Η Αννα Τσιλιμπούρη του Χαραλάμπους και της Κυριακούλας κάτοικος Αιγίου (Χρυσοστόμου Σμύρνης 6) διηγείται (έτος 1983) τα εξής:
«Πατρίδα μου είναι τα Σκουπιά της Προικονήσου. Στο Αίγιο ήλθαν οι γονείς μου πρόσφυγες με τον ξεριζωμό του 1922. Εγώ ήλθα εδώ κοριτσάκι εξ ετών. Σε ηλικία 23 περίπου χρονών μου συνέβη, ένα σοβαρό περιστατικό.
Δούλευα στο σταφιδεργοστάσιο του Παπαγεωργίου. Κατά την ώρα της εργασίας μου γλίστρησα κι έπεσα. Αυτό το πέσιμο μου έγινε αιτία μιας μεγάλης μου ταλαιπωρίας, διότι, μετατοπίσθηκαν δυο σπόνδυλοι της σπονδυλικής μου στήλης, ο ένατος και ο δέκατος. Οι γιατροί δεν έκαμαν σωστή διάγνωση με συνέπεια να χειροτερέψει η κατάστασή μου και να καταλήξω ολότελα παράλυτη. Ο ορθοπεδικός κ. Μηνιάτης στην Πάτρα με έβαλε στο γύψο. Έμεινα έτσι ακίνητη στο σπίτι μου 18 ολόκληρους μήνες.
Μια ημέρα η μητέρα διαπίστωσε ότι ο γύψος και το στρώμα μου είχαν γεμίσει αίματα. Καλέσαμε στο τηλ. τον κ. Μηνιάτη από την Πάτρα. Είπε πώς το πρόγραμμά του δεν του επέτρεπε να έλθει και πρότεινε να καλέσωμε τον κ. Παπαχρυσάνθου, να βγάλη το γύψο και να μου περιποιηθεί τις πληγές πού προκάλεσαν το αιμάτωμα.
Έγιναν όλ αυτά από τον ιατρό κ. Παπαχρυσάνθου, εγώ όμως εξακολουθούσα να είμαι παράλυτη. Ο κ. Μηνιάτης συμβούλεψε να με πάνε πάλι στην Πάτρα για να μου ξαναβάλει το γύψο. Ο αδελφός μου ο Νίκος ετοιμαζόταν να με πάη. Τότε επεμβαίνει η μητέρα μου και λέγει:
-Ως τώρα, του είπε, σε άκουσα και γυρίζουμε στους γιατρούς χωρίς αποτέλεσμα. Τώρα δεν θα σε ακούσω άλλο. Θα πάω την κοπέλα πρώτα στην Αγία Αννα και ύστερα πήγαινε εσύ όπου θέλεις.
Με σήκωσαν τέσσαρες γυναίκες. Μία κρατούσε το κεφάλι, η άλλη τα πόδια και οι άλλες δυο δεξιά και αριστερά το κορμί και με πήγαν στην Εκκλησία της Αγίας Άννας στο Συνοικισμό.
Ήταν τότε η ξύλινη Εκκλησία. Εφημέριος ήταν ο π. Ανδρέας Κουμπέτσος.
Ετοίμασαν να γίνη αγιασμός και με έστησαν καθιστή στο δάπεδο του ναού. Μου κρατούσαν την πλάτη να σταθώ γιατί από μόνη μου δεν μπορούσα να μείνω σ αυτή τη στάση. Ύστερα μου έφεραν την εικόνα της Αγίας Αννας αυτή πού είναι τώρα στο προσκυνητάρι με τα χρυσά αφιερώματα, και μου την έβαλαν όρθια στα γόνατά μου. Ο π. Ανδρέας άρχισε να ψάλλη αγιασμό.
Αμέσως τότε η εικόνα δίνει μια σπρωξιά και με ξαπλώνει ύπτια κάτω. Στη συνέχεια όρθια η εικόνα άρχισε να κινήται πέρα δώθε και να τρίβεται πάνω στο σώμα μου από το κεφάλι μέχρι τα πόδια.
Απ εκεί πεταγόταν πάλι στο κεφάλι και συνέχιζε να κάνη το ίδιο. Αυτό συνεχιζόταν μέχρι πού τελείωσε ο αγιασμός πού ούτε κατάλαβε πώς τον έψαλε ο π. Ανδρέας, ο οποίος δεν είχε απλώς φοβηθή, αλλά είχε πάθει φρίκη, τόσο πού τα γένεια του είχαν σηκωθή όρθια από τον τρόμο του. Εγώ ζούσα φοβερή στιγμή.
Είχα τρομάξει, τα είχα χάσει. Άπλωνα τα χέρια, ζητούσα βοήθεια, οι γυναίκες όμως στεκόντανε μακριά.
Η εικόνα μου φαινόταν σαν πούπουλο καθώς κινιόταν επάνω μου.
Τελειώνοντας ο Αγιασμός σταμάτησε να κινήται η εικόνα.
Την πήραν τότε από πάνω μου και θέλησαν να με σηκώσουν πάλι για να με μεταφέρουν. Εγώ αισθάνθηκα μια δύναμη στον οργανισμό μου.
-Αφήστε με τους είπα, θα σηκωθώ μόνη μου, έγινα καλά. Και σηκώθηκα όρθια. Δοκίμασα να περπατήσω. Δυο χρόνια είχα περίπου να το κάμω. Άλλαξα βήματα.
Ασπάσθηκα με δάκρυα το σταυρό, την εικόνα και το χέρι του ιερέα και μετά ξεκίνησα για το σπίτι. Η μητέρα μου ήθελε να μου δείξη το δρόμο. Πράγματι είχα ξεχάσει από πού πηγαίνουν στο σπίτι μας.
Η Αγία Άννα με εθεράπευσε από την ανίατη αρρώστεια μου. Αισθανόμουν εντελώς υγιής.
Ο κ. Μηνιάτης πού έκανε τις εξετάσεις του δεν πίστευε στα μάτια του. Βρήκε τη σπονδυλική μου στήλη εντελώς φυσιολογική.
Σε λίγους μήνες ήλθε η Γερμανική κατοχή.
Κι εγώ, η πρώην παράλυτη, μαζύ με άλλες γυναίκες, δούλευα στα χαρακώματα, στο 20ο χιλιόμετρο κοντά στην Πάτρα και πηγαινοερχόμουν κάθε ημέρα με τα πόδια. Ποτέ δεν λησμονώ την ευεργεσία της Αγίας Αννας σε μένα την ταπεινή και αμαρτωλή. Πολύ την ευλαβούμαι και πάντοτε τιμώ και δοξάζω την Αγία Άννα».
Άννα Σιδηροπούλου