Ακούγαμε στην τράπεζα μια από τις παλιές συνάξεις του πατρός Συμεών που έκανε στους νέους, και ρωτούσε κάποια ψυχή τι μπορούμε να κάνουμε για να σωθούμε.
Ούτε προσευχή καθαρή μπορούμε να έχουμε, λέει, ούτε αρετές άλλες να προσφέρουμε στον Θεό. Τίποτε από όλα αυτά. Τι μπορούμε να κάνουμε; Ό,τι κάνουμε είναι φορτισμένο από το εγώ. Και έτσι είναι. Και στην καλύτερη σκέψη που κάνουμε, μπαίνει και σιγοντάρει το εγώ. Ο άνθρωπος είναι πολύ επικίνδυνος. Η αμαρτία, ξέρετε, είναι μία, η υπερηφάνεια· τίποτε άλλο. Όλα τα άλλα είναι διακλαδώσεις, εκδηλώσεις της μιας και της αυτής αμαρτίας που λέγεται υπερηφάνεια. Όλα από το εγώ ξεκινούν.
Αναφερόταν εκεί –στην ομιλία που ακούγαμε– στο βιβλίο «Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού». Αυτός ο προσκυνητής στόχο είχε να εμπεδώσει μέσα του την ευχή του Ιησού. Και καθώς προσπαθούσε και δεν μπορούσε να τα καταφέρει, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε, ούτε προσευχή καθαρή. Αλλά τι θα κάνουμε; Θα προσευχόμαστε έστω και ακάθαρτα. Δηλαδή όλος ο αγώνας που μπορεί να κάνει η ψυχή, είναι να προσεύχεται έστω και έτσι. Κάτι πρέπει να κάνουμε. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει αυτό που κάνει ο Θεός, αλλά και ο Θεός δεν μπορεί να κάνει αυτό που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος. Και αυτό που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος είναι ακριβώς αυτό που είπαμε προηγουμένως, να προσεύχεται έστω και με ακάθαρτη καρδιά.
Και αν θέλετε να μιλήσω από την ταπεινή μου προσωπική πείρα, χρειάζεται υπακοή στο θέλημα του Θεού, στις εντολές του. Ανά πάσαν στιγμήν ξέρουμε πολύ καλά ποιο είναι το θέλημα του Θεού και ποια είναι η εντολή του και τι πρέπει να κάνουμε. Να μην ξεφεύγουμε, όσο κι αν μας στοιχίζει. Μόνο τότε λυτρώνεται η ψυχή, μόνο τότε θεραπεύεται. Όση αρετή και να έχει κανείς, αν δεν κόβει το θέλημά του, δεν θεραπεύεται η ψυχή του.
Μας λείπει τελικά η πίστη. Όχι η ψιλή, η θεωρητική πίστη αλλά η πίστη η προσωπική, η βιωματική, με την έννοια της αναφοράς της ζωής μας στον Θεό. Αυτό να διερωτηθούμε: Έχουμε τέτοια πίστη; Αναθέτουμε τη ζωή μας εξ ολοκλήρου στο θέλημα του Θεού; Αγκαλιάζουμε κάθε φορά αυτό που οικονομεί και επιτρέπει ο Θεός για μας; Αυτή είναι η υπακοή στο θέλημά του. Όλα τα άλλα είναι ανθρώπινες επινοήσεις, ανθρώπινες σκέψεις, και αντί κανείς τελικά να ξεμπλοκαριστεί και να θεραπευτεί, αρρωσταίνει ακόμη πιο πολύ. Και αδικούμε τον εαυτό μας.
