγού Ξανθίππου, θριαμβευτή στη Ναυμαχία της Μυκάλης κατά των Περσών. Η μητέρα του, η Αγαρίστη, ήταν γόνος μιας από τις σημαντικότερες οικογένειες των Αθηνών, των Αλκμεωνιδών, και συγγενής του μεγάλου οραματιστή της δημοκρατίας Κλεισθένη. Λίγο πριν από τη γέννησή του, η Αγαρίστη βλέπει στο όνειρό της ότι δεν φέρνει στον κόσμο παιδί, αλλά λιοντάρι, σαν να της έκλεινε η μοίρα το μάτι δηλαδή.
Μεγαλώνοντας μέσα στις ανέσεις και τα προνόμια της αριστοκρατικής τάξης, ο μικρός Περικλής λαμβάνει την καλύτερη μόρφωση της εποχής που μπορούσε να εξασφαλίσει το χρήμα και οι υψηλές διασυνδέσεις. Οι δάσκαλοί του ήταν οι φιλόσοφοι Αναξαγόρας ο Κλαζομένιος και Ζήνων ο Ελεάτης, αλλά και ο Πρωταγόρας και ο περίφημος μουσικός Δάμωνας. Τη βαθύτερη επίδραση στον ψυχισμό του μελετηρού μαθητή και φωτεινού πνεύματος είχε ο Αναξαγόρας, ο μέντορας του Περικλή, που του δίδαξε πέρα από τη χαρισματική ρητορική του δεινότητα, τις αρχές της ανεξαρτησίας του πνεύματος και της ευθυκρισίας, αλλά και τον αυτοέλεγχο, την πραότητα και τη διαλλακτικότητά του.
Κι έτσι ο φέρελπις νεαρός, αφού σμίλεψε τον χαρακτήρα του με τα καλύτερα διαθέσιμα υλικά, αποφάσισε να ακολουθήσει πολιτική καριέρα, κάτι που ήταν εξάλλου αποκλειστικό προνόμιο της τάξης του. Την ίδια εποχή θα κάνει έναν αποτυχημένο γάμο, που θα αποδώσει ωστόσο δύο παιδιά, και θα γίνει γνωστός στην αθηναϊκή κοινωνία ως χορηγός της αισχύλειας τραγωδίας «Πέρσαι» (472 π.Χ.), που αποσπά το πρώτο βραβείο στα Διονύσια και καθιερώνει τον λειτουργό της ως έναν από τους πιο προβεβλημένους νεαρούς Αθηναίους…
Πολιτική καριέρα
Η πολιτική ενασχόληση του Περικλή φαίνεται να ξεκινά το 463 π.Χ., όταν τον συναντάμε στους κατήγορους του Κίμωνα, γιου του στρατηγού Μιλτιάδη και ηγέτη της συντηρητικής παράταξης. Ο Περικλής είχε ήδη ενταχθεί στον δημοκρατικό σχηματισμό του Εφιάλτη (επιλέγοντας «αντί των πλουσίων και ολίγων τους φτωχούς και πολλούς», όπως μας λέει ο Πλούταρχος) και συνέβαλε καθοριστικά στην προώθηση του ψηφίσματος της Εκκλησίας του Δήμου το 461 π.Χ. που έψαχνε να αφαιρέσει τα προνόμια των ευγενών και να θέσει έτσι τέλος στο παλιό αριστοκρατικό πολίτευμα της Αθήνας, βάζοντας τα θεμέλια για τη σπουδαία αθηναϊκή δημοκρατία που ήταν προ των πυλών.
Ο Εφιάλτης δολοφονείται από ολιγαρχικούς κύκλους, που δεν του συγχώρεσαν ποτέ την καθιέρωση της λαϊκής ψήφου, ο Κίμωνας εξοστρακίζεται και η Κλασική Εποχή αχνοχαράζει. Η εμφατική νίκη του δημοκρατικού Περικλή κατά του ηγέτη των συντηρητικών θα σημάνει τις πρώτες στιγμές του νέου πολιτεύματος.
Ήδη από την αρχή, ο Περικλής προχώρησε σε εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις για την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας του και συντάχθηκε με τον Δήμο, παίρνοντας τόσο φιλολαϊκά μέτρα που οι πολιτικοί του αντίπαλοι θα τον κατηγορήσουν για «λαϊκισμό». Ο Περικλής, μέσα από τη φωτισμένη διακυβέρνησή του, πέτυχε να επιβάλει την πλήρη εκδημοκρατικοποίηση της αθηναϊκής πολιτείας καταργώντας παραδοσιακά προνόμια της άρχουσας τάξης και κάνοντας όλους ίσους ενώπιον του νόμου.
