Σαν σήμερα, 114 χρόνια πριν, έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 59 ετών, ένας από τους κορυφαίους Έλληνες λόγιους λογοτέχνες, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Ο Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στο νησί της Σκιάθου το 1851 από τον ιερέα π. Αδαμάντιο Εμμανουήλ και την Γκουλιώ Εμμανουήλ, το γένος Μωραΐτη, ενώ είχε άλλα 6 αδέρφια: 4 κορίτσια και δύο αγόρια. Ο Παπαδιαμάντης γαλουχήθηκε από μικρός με τα εκκλησιαστικά ζητήματα και τον Χριστιανισμό, διατηρώντας τη χριστιανική ιδιοσυγκρασία του μέχρι το τέλος της ζωής του. Το 1872 επισκέφτηκε το Άγιο Όρος μαζί με τον φίλο του, Νικόλαο Διανέλο, όπου παρέμεινε οκτώ μήνες ως δόκιμος μοναχός. Μη θεωρώντας τον εαυτό του άξιο να φέρει το «αγγελικό σχήμα», επέστρεψε στην Αθήνα το 1873, όπου γράφτηκε στην τέταρτη τάξη του Βαρβάκειου γυμνασίου, και έναν χρόνο αργότερα γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου ήταν συμφοιτητής με τον Γεώργιο Βιζυηνό, ενώ ένας από του καθηγητές του ήταν ο Στέφανος Κουμανούδης. Δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του, πράγμα που στοίχισε στον πατέρα του, ο οποίος τον περίμενε να γυρίσει καθηγητής στο νησί και να βοηθήσει τις τέσσερις αδελφές του. Οι τρεις από αυτές παρέμειναν ανύπαντρες και του παραστάθηκαν με αφοσίωση σε όλες τις δύσκολες στιγμές του – όπως όταν, επί παραδείγματι, απογοητευμένος από τη ζωή της Αθήνας, αναζητούσε καταφύγιο στη Σκιάθο. Ωστόσο, επειδή οι οικονομικές του ανάγκες ήταν πολλές, σύντομα αναγκαζόταν να επιστρέψει στην Αθήνα.
Το 1877 ο Παπαδιαμάντης στρατεύτηκε για σύντομο διάστημα, διότι πήρε αναστολή ως σπουδαστής, και κλήθηκε ξανά στον στρατό το 1880-1881.
Από τη στιγμή που γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο άρχισε να δημοσιογραφεί και να κάνει μεταφράσεις από τα Γαλλικά και Αγγλικά, γλώσσες που είχε μάθει σε βάθος και που λίγοι τις γνώριζαν τόσο καλά στην εποχή του. Οι απολαβές του όμως ήταν πενιχρές και αναγκαζόταν να ζει σε φτωχικά δωμάτια, όντας πάντα ολιγαρκής και λιτοδίαιτος.
Η θέση του βελτιώθηκε κάπως, όταν γνωρίστηκε με τον προοδευτικό δημοσιογράφο και εκδότη Βλάση Γαβριηλίδη, που ίδρυσε την περίφημη για την εποχή της εφημερίδα Ακρόπολη. Η ζωή του όμως δεν άλλαξε. Αν και η αμοιβή του από την εργασία του στην “Ακρόπολη” ήταν υπέρογκη (έπαιρνε 200 και 250 δραχμές το μήνα), ενώ κέρδιζε αρκετά και από τις -περιζήτητες- συνεργασίες του με άλλες εφημερίδες και περιοδικά, η οικονομική του κατάσταση στάθηκε για πάντα η αδύνατη πλευρά του. Ήταν σπάταλος και ανοργάνωτος όσον αφορά τη διαχείριση των χρημάτων του.