Σηκωνόταν ο Άγιος Παΐσιος, σηκωνόταν κι ο βάτραχος, και έκαμναν τις μετάνοιες τους μπροστά στον Σταυρό του Χριστού ! Εκεί,στον Σταυρό του παπά Τύχωνα !
....Όταν τελειώσαμε, ετοίμασε ο Γέρων
Παΐσιος το φαγητό ρύζι, ντοματούλες που είχε στον κήπο του και ψωμί, το οποίο ξήραινε ο ίδιος. Γέμισε το δικό μου πιάτο, ενώ στο δικό του έβαλε πολύ λίγο φαγητό. Διαμαρτυρήθηκα, λέγοντας του ότι δεν ήταν σωστό αυτό εκείνος να φάει ως ασκητής κι εγώ ως καλοφαγάς. Μου είπε τότε:
Τον ρώτησα με έκπληξη ποιος ήταν ο Μπαγιούμ, διότι ήξερα ότι δεν είχε κανένα υποτακτικό. Μου έδειξε τότε μια τριανταφυλλιά, την οποία είχε φυτέψει εκεί. Πήγε, στάθηκε μπροστά στην τριανταφυλλιά και είπε:
-Έλα, Μπαγιούμ, να καταλάβει αυτός ο άπιστος ο Αμφιλόχιος τι είναι η πραγματική υπακοή !
Όπως ήταν νωπό το χώμα εκεί γύρω από την τριανταφυλλιά, άρχισε τότε να σηκώνεται και βγήκε έξω ένας βάτραχος. Σας λέω αυτό, που είδα με τα μάτια μου. Στη συνέχεια είπε στο βάτραχο:
-Γύρνα τώρα, Μπαγιούμ, πίσω στη θέση σου και το βράδυ να πας να κάνεις την προσευχή σου !
Εξεπλάγην και τον ρώτησα τι είδους προσευχή έκαμνε ο Μπαγιούμ.
Την ίδια μέρα , με τη δύση του ήλιου,είχε πανσέληνο και εύκολα περπάτησα από το καλύβι μέχρι τον Τίμιο Σταυρό, σχεδόν απέναντι, και κάπως κρύφτηκα, γιά να μην δημιουργήσω ταραχή.
Είχε έναν μεγάλο σταυρό και σε λίγο βγήκε από το κελλί του ο γερο Παΐσιος, στάθηκε μπροστά στον σταυρό και άρχισε να κάνει τον σταυρό του.
Δεν πέρασε ούτε λεπτό – φαντάσου εξήντα δευτερόλεπτα – και άρχισε, μέσα στην σιγαλιά της νύχτας, ένα ντούπ, ντούπ, ντουπ.
-Έλα, Μπαγιούμ, έλα Μπαγιούμ, έλα, ας υποθέσουμε να πούμε, έλα να κάνουμε τις μετάνοιες μας, μπροστά στον σταυρό του Χριστού!
Το ντουπ-ντουπ συνεχίστηκε. Μπαγιούμ όνομα από τους Βεδουΐνους του Σινά, αλλά κανένας δεν φαινόταν.
Και, νάτος. Ένας πελώριος βάτραχος – μπράσκες τους λένε αλλού – ήρθε με πηδηματάκια και στάθηκε δίπλα στον γέροντα.
Σηκωνόταν ο Άγιος
Παΐσιος ,σηκωνόταν κι ο βάτραχος, και έκαμναν τις μετάνοιες τους μπροστά στον Σταυρό του Χριστού.Εκεί, στον Σταυρό του παπά Τύχωνα !