Υπάρχουν στιγμές στη ζωή μας που αναφωνούμε «γιατί θεέ μου;» ή «γιατί σε εμένα;» θεωρώντας ότι ο Θεός είναι άδικος ή δε μας λυπάται. Ο Θεός εκεί που δεν το περίμενες και δεν το καταλάβαινες, έκανε την οικονομία του, έκανε τη συγκατάβασή του και δεν σε λυπήθηκε, αλλά άφησε να πονέσεις και να πάθεις κάτι που είναι χειρότερο από έναν πόνο, ακριβώς για να σε ελεήσει.
Ή μπορεί να είναι κάτι εντελώς μέσα στην ψυχή σου, που κανένας δεν το παίρνει είδηση, αλλά για σένα είναι το χειρότερο που θα μπορούσε να υπάρχει μέσα σου. Όπως είπα, φθάνει κανείς μέχρι του σημείου να πεί ενώπιον του Θεού: «όλα τα άλλα, Θεέ μου, κι αν έρχονταν, καλώς τα να έρχονταν, αλλά αυτό να μην ερχόταν, Θεέ μου». Όχι απλώς λέει κανείς ότι είναι βαρύ, αλλά δεν θα ήθελε καν να έρθει.
Όμως, αν τελικά κανείς πεί «να ’ναι ευλογημένο, Θεέ μου» και παραδοθεί στον Θεό, βλέπει μετά -όπως είπα προηγουμένως, δεν αμφιβάλλω καθόλου γι’ αυτό που θα πω- ότι το καλό που βγήκε από αυτό και συντελέσθηκε μέσα του όχι απλώς είναι μεγάλο καλό, σπουδαίο καλό, αποκάλυψη πραγματική στην ψυχή, αλλά δεν θα έβγαινε αυτό το μεγάλο καλό, αν δεν συνέβαινε εκείνο το οποίο δεν το ήθελε κανείς με τίποτε να έρθει, και για το οποίο έλεγε:
«Όλα τα άλλα ας έρχονταν, Θεέ μου, αλλά αυτό να μην ερχόταν». Βλέπει μάλιστα κανείς το καλό έτσι, σαν να το ψηλαφά. Οπότε, πίσω από αυτό που του συνέβη, βλέπει την αγάπη του Θεού που δεν τον λυπήθηκε. Και είναι πολύ σημαντικό να νιώσεις τι σημαίνει ότι δεν σε λυπήθηκε ο Θεός. Διότι ο Θεός, καθώς ξέρει ότι τελικά θα πείς «να ’ναι ευλογημένο, Θεέ μου», δεν σε λυπάται και επιτρέπει να σουβλιστείς για τα καλά, να πληγωθείς, να πονέσεις, να ματώσεις. Μερικές φορές μοιάζει σαν να πάει κανείς να τρελαθεί.
Και τότε βλέπεις την απέραντη, την ανεξιχνίαστη αγάπη του Θεού, την οποία δεν μπορείς να τη μετρήσεις, αλλά μόνο τη νιώθεις, τη ζείς. Και η ψυχή ακόμη περισσότερο ωφελείται, καθώς όχι μόνο «διήλθε διά πυρός και ύδατος»(1), όπως λέει ο ψαλμωδός, όχι μόνο πόνεσε, μάτωσε και βλέπει ότι βγήκε καλό, αλλά κυρίως καθώς μυείται έτσι στην αγάπη του Θεού, στην όλη συγκατάβαση του Θεού· μυείται σε όλο το μυστήριο, ότι δηλαδή σε ανέλαβε ο Θεός, σε πήρε από το χέρι ο Θεός και είσαι πιά του Θεού.
Δεν μπορούμε να το καταλάβουμε. Είναι κάτι που το κάνει ο Θεός. Το θέμα δεν είναι ότι εσύ έκανες κάτι, έφθασες κάπου και τώρα είσαι σπουδαίος και επομένως με το σπαθί σου γίνεσαι του Θεού. Το θαυμαστό είναι ότι ο Θεός, εκεί που δεν το περίμενες και δεν το καταλάβαινες, έκανε την οικονομία του, έκανε τη συγκατάβασή του και δεν σε λυπήθηκε, αλλά άφησε να πονέσεις και να πάθεις κάτι που είναι χειρότερο από έναν πόνο, ακριβώς για να σε ελεήσει.