[εκκρεμεί παραπομπή] Όταν έπαιρνε το μισθό του, πλήρωνε τα χρέη του στην ταβέρνα του Κεχριμάνη στου Ψυρρή (όπου έτρωγε είκοσι εφτά ολόκληρα χρόνια), έδινε το νοίκι, έστελνε στη Σκιάθο, μοίραζε στους φτωχούς, σπαταλούσε χωρίς σκέψη για την αυριανή μέρα. Κι έτσι έμενε πάντα φτωχός και στενοχωρημένος, χωρίς να μπορεί να αγοράσει ακόμη και τα στοιχειώδη, ακόμα και ρούχα. Δεν μπορούσε να περιποιηθεί τον εαυτό του και η μεγάλη ανεμελιά του, συνοδευμένη από κάποια φυσική ραθυμία και νωθρότητα, με μια πλήρη αδιαφορία για τα βιοτικά, τον κρατούσε σε κατάσταση αθλιότητας. Άπλυτος, απεριποίητος, σχεδόν κουρελής, ενώ μπορούσε να ζει με αξιοπρέπεια, γιατί ήταν λιτότατος και ασκητικός, σκορπούσε τα λεφτά του και μόνο κάθε πρωτομηνιά είχε χρήματα στην τσέπη του. «Κατ’ έκείνην την ήμέραν συνέβη να είμαι πλούσιος..» έχει γράψει στο διήγημά του ” Πατέρα στο σπίτι” . Ενδεικτικό της σχέσης του με τα χρήματα είναι το περιστατικό που αναφέρει ο Παύλος Νιρβάνας: όταν ο Παπαδιαμάντης ξεκίνησε τη συνεργασία του με την εφημερίδα “Το Άστυ”, ο διευθυντής του προσέφερε για μισθό 150 δραχμές. Η απάντηση του Παπαδιαμάντη ήταν: «Πολλές είναι εκατόν πενήντα. Με φτάνουνε εκατό». Η βασανισμένη αυτή ζωή, η εντατική εργασία, το ξενύχτι και προπάντων το ποτό, που σιγά-σιγά του έγινε πάθος, καθώς και το τσιγάρο και η καθημερινή υπερβολική κούραση, κατέστρεψαν την υγεία του και τον έφεραν πρόωρα στο θάνατο.
Παρόλο που γενικά στη ζωή του φαινόταν απλησίαστος, παρόλο που του άρεσε η μοναξιά και η απομόνωση και δεν έπιανε εύκολα φιλίες, στο Περιοδικό “Νέα Εστία” (Χριστούγεννα 1940) διαβάζουμε για εκείνους που πλησίαζε και φανέρωνε τον πλούσιο εσωτερικό του κόσμο”.
Ελάχιστοι ήταν οι φίλοι του, όπως ο συγγραφέας και ερευνητής Γιάννης Βλαχογιάννης, ο ποιητής Μιλτιάδης Μαλακάσης και ένας δυο άλλοι. Ακόμα και προς το Βλάση Γαβριηλίδη, που του στάθηκε ως πατέρας και τον ενθάρρυνε και τον βοηθούσε πάντα σε κάθε δύσκολη στιγμή, δεν έδειξε την αγάπη, που ίσως, θα έπρεπε να δείξει.[εκκρεμεί παραπομπή] Του άρεσε να ζει στον κλειστό εσωτερικό του κόσμο και να ζητά την πνευματική ανακούφιση ζωγραφίζοντας τις αναμνήσεις του στα ποιήματά του και στον ποιητικότατο πεζό του λόγο, στα διάφορα διηγήματά του, που τα περισσότερα ξαναζωντανεύουν τους παλιούς θρύλους του νησιού του.
Αυτός ο περίεργος και απόκοσμος τρόπος ζωής, με την παράλληλη προσήλωσή του στην Ορθόδοξη Εκκλησία και τη λειτουργική της παράδοση, τον έκανε να μοιάζει με κοσμοκαλόγερο. Συνήθιζε να ψάλλει στον Ι. Ναό του Αγίου Ελισσαίου ως δεξιός ψάλτης, ενώ στον ίδιο ναό, έψαλλε ως αριστερός ψάλτης ο εξάδελφός του και συγγραφέας Αλέξανδρος Μωραϊτίδης και εφημέριος ήταν ο – Άγιος πλέον – παπα Νικόλας Πλανάς.
Ο Παπαδιαμάντης απεβίωσε τον Ιανουάριο του 1911, ύστερα από επιδείνωση της υγείας του. Η κηδεία του τελέστηκε μέσα στο πένθος όλων των απλών ανθρώπων του νησιού. Με την είδηση του θανάτου του, το πένθος έγινε πανελλήνιο. Έγιναν επίσημα μνημόσυνα στην Αθήνα, στην Πόλη, στην Αλεξάνδρεια και αλλού. Ορισμένοι ποιητές συνέθεσαν εγκωμιαστικά έργα (Μαλακάσης, Πορφύρας κ.ά.) και τα φιλολογικά περιοδικά της εποχής εξέδωσαν τιμητικά τεύχη, αφιερωμένα στη μνήμη του. Ο εκδοτικός οίκος Φέξη, λίγο αργότερα, άρχισε την έκδοση των έργων του, που έφτασαν τους έντεκα τόμους.
