Λόγω της ύψιστης σημασίας που έχει η Ανάσταση του Χριστού, πολεμήθηκε όσο κανένα άλλο γεγονός.
Αλλά για τον ίδιο λόγο και αποδεικνύεται η ιστορικότητά της, όσο κανένα άλλο γεγονός της παγκοσμίου ιστορίας.
Η επαλήθευση των προφητειών και των προρρήσεων του ίδιου του Χριστού, ο άδειος τάφος με τα οθόνια αδιατάρακτα, οι μαρτυρίες των μυροφόρων γυναικών, οι μαρτυρίες των μαθητών που υπήρξαν αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες του τάφου, του αγγέλου και των εμφανίσεων του Αναστάντος, η μετάνοια των ανθρώπων, η ίδρυση της εκκλησίας, καθιστούν το γεγονός αναντίλεκτο.
Γελοίος υπήρξε ο ισχυρισμός των σταυρωτών του Χριστού ότι οι μαθηταί έκλεψαν το σώμα και διέδωσαν ψευδώς ότι αναστήθηκε. Ένα γεγονός λαμπρότερο από τον ήλιο δεν μπορούσε να επισκιαστεί από τον κονιορτό των ψευδολογιών που εξαπέλυσε το ηττημένο ιουδαϊκό ιερατείο.
Σειρά ερωτημάτων αποδεικνύει τη γελοιότητα του ισχυρισμού:
Αν το σώμα του Χριστού το έκλεψαν οι μαθηταί του, σύμφωνα με τη συκοφαντική δυσφήμηση των αρχιερέων, γιατί δεν το έκλεψαν προτού εγκατασταθεί φρουρά στον τάφο; Και πώς τόλμησαν οι μαθηταί να πλησιάσουν τον τάφο, για να κλέψουν το σώμα, αφού τρομοκρατήθηκαν και διασκορπίστηκαν ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα, πριν ακόμη εκπνεύσει ο Ιησούς πάνω στο σταυρό;
Και πώς είδαν τους «κλέφτες» οι φύλακες, αφού εκοιμώντο; Οι κοιμώμενοι βλέπουν; Γνωρίζουμε ότι συχνά βλέπουν βέβαια, αλλ’ αυτά που βλέπουν είναι όνειρα. Πώς μπορούν να λογαριαστούν για μάρτυρες οι κοιμώμενοι φύλακες; Και πώς κοιμήθηκαν όλοι οι φρουροί, όντας στρατιώτες του αυστηροτέρου στρατού του κόσμου, του ρωμαϊκού, που προέβλεπε θάνατο στον κοιμώμενο φρουρό; Και πώς δεν ξύπνησαν από το θόρυβο της αποκυλίσεως του τεραστίου λίθου, που έκλεινε την είσοδο του τάφου; Πώς δεν ξύπνησε κανένας; Τόσο βαθιά εκοιμώντο όλοι;
Και πώς οι μαθηταί, όταν μπήκαν στον τάφο για να κλέψουν το σώμα του Χριστού, δεν άρπαξαν το σώμα, όπως ήταν τυλιγμένο με τα οθόνια, και δεν έφυγαν αμέσως, πριν ξυπνήσουν οι φρουροί και τους συλλάβουν; Γιατί χρονοτρίβησαν προκειμένου να βγάλουν τα οθόνια; Και τι νόημα είχε να βγάλουν τα οθόνια; Και πως δεν διαταράχτηκε το σχήμα των οθονίων, αλλά παρέμειναν ατόφια στο σχήμα του σώματος του Χριστού; Και πώς ξεκόλλησαν το σώμα από τα οθόνια που είχαν κρυσταλλώσει και είχαν γίνει ένα πράγμα με τη σάρκα; Και γιατί πήραν το σώμα γυμνό;
Και γιατί οι Ρωμαίοι στρατιώτες δεν καταδίωξαν και δεν συνέλαβαν τους «κλέφτες» και δεν πήραν το σώμα του νεκρού πίσω και δεν το παρέδωσαν στους Ιουδαίους για να το περιφέρουν μέσα στην Ιερουσαλήμ, για να δουν οι άνθρωποι ότι δεν αναστήθηκε, αλλά εκλάπη; Και γιατί δεν τιμωρήθηκαν οι μαθηταί για την κλοπή και οι φύλακες για την αμέλειά τους και τον ύπνο τους σε ώρα υπηρεσίας;
Οι φύλακες, αν τελικά εκοιμώντο και οι μαθηταί βρήκαν τον τάφο αφύλακτο και έκλεψαν το σώμα, θα προτιμούσαν να πουν ότι το σώμα αναστήθηκε, παρά να ομολογήσουν ότι εκοιμώντο. Διότι μια τέτοια ομολογία θα ήταν αυτοκαταδίκη τους. Αλλά παρά ταύτα είπαν ότι εκοιμώντο. Γιατί; Διότι έτσι τους είπαν οι αρχιερείς να πουν, έτσι τους συνέφερε, προκειμένου να συκοφαντήσουν την Ανάσταση. Έτσι συνέφερε και στους φύλακες, που πληρώθηκαν αδρά. Όντως γελοία η μαρτυρία των στρατιωτών. Η μαρτυρία τους μεταβάλλεται σε επιχείρημα υπέρ της Αναστάσεως. Διότι αυτοί πήγαν στον Πιλάτο και ζήτησαν φρουρά. Αυτοί σφράγισαν τον τάφο. Αυτοί αυτοδιαψεύστηκαν.