Η ανακούφιση των αθηναίων πολιτών συνέβαλε τα μέγιστα στην εμπέδωση του δημοκρατικού ιδεώδους, όπως και η αμοιβή που καθιέρωσε για τους πολίτες που θα προσέφεραν υπηρεσίες στα κοινά του τόπου, ώστε να μένουν ανεπηρέαστοι από τις Σειρήνες των προσωπικών συμφερόντων. Ταυτοχρόνως, αναβάθμισε, θωράκισε και ανεξαρτητοποίησε τη δικαιοσύνη παρέχοντας μισθό στους δικαστές της Ηλιαίας, οι οποίοι εκλέγονταν τώρα με ψηφοφορία και από τις δέκα φυλές του Δήμου των Αθηναίων.
Οι κατώτερες τάξεις μπορούσαν να κατέχουν σαφώς υψηλότερα αξιώματα από αυτά που τους επιτρέπονταν μέχρι πρότινος, καθώς ο Περικλής προωθούσε ανοιχτά τη διεύρυνση της δημοκρατικής βάσης, θεωρώντας πως μόνο μέσα από την αύξηση της λαϊκής κυριαρχίας θα μπορούσε να χτίσει τη στρατιωτική και κυρίως ναυτική δύναμη της Αθήνας. Όπως και έγινε.
Μετά τον θάνατο του αρχηγού των δημοκρατικών Εφιάλτη, ο λαοφιλής και λαοπρόβλητος Περικλής μετατράπηκε στον απόλυτο κυρίαρχο της πολιτικής ζωής της Αθήνας, μια θέση που θα κρατήσει μέχρι τον θάνατό του το 429 π.Χ. Τόσο καθολική ήταν η απήχηση των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεών του που όταν επέστρεψε από την εξορία του ο Κίμωνας το 451 π.Χ., δεν έφερε καμία δημόσια αντίθεση στο πρόγραμμα του σφοδρού πολιτικού του αντιπάλου.
Ανενόχλητος πλέον, καθώς οι συντηρητικοί ήταν αποδυναμωμένοι, ο Περικλής συνέχισε το δημοκρατικό του όραμα προσπαθώντας τώρα να αλλάξει τη δεινή θέση των απόρων και την επαφή τους με την παιδεία. Χορηγεί θεατρικό επίδομα στους φτωχούς πολίτες από τα δημόσια ταμεία, ώστε να μπορούν να έρθουν σε επαφή με το διδακτικό ελληνικό θέατρο και να ανέβει το μορφωτικό επίπεδο των Αθηναίων μέσω της αγωγής των πολιτών.
Ο Περικλής κυβέρνησε τη λατρεμένη Αθήνα του για τριάντα και πλέον χρόνια (461-429 π.Χ.) και κράτησε το αξίωμα του στρατηγού για δεκατέσσερα (443-429 π.Χ.), αλλάζοντας όχι μόνο το πρόσωπό της αλλά και την ίδια τη θέση της στον κόσμο, καθώς τη μετέτρεψε στο πιο λαμπρό οικονομικό, εμπορικό, πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο της Μεσογείου. Τα φιλολαϊκά του μέτρα δεν σταμάτησαν ποτέ να προωθούνται, μαγνητίζοντας την αγάπη και την αφοσίωση του απλού πολίτη και κάνοντας δημόσια αξιώματα και θέσεις ευθύνης προσιτά σε όλους τους αθηναίους πολίτες.
Αφού τακτοποίησε την κατάσταση στο εσωτερικό της Αθήνας, χρειαζόταν κάτι ακόμα για να γεννηθεί ο Χρυσός Αιώνας του Περικλή: η στρατιωτική πρωτοκαθεδρία της πόλης-κράτους του. Το αθηναϊκό ναυτικό έγινε περιώνυμο επί των ημερών του και απάλλαξε τις ελληνικές θάλασσες από την πειρατεία, προκαλώντας μια πρωτόγνωρη και απρόσκοπτη εμπορική άνθηση, αυξάνοντας έτσι τα δημόσια έσοδα αλλά και την επιρροή της Αθήνας στο Κοινό των Ελλήνων.
Εγκατέστησε τους φτωχότερους ακτήμονες σε γεωργικούς κλήρους των αθηναϊκών αποικιών στα νησιά και τη Θράκη ενισχύοντας έτσι τους δεσμούς με τη μητρόπολη. Η δεξιοτεχνική εξωτερική πολιτική του Περικλή κατέστησε την Αθήνα ως την ισχυρότερη πόλη-κράτος σε όλο τον ελληνικό κόσμο.
