Γιατί λυπᾶσαι, ψυχή μου;
Νά ᾿σαι διωγμένος, ἀδικημένος, παραπεταμένος. Νὰ παλεύεις μὲ τὰ κύματα καταμεσῆς τοῦ ὠκεανοῦ. Καὶ τί κύματα! Καρυδότσουφλο ἡ ψυχή σου. Καὶ νὰ μανιάζει ὁ ἄνεμος· λὲς καὶ σκοπό του τό ᾿βαλε νὰ πνίξει τὴ βαρκούλα σου, νὰ τὴν τσακίσει στὰ ἄγρια τὰ βράχια τῶν ἀλλεπάλληλων κακῶν. «Καὶ νά ᾿σαι μόνος, σκοτεινὸς μέσα στὴ νύχτα καὶ ἀκυβέρνητος σὰν τ᾿ ἄχερο στ᾿ ἁλώνι»1. Καὶ νὰ βυθίζεται ἡ ψυχὴ στὴν ἄβυσσο. Ἀπ᾿ ἄβυσσο σὲ ἄβυσσο κι ἀπὸ βυθὸ σ᾿ ἄλλο βυθὸ νὰ πέφτεις.