Ο πατήρ Ευμένιος έλεγε ότι, κάποιο βράδυ, αφού ετοίμασε τον πατέρα Νικηφόρο και τον έβαλε να κοιμηθή, πήγε κι αυτός στο κελλάκι του να αναπαυθή.
Δεν τον έπαιρνε, όμως, ο ύπνος. Είχε μια έντονη ανησυχία, μήπως κάτι δεν έκανε καλά, μήπως δεν έκλεισε καλά τη σόμπα. Αυτά και άλλα πολλά περνούσαν άπ’ τον λογισμό του. Σηκώνεται, λοιπόν, και πηγαίνει στο κελλάκι του Παππούλη.
Για να μη τον ενοχλήση, αν τον είχε πάρει ο ύπνος, θεώρησε καλό να μη κτυπήση την πόρτα, ούτε να πή το “Δι’ ευχών των αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός, ελέησον ημάς” και να περιμένη την απάντηση από μέσα του “Αμήν”, όπως γίνεται μεταξύ μοναχών. Ανοίγει σιγά-σιγά την πόρτα και, τι να δή; Βλέπει τον πατέρα Νικηφόρο να αιωρήται ως ένα μέτρο από το έδαφος με τα χέρια υψωμένα και να προσεύχεται.
Το πρόσωπό του έλαμπε υπέρ τον ήλιο. Μόλις αντίκρυσε αυτό το όντως φοβερό θέαμα ο πατήρ Ευμένιος, χωρίς να μιλήση καθόλου έκλεισε πολύ προσεκτικά την πόρτα και έτρεξε στο κελλάκι του. Εκεί έπεσε με το πρόσωπο στο έδαφος και άρχισε να κλαίη με στεναγμούς, μήπως στενοχώρησε τον Παππούλη του που δεν κτύπησε την πόρτα και τον είδε σε αυτή την θαυμαστή στάση.
Αλλά έκλαιγε και από χαρά, διότι είδε ιδίοις όμμασι πόσο μεγάλος και ενάρετος ήτο ο πνευματικός του Πατέρας, ο πατήρ Νικηφόρος. Το πρωί, που πήγε ως συνήθως για να τον διακονήση, του έβαλε εδαφιαία μετάνοια και του ζήτησε να τον συγχωρήση για το παράπτωμά του. Εκείνος, με ένα ελαφρό μειδίαμα, τον συγχώρησε αμέσως και του είπε να μην φανερώση σε κανένα ο,τι είδε, όσο ο ίδιος θα ζούσε ακόμη.
Εδιηγειτο, ακόμη, ο πατήρ Ευμένιος ότι, κάποιο βράδυ, πολλά χρόνια μετά την κοίμηση του πατρός Νικηφόρου, επειδή είχε πολλά κουνούπια και άλλα έντομα το κελλί του, θεώρησε καλό να κλείση τις πόρτες και το παράθυρο και να αδειάση ένα ολόκληρο μεγάλο μπουκάλι ισχυρό εντομοκτόνο μέσα εκεί˙ και μετά έπεσε να κοιμηθή. Δεν θα ξυπνούσε όμως ποτέ, εάν δεν εμφανιζόταν ο πατήρ Νικηφόρος να τον ξυπνήση, να τον πιάση από το χέρι και να τον βγάλη έξω από το κελλί. Και, πριν ακόμη συνειδητοποίηση καλά-καλά ο πατήρ Ευμένιος τι είχε γίνει, εκείνος του είπε: “Παιδί μου, μη μπής μέσα πάλι στο κελλί σου, αν δεν άνοιξης πρώτα τις πόρτες και το παράθυρο, για να αερισθή καλά”. Και αμέσως μετά έγινε άφαντος. Όταν, ύστερα από αρκετή ώρα, ο πατήρ Ευμένιος συνήλθε και κατάλαβε το θαύμα που του έγινε, ευχαρίστησε με όλη του την καρδιά τον πατέρα Νικηφόρο, τον αγαπημένο του Παππούλη, που τον έσωσε από βέβαιο θάνατο…