Όταν κανείς έχει το κουράγιο να τα αφήσει όλα στον αγαθό Θεό, τότε και σ’ αυτή τη ζωή είναι άνετος, χαρούμενος. Δεν κερδίζει δηλαδή ο σωστός χριστιανός απλώς την άλλη ζωή, αλλά κερδίζει ταυτόχρονα και αυτήν. Δεν φοβάται τίποτε. Ξεφεύγει από όλα τα ψυχολογικά ζορίσματα και μπλοκαρίσματα, ξεφεύγει από όλες τις καταστάσεις δυστυχίας, γιατί ξέρει ότι ερήμην του Θεού δεν γίνεται τίποτε. Ο Θεός είναι παρών πάντοτε και ο Θεός είναι αγαθός, δεν είναι κακός. Ζητάει το καλό μας. Επομένως, ό,τι και να οικονομήσει, ό,τι και να επιτρέψει, για τη σωτηρία μας είναι. Αλλά εμείς με το μυαλό μας και με την εξυπνάδα μας ανησυχούμε και αναρωτιόμαστε συνεχώς: «Γιατί και πώς; Τι θα γίνει;» και διαμαρτυρόμαστε: «Δεν μπορώ, δεν αντέχω…»
Ξέρετε, μπορούμε να αποφύγουμε πάρα πολλά πράγματα και να είμαστε πολύ χαρούμενοι, πολύ ευτυχισμένοι. Να μην πούμε: «Ο καθένας μπορεί να το πετύχει αυτό», για να μην τα βλέπουμε ανθρώπινα τα πράγματα, αλλά «Ο καθένας μπορεί να φτάσει σ’ αυτό», συν Θεώ φυσικά. Πόσες φορές έχει πει ο πάτερ Συμεών: «Αγχώνονται οι κοσμικοί, αγχωνόμαστε και εμείς οι χριστιανοί. Θυμώνουν οι κοσμικοί, θυμώνουμε και εμείς. Αδημονούν οι κοσμικοί, και εμείς μαζί. Γιατί; Επειδή μας λείπει η χάρη». Άλλο μεγάλο κεφάλαιο: Οι σύγχρονοι χριστιανοί δεν μιλάμε καθόλου για τη χάρη, για το Άγιο Πνεύμα, και αυτό επειδή δεν μας ενδιαφέρει το θέμα «σωτηρία». Αυτά τα δύο, σωτηρία και χάρη, μαζί πάνε, δεν είναι χωριστά το ένα από το άλλο. Όταν κανείς δεν ζητάει στη ζωή του τη χάρη του Θεού, να τον επισκιάσει η χάρη, το Άγιο Πνεύμα, και θέλει μόνο το δικό του να περνάει, δυσκολεύει μόνος του τα πράγματα.
Προσπαθούμε μέσα στην ψεύτικη αυτή ζωή που ζούμε, να αισθανόμαστε ταυτόχρονα και χαρά, αλλά δεν είμαστε ποτέ χαρούμενοι. Και αν κάποιες φορές είμαστε, είναι κάτι καθαρά ψυχολογικό, χαιρόμαστε δηλαδή γιατί κάτι πετύχαμε, κάτι αποκτήσαμε. Άλλο ο παράδεισος, που μπορεί κανείς να τον ζει και από αυτή τη ζωή, και άλλο η δική μας απλώς καλή ψυχολογική κατάσταση. Κάτι είναι και αυτό βέβαια· προκειμένου να είναι κανείς στο κρεβάτι, άρρωστος, να πέσει σε βαριά κατάθλιψη και να μην μπορεί να επιβιώσει σ’ αυτή τη ζωή, κάτι είναι και αυτό. Δεν είναι όμως το ζητούμενο.
Από την άλλη μπορεί κανείς να είναι άρρωστος, αλλά παράλληλα να είναι πολύ σωστός χριστιανός. Να κάνει τον αγώνα του, να ασκεί την υπομονή του, γιατί γνωρίζει μέσα του ότι για το καθετί που συμβαίνει ξέρει ο Θεός. Ξέρει ο Θεός· εμείς δεν ξέρουμε. Γνωρίζουμε όμως ότι ξέρει ο Θεός, και έτσι αναπαυόμαστε.
Γερόντισσα Φιλοθέη