Θέλοντας να ολοκληρώσει τη μετατροπή της παλιάς Δηλιακής Συμμαχίας σε Αθηναϊκή Ηγεμονία, ο Περικλής τήρησε μια άκαμπτη εξωτερική πολιτική που βασίστηκε σε δύο σημεία: την παραδειγματική τιμωρία των πόλεων-κρατών που θέλησαν να απεμπλακούν από τη σφαίρα επιρροής της Αθήνας (όπως η Εύβοια και η Σάμος) αλλά και την υπονόμευση της δύναμης τόσο του ελληνικού εχθρού (παράλια Πελοποννήσου και Θράκη) όσο και των βαρβάρων που απειλούσαν το Κοινό των Ελλήνων. Ο Περικλής ολοκλήρωσε τις αθηναϊκές οχυρώσεις με τα περίφημα Μακρά Τείχη Αθήνας-Πειραιά, καθώς τα τύμπανα του πολέμου με τη Σπάρτη ηχούσαν εδώ και καιρό…
Τα κλασικά αρχιτεκτονήματα της Αθήνας
Ο Περικλής, που οδήγησε την Αθήνα στον χρυσό αιώνα της άμεσης δημοκρατίας, των γραμμάτων, των τεχνών και του πολιτισμού, μεταμόρφωσε την πόλη του με τέτοιου κάλλους και σπουδαιότητας έργα που έμελλε να μείνουν αθάνατα. Αυτό που επιδίωξε ουσιαστικά να κάνει ήταν να ανοικοδομήσει τους ναούς και τα ιερά που είχαν καταστραφεί από τους Πέρσες και κυρίως τον Παρθενώνα. Τη διεύθυνση για την κατασκευή των καλλιτεχνημάτων ανέθεσε στον σπουδαίο Φειδία, υπό την επίβλεψη του οποίου χτίστηκε ο Παρθενώνας, σύμφωνα με τον σχεδιασμό των Ικτίνου και Καλλικράτη, ενώ τα Προπύλαια της Ακρόπολης ήταν έργο του Μνησικλή.
Πλάι στα επιβλητικότατα λατρευτικά αρχιτεκτονήματα συνυπήρχαν τώρα εντυπωσιακές γλυπτικές δημιουργίες, όπως το περίφημο Χρυσελεφάντινο Άγαλμα της Αθηνάς στον Παρθενώνα (έργο του Φειδία), αλλά και το χάλκινο της Προμάχου Αθηνάς μεταξύ Προπυλαίων και Παρθενώνα, το οποίο ήταν τόσο ψηλό ώστε λεγόταν ότι ήταν ορατό ακόμα και από το Σούνιο.
Η Αθήνα ήταν το αδιαφιλονίκητο κέντρο του πνεύματος και της τέχνης, συγκεντρώνοντας τους σπουδαιότερους φιλοσόφους και παιδαγωγούς της Ελλάδας, καθώς όλοι ήθελαν τώρα να διδάξουν στη λαμπρή μητρόπολη της Μεσογείου. Ρήτορες γοήτευαν το κοινό, αρχιτέκτονες κατασκεύαζαν θαύματα, γλύπτες και ζωγράφοι ίδρυαν εργαστήρια και συγγραφείς και ποιητές (μεγέθους Σοφοκλή και Ευριπίδη) έγραφαν τις διαχρονικές τραγωδίες τους, κάνοντας το θέατρο την αγαπημένη ψυχαγωγία όλων. Παρά το τεράστιο οικονομικό κόστος, ο Περικλής προώθησε το ολοκληρωμένο σχέδιό του για τις επιστήμες, τις καλές τέχνες αλλά και τα μεγάλα δημόσια έργα.