Στα 1924, ο Ελευθερουδάκης εξέδωσε τα Άπαντά του με αρκετά ανέκδοτα διηγήματα. Το 1925 πραγματοποιήθηκαν τα αποκαλυπτήρια της προτομής του στη Σκιάθο, ενώ στις εφημερίδες Ελεύθερον Βήμα και Πολιτεία δημοσιεύτηκαν τα τελευταία άγνωστα διηγήματά του. Το 1933 έγιναν ομιλίες μπροστά στην προτομή του για το έργο του, με την παρουσία και συμμετοχή τετρακοσίων Γάλλων διανοούμενων που επισκέφθηκαν τη Σκιάθο, καθώς και εκατόν πενήντα Ελλήνων λογοτεχνών και άλλων θαυμαστών του. Διηγήματα του Παπαδιαμάντη άρχισαν να εκδίδονται στα γαλλικά και πολλοί Γάλλοι ελληνιστές ασχολήθηκαν πλατύτερα με το έργο του. Το 1936 ο Γιώργος Κατσίμπαλης ετοίμασε την πρώτη βιβλιογραφία του, ενώ ξεκίνησε από τους Έλληνες λογοτέχνες η συστηματική κριτική του έργου του, άλλοτε θετική και άλλοτε αρνητική. Αν και η βιβλιογραφία γύρω από τη ζωή του είναι τεράστια, τόσο σε έκταση όσο και σε ποικιλία, σοβαρά κριτικά άρθρα, τα οποία να απορρέουν από μια αντικειμενική μελέτη του έργου του, δεν υπάρχουν ως το 1935.
«Τὴν χεῖρα σου τὴν ἀψαμένην τὴν κορυφὴν τοῦ Δεσπότου…». Ήταν το αγαπημένο εκκλησιαστικό τροπάριο του Παπαδιαμάντη και αυτό επέλεξε να εκτελέσει η βυζαντινή χορωδία στο φιλολογικό μνημόσυνο που έγινε στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 1961 για τη συμπλήρωση 50 χρόνων από το θάνατό του. Εκείνη τη βραδιά, στην αίθουσα του “Παρνασσού” μίλησαν ο λογοτέχνης Γεώργιος Βαλέτας και ο Φώτης Κόντογλου για τη θρησκευτικότητα του «Αγίου» των ελληνικών Γραμμάτων. Εξάλλου, ψέλνοντας ακριβώς αυτόν τον υπέροχο ύμνο από τις Μεγάλες Ώρες των Θεοφανείων ξεψύχησε:
“Τὴν χεῖρά σου τὴν ἁψαμένην, τὴν ἀκήρατον κορυφὴν τοῦ Δεσπότου, μεθ᾽ ἧς καὶ δακτύλῳ αὐτόν, ἡμῖν καθυπέδειξας, ἔπαρον ὑπὲρ ἡμῶν, Βαπτιστά, ὡς παρρησίαν ἔχων πολλήν· καὶ γὰρ μείζων τῶν Προφητῶν ἁπάντων, ὑπ᾽ αὐτοῦ μεμαρτύρησαι. Τοὺς ὀφθαλμούς σου πάλιν δέ, τοὺς τὸ Πανάγιον Πνεῦμα κατιδόντας, ὡς ἐν εἴδει περιστερᾶς κατελθόν, ἀναπέτασον πρὸς αὐτὸν Βαπτιστά, ἵλεων ἡμῖν ἀπεργασάμενος. Καὶ δεῦρο στῆθι μεθ᾽ ἡμῶν, ἐπισφραγίζων τὸν ὕμνον, καὶ προεξάρχων τῆς πανηγύρεως.”
Στη γενέτειρά του, τη Σκιάθο, οι εκδηλώσεις κράτησαν όλο το χρόνο, που είχε ονομαστεί «Έτος Παπαδιαμάντη». Σήμερα, η κάρα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη φυλάσσεται στον Ναό Γεννήσεως της Θεοτόκου Σκιάθου, ενώ ο τάφος του διατηρείται στο Κοιμητήριο του νησιού.