Και πότε μπορούσαν οι μαθηταί να κλέψουν το σώμα; Το Σάββατο; Μα το Σάββατο απαγορεύονταν κάθε κίνηση λόγω αργίας. Και πώς θα έπειθαν το λαό ότι αναστήθηκε; Τί θα έλεγαν; Τί θα έκαναν; Με τι καρδιά θα υποστήριζαν οι δειλοί αυτοί ένα νεκρό; Ποια ανταμοιβή θα περίμεναν από το νεκρό; Αυτοί, ενώ ακόμη ζούσε ο Διδάσκαλός τους και απλώς πιάστηκε, έφυγαν και τον εγκατέλειψαν. Και μετά το θάνατό του επρόκειτο να υποστηρίξουν με θάρρος ένα ψέμα, αν δεν είχε αναστηθεί; Με ποια λογική; Θα έπλαθαν την Ανάσταση αυτοί που άκουσαν να τους λέει ο Χριστός πολλές φορές ότι «την τρίτη ημέρα θ’ αναστηθώ» και τελικά δεν αναστήθηκε και εξαπατήθηκαν;
Για ποιο λόγο θα μπουν σε νέα περιπέτεια και σε κινδύνους για ένα ψέμα; Και πού θα στηρίζονταν για τη διάδοση του ψεύδους; Στην ανύπαρκτη δεινότητα του λόγου τους, αυτοί που ήταν οι πιο αμαθείς απ’ όλους; Στα πολλά χρήματα; Μα αυτοί ούτε παπούτσια δεν είχαν, ούτε ένα ραβδί. Στην ένδοξη καταγωγή τους; Αλλ’ αυτοί ήταν άσημοι, προερχόμενοι από άσημους προγόνους. Από το πλήθος τους; Μα αυτοί 11 ήταν όλοι κι όλοι! Στις υποσχέσεις του Διδασκάλου τους; Μα αφού εκείνος δεν αναστήθηκε, ούτε και οι υποσχέσεις του ήταν αληθινές. Και με ποιο σθένος; Ο κορυφαίος από τους μαθητάς δεν μπόρεσε ν΄ αντέξει τον έλεγχο της θυρωρού. Και οι υπόλοιποι, όταν τον είδαν δεμένο, διασκορπίστηκαν. Πώς θα πήγαιναν αυτοί σ’ όλη την οικουμένη και θα κήρυτταν ένα μύθο;
Ό,τι και να κάνουν κι ό,τι κι αν πουν οι εχθροί της αλήθειας, οι τότε και οι νυν, η Ανάσταση του Χριστού είναι ένα γεγονός. Το μέγιστο γεγονός της ιστορίας του κόσμου. Και έχει υψίστη και πολλαπλή σημασία. Η Ανάσταση του Χριστού είναι η βάση της πίστεως, πάνω στην οποία στηρίζεται όλο το οικοδόμημα της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Η Ανάσταση του Χριστού αποδεικνύει τη θεότητά του. Ο Χριστός έλεγε ότι είναι Υιός του Θεού, μία ουσία με τον Πατέρα, ότι ο ίδιος θα ανέσταινε το σώμα του («Λύσατε τον ναόν τούτον και εν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν»). Και το απέδειξε! Αν δεν ανασταινόταν, θ’ αποδεικνυόταν πλάνος. Αλλά τώρα, με την Ανάστασή Του απέδειξε ότι είναι αληθινός, ότι είναι ο Κύριος της ζωής και του θανάτου, Κύριός μας και Θεός μας!
Χωρίς την Ανάσταση, όλα θα ήταν μάταια και θα είχαν καταρρεύσει. Με την Ανάσταση όλα αποκτούν νόημα, ωραιότητα και θέλγητρο. Η Ανάσταση γεμίζει τα πάντα με ελπίδα, αισιοδοξία, χαρά και δόξα!
«Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός
ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια·
εορταζέτω γουν πάσα κτίσις την έγερσιν Χριστού.
εν η εστερέωται.»
Κι εμείς λοιπόν, πιστεύοντας στην Ανάσταση του Χριστού, σωζόμαστε και δοξαζόμαστε. Κατά την ημέρα της κοινής αναστάσεως, θ΄ αναστηθούμε με σώμα άφθαρτο και ένδοξο, όμοιο με το αναστημένο σώμα του Κυρίου.
Έτσι, δυνατοί με τη σιγουριά της αναστάσεως και της αιωνίου ζωής, μπορούμε να μυκτηρίσουμε μαζί με τον απόστολο Παύλο το θάνατο:
«Πού σου θάνατε το κέντρον;
Πού σου άδη το νίκος;»
Αθανάσιος Γ. Σιαμάκης, αρχιμανδρίτης
theomitoros