Ολόκληρο το όραμά του για την πόλη δεν έμελλε να ολοκληρωθεί, λόγω του πολυετή πολέμου που ακολούθησε, αν και η Αθήνα μεταμορφώθηκε τελικά στο ανεπανάληπτο θαύμα όλου του γνωστού κόσμου με την κλασική τελειότητα και την αρμονία της. Όσο για τα υπέρογκα κεφάλαια για τις λαμπρές αυτές θεωρητικές και πρακτικές κατασκευές, συγκεντρώνονταν από το εμπόριο, τη βιοτεχνία και τις εξαγωγές, αλλά και τις εισφορές από τους συμμάχους για τη στρατιωτική και πολιτική προστασία που τους παρείχε η πόλη-κράτος του Περικλή…
Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος και το τέλος
Μόνο η στρατιωτική ήττα της Αθήνας θα μπορούσε να δώσει τέλος στο μεταρρυθμιστικό όραμα του Περικλή και τη νέα πραγματικότητα που είχε αυτό οικοδομήσει στην Αθήνα. Και θα ήταν ο αιώνιος αντίπαλος των Αθηναίων, οι Σπαρτιάτες, που θα προσυπέγραφαν τον χαμό της, καθώς δεν συγχώρεσαν ποτέ την εμφατική νίκη του Περικλή περί το 445 π.Χ., που τους υποχρέωσε σε ταπεινωτική ειρήνη 30 ετών.
Τώρα όμως ήταν ώρα για τον αιματοβαμμένο Πελοποννησιακό Πόλεμο που θα σημάνει το τέλος του Χρυσού Αιώνα του Περικλή και θα βάλει τη δημοκρατία σε πολλές περιπέτειες, καθώς σύντομα θα εκφυλιζόταν σε φαυλοκρατία. Την άνοιξη του 431 π.Χ., ο σπαρτιάτης βασιλιάς Αρχίδαμος κατέφτασε στην Αττική με μεγάλο στράτευμα, στο οποίο συμμετείχαν πολλές συμμαχικές των Λακεδαιμονίων πόλεις (Πελοποννησιακή Συμμαχία). Η εκστρατεία αυτή σκοπό είχε να καταστρέψει την Αθήνα κατακαίγοντας τα πάντα στο πέρασμά της, αν και δεν θα τολμούσε τελικά να πλησιάσει την Αθήνα.
Ο Περικλής ήξερε ότι οι Σπαρτιάτες ήταν πρακτικά ανίκητοι στη στεριά, κι έτσι αποφάσισε να τους χτυπήσει εκεί που είχε την αναντίρρητη υπεροχή, τη θάλασσα. Οι αψιμαχίες των δύο πόλεων-κρατών του 431 π.Χ. θα γενικεύονταν και ο πόλεμος θα γινόταν πανελλήνιος, κρατώντας 27 ολόκληρα χρόνια (431-404 π.Χ.), ως «ο σπουδαιότερος από όλους τους παλαιότερους πολέμους, επειδή, όταν άρχισε, οι δυο αντίπαλοι ήταν στην ακμή της δύναμής τους, ήταν καλά προετοιμασμένοι και όλοι οι άλλοι Έλληνες έπαιρναν ή ήταν έτοιμοι να πάρουν το μέρος του ενός ή του άλλου», όπως μας λέει ο έγκριτος Θουκυδίδης.
Έναν χρόνο μετά την κήρυξη του πολέμου, έφτασαν στην Αθήνα τα οστά των πρώτων νεκρών. Τρεις μέρες διάρκεσε το λαϊκό προσκύνημα και την ημέρα της ταφής τον επικήδειο εκφώνησε ο ίδιος ο Περικλής. Ο λόγος του διασώθηκε από τον Θουκυδίδη και έμεινε γνωστός ως «Περικλέους Επιτάφιος», ένα λαμπρό μνημείο ιδεών αλλά και γλωσσικής δεινότητας.
Τα τείχη του Περικλή αποδείχτηκαν απόρθητα και οι Σπαρτιάτες δεν τόλμησαν να εισβάλουν στην πόλη, η οποία κάμφθηκε όπως ξέρουμε από την πείνα και τις αρρώστιες (λοιμός), καθώς όλοι είχαν κλειστεί μέσα τους. Ο θάνατος άρχισε να απλώνει τα μαύρα του φτερά παντού και ο ίδιος ο Περικλής έχασε την αδελφή του και τους δυο του γιους από τον πρώτο του γάμο.
Παρά το γεγονός ότι ο μεγάλος αυτός άντρας θα προλάβαινε μόλις τα δύο πρώτα χρόνια του πολέμου, καθώς προσβλήθηκε κι αυτός από τον φοβερό λοιμό που έπληξε την πολιορκημένη Αθήνα, έζησε ωστόσο αρκετά για να δει τους Αθηναίους να στρέφονται εναντίον του, επιρρίπτοντάς του τις ευθύνες για την ένοπλη σύγκρουση και τη φρίκη του λοιμού. Κι αυτό γιατί ήταν ο ίδιος που με μεγάλη αυτοπεποίθηση και υπεροψία ενδεχομένως είχε θεωρήσει τον πόλεμο αναγκαίο κακό (και συχνά καλοδεχούμενο), απορρίπτοντας το τελεσίγραφο με τις υπερβολικές απαιτήσεις των Λακεδαιμονίων, καθώς κάτι τέτοιο, ισχυρίστηκε, θα άνοιγε την όρεξη των Πελοποννήσιων για ακόμα μεγαλύτερες απαιτήσεις.
