Η Παναγία Εκατονταπυλιανή βρίσκεται στην Παροικία, πρωτεύουσα της Πάρου και θεωρείται από τους αρχαιότερους χριστιανικούς ναούς. Στο ναό αποδίδονται δύο ονομασίες: «Καταπολιανή» και «Εκατονταπυλιανή». Και οι δύο είναι σύγχρονες και βρίσκονταν σε παράλληλη χρήση από τα μέσα του 16ου αι. Σήμερα, η επίσημη ονομασία του ναού είναι Εκατονταπυλιανή. Μάλιστα, η παράδοση που διασώζεται μέχρι σήμερα σχετικά με την ονομασία αυτή έχει ως εξής: «Ενενήντα εννέα φανερές πόρτες έχει η Καταπολιανή. Η εκατοστή είναι κλειστή και δεν φαίνεται. Θα φανεί η πόρτα αυτή και θα ανοίξει, όταν οι Έλληνες πάρουν την Πόλη». Από τον νάρθηκα μπαίνουμε στον κυρίως Ναό (30Χ25 μέτρα). Η εντύπωση είναι συγκλονιστική. Το μέγεθος, η λιτότητα, η εσωτερική ενότητα και η αρχαιοπρέπεια αυτού του ναού μάς συναρπάζουν. Προχωρούμε στο κέντρο του ναού. Εσωτερικά ο σταυρόσχημος αυτός ναός έχει στο βόρειο, το νότιο και το δυτικό σκέλος του κιονοστοιχίες στο κάτω μέρος, ενώ στο επάνω, δηλαδή στον γυναικωνίτη, πεσσοστοιχίες. Οι κιονοστοιχίες και οι πεσσοστοιχίες παρακολουθούν το σχέδιο του σταυρού, που σχηματίζεται με τους τέσσερις θόλους στο μέσον και τα σταυροθόλια στα πλάγια. Εκεί που διασταυρώνονται οι τέσσερις θόλοι βρίσκεται ο τρούλλος, ο οποίος στηρίζεται στα τέσσερα σφαιρικά τρίγωνα και στους τέσσερις μεγάλους πεσσούς. Στα δύο από τα τέσσερα σφαιρικά τρίγωνα, πάνω στα οποία στηρίζεται ο τρούλλος, εικονίζονται εξαπτέρυγα σεραφείμ. Τέτοια σεραφείμ σε σφαιρικά τρίγωνα συναντούμε στην Αγία Σοφία της Κων/πολης. Γνωρίζουμε ότι οι Βυζαντινοί είχαν την συνήθεια να κτίζουν τους ναούς τους πάνω από προχριστιανικά, δηλ. ειδωλολατρικά κτίσματα. Αυτό το έκαναν για δύο λόγους. Ο ένας ήταν καθαρά πρακτικός, γιατί έτσι έβρισκαν έτοιμα υλικά, μάρμαρα, κολώνες κ.λπ., που τα χρησιμοποιούσαν στους δικούς τους ναούς. Ο δεύτερος ήταν ψυχολογικός. Ήθελαν δηλαδή να αποδείξουν και μ\’αυτόν τον τρόπο ότι η νέα θρησκεία νίκησε την παλαιά. Έτσι λοιπόν, η Εκατονταπυλιανή κτίστηκε πάνω σε ένα προχριστιανικό κτίσμα, το οποίο ανακαλύφθηκε από τον καθηγητή Ορλάνδο κατά την αναπαλαίωση του ναού. ΄Ηταν ένα «Γυμνάσιο» (γυμναστήριο) ρωμαϊκής εποχής, με ένα θαυμάσιο μωσαϊκό δάπεδο με τους άθλους του Ηρακλέους, το οποίο έχει μεταφερθεί σήμερα στην αυλή του Αρχαιολογικού Μουσείου Πάρου.
Βρισκόμαστε στο κέντρο του ναού. Το βλέμμα μας πλανιέται ψηλά, στους θόλους και τον τρούλλο. Ο ανατολικός και ο νότιος θόλος σώζονται ανέπαφοι. Το ίδιο και το κάτω μέρος του τρούλλου. Παρατηρούμε σ\’αυτούς εναλλασσόμενες κανονικά λωρίδες κιτρινωπού, πράσινου και ερυθρού πωρόλιθου, που έχουν έντονο διακοσμητικό χαρακτήρα και φανερώνουν ότι αρχικά οι θόλοι και ο τρούλλος της Ιουστινιάνειας «Καταπολιανής» δεν είχαν καλυφθεί με ψηφιδωτά ή τοιχογραφίες. Ο βόρειος όμως θόλος και ο δυτικός, που είχαν καταπέσει στους σεισμούς του 1773, έχουν ξανακτισθεί. Ο βόρειος πάλι με δικούς του πωρόλιθους που δεν έχουν όμως καμμία χρωματική τάξη, ενώ ο δυτικός θόλος και το άνω μέρος του τρούλλου αποκαταστάθηκαν κατά την αναπαλαίωση του ναού με άλλα υλικά, αφού οι πωρόλιθοί τους είχαν εντελώς καταστραφεί. Στο κέντρο του ναού, ακριβώς κάτω από τον τρούλλο, υψωνόταν κάποτε ο μαρμάρινος άμβωνας. Ο καθηγητής Ορλάνδος είχε βρεί κατά την αναπαλαίωση του ναού πολλά κομμάτια απ\’αυτόν και είχε σκοπό να τον αναστυλώσει στην αρχική του θέση. Στον πλησίον του τέμπλου δεξιό πεσσό που στηρίζει τον τρούλλο βρίσκεται ο δεσποτικός θρόνος, ξυλόγλυπτος, επιχρυσωμένος, με μια θαυμάσια μεταβυζαντινή εικόνα του Αρχιερέα Χριστού του έτους 1759, ενώ στον πίσω αριστερό πεσσό βρίσκεται ο νεώτερος άμβωνας του ναού, του 17ου αι., στηριγμένος σε δύο μαρμάρινες κολώνες.