Αναμφίβολα ο Περικλής θεώρησε τη θαλασσοκράτειρα Αθήνα με τον πανίσχυρο στόλο της ανίκητη και έβαλε σκοπό να πείσει τον λαό του για πολεμικές προετοιμασίες, αποσπώντας τελικά τη σύμφωνη γνώμη του. Ο Περικλής έφυγε από τη ζωή στις πρώτες πράξεις του πολέμου των δύο κόσμων, όταν ο εχθρός εισέβαλε στην Αττική και κατέστρεφε τη γη και οι Αθηναίοι ρήμαζαν με το υπέρτερο ναυτικό τους διάφορα γωνιές της Πελοποννήσου.
Καταβεβλημένος συναισθηματικά από τις οικογενειακές του απώλειες και άρρωστος ο ίδιος για αρκετό καιρό, εμφανίστηκε στο δικαστήριο για να υπερασπιστεί τον εαυτό του και να πείσει τους δικαστές πως η Σπάρτη ήταν εκείνη που ξεκίνησε τον πόλεμο. Το δικαστήριο τον αθώωσε μεν, αλλά οι Αθηναίοι δεν τον εξέλεξαν ξανά στρατηγό, επιβάλλοντάς του ταυτοχρόνως εξοντωτικό πρόστιμο, παρά το γεγονός ότι η δικαστική διερεύνηση δεν εντόπισε σφάλματα και παραλείψεις από μέρους του. Ο τρομερός λοιμός της Αθήνας θέρισε το ένα τρίτο του πληθυσμού και με τις ζωές τους να έχουν αλλάξει ριζικά, οι πολίτες τον έπαυσαν από τα καθήκοντά του.
Αν και την επόμενη χρονιά, με την κατάσταση να βελτιώνεται σταδιακά, οι Αθηναίοι τον ξαναθυμήθηκαν και τον εξέλεξαν εκ νέου στρατηγό, εκφράζοντάς του τώρα την ευγνωμοσύνη τους. Ακόμα και τον γιο του, καρπό του γάμου του με την εταίρα Ασπασία από τη Μίλητο, προθυμοποιήθηκαν να κάνουν αθηναίο πολίτη, παρά τον αυστηρό νόμο του ίδιου του Περικλή για την αθηναϊκή υπηκοότητα, σύμφωνα με τον οποίο πολιτικά δικαιώματα είχε αποκλειστικά εκείνος που και οι δύο γονείς του ήταν Αθηναίοι.
Ο Περικλής πείθει τον λαό του να συνεχίσει να ακολουθεί την ίδια στρατηγική, τη μάχη στη θάλασσα δηλαδή και την αποφυγή κάθε ευθείας αντιπαράθεσης στη στεριά μέσω άμυνας εντός των τειχών, καθώς πίστευε πως στο τέλος η Αθήνα θα έβγαινε νικήτρια. Όπως μας λέει και ο Θουκυδίδης, «φαίνεται, λοιπόν, καθαρά ότι στην αρχή του πολέμου, οι δυνάμεις της Αθήνας ήσαν περίσσιες και δικαιολογούσαν τις προβλέψεις του Περικλή που πίστευε ότι εύκολα θα μπορούσε να νικήσει μόνους τους Πελοποννησίους». Προσβεβλημένος όμως από την επιδημία και ψυχικά ταλαιπωρημένος, πέθανε τον Αύγουστο του 429 π.Χ., συμπαρασύροντας στον θάνατο και τον Χρυσό Αιώνα του. Η παρακμή της πόλης είχε ξεκινήσει με τον χαμό του πρώτου της πολίτη, του θνητού που κατάφερε να ξεπεράσει ακόμα και τους ολύμπιους θεούς…
Ενδεικτικό της σεμνότητάς του αλλά και της τυφλής πίστης του στα δημοκρατικά ιδεώδη ήταν ο μονόλογος που σιγομουρμούριζε κάθε πρωί: «Όρα και φύλαττε Περικλή (Κοίτα και πρόσεχε Περικλή) / Άρχεις Ελευθέρων Ανθρώπων / Άρχεις Ελλήνων / Άρχεις Αθηναίων»…