Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, η κατάσταση στην Ευρώπη επισφραγίστηκε από ιστορικά γεγονότα γενικότερου ενδιαφέροντος. Πιο συγκεκριμένα, η άνοδος του Hitler στην εξουσία στις αρχές του 1933, καθώς επίσης η έξοδος της Γερμανίας από την Κοινωνία των Εθνών και τη Συνδιάσκεψη του Αφοπλισμού το φθινόπωρο του ίδιου έτους, δημιούργησαν ένα αίσθημα φόβου και ανασφάλειας για τα κράτη της Ευρώπης. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την ανανέωση του Συμφώνου της Μικρής Αντάντ (μεταξύ Τσεχοσλοβακίας, Ρουμανίας και Γιουγκοσλαβίας) στις 16 Φεβρουαρίου 1933, ήταν αδύνατο να μην επηρεάσουν τις εξελίξεις και στα Βαλκάνια (Βερέμης, 2007; Τούντα-Φεργάδη, 1994).
Ήδη από το 1930 στα Βαλκάνια πραγματοποιήθηκαν διασκέψεις με σκοπό την προώθηση της συνεργασίας και της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών των κρατών της χερσονήσου (μεταξύ Αλβανίας, Βουλγαρίας, Γιουγκοσλαβίας, Ελλάδας, Ρουμανίας και Τουρκίας). Η σύγκληση των βαλκανικών συνδιασκέψεων αποτέλεσε πρωτοβουλία του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, σε μία προσπάθειά του να εξομαλύνει τις σχέσεις με τα γειτονικά κράτη (Σφέτας, 2011). Απόρροια των τεσσάρων Βαλκανικών Συνδιασκέψεων που πραγματοποιήθηκαν κατά τα χρόνια 1930-1934 (η πρώτη βαλκανική συνδιάσκεψη συνήλθε στην Αθήνα τον Οκτώβριο του 1930, η δεύτερη στην Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα τον Οκτώβριο του 1931, η τρίτη στο Βουκουρέστι τον Οκτώβριο του 1932, και η τέταρτη στη Θεσσαλονίκη τον Νοέμβριο του 1934) ήταν το Βαλκανικό Σύμφωνο του 1934. Στις συνδιασκέψεις συζητήθηκαν θέματα συνεργασίας στον οικονομικό και τον πολιτιστικό κυρίως τομέα, ενώ το βασικότερο θέμα αποτελούσε η προετοιμασία ενός «Βαλκανικού Λοκάρνο» (όπως, αντίστοιχα, στις «Συνθήκες του Λοκάρνο» η Γερμανία, η Γαλλία, το Βέλγιο,η Αγγλία και η Ιταλία συνομολόγησαν την εγγύηση των γαλλογερμανικών και βελγογερμανικών συνόρων) (Turan, 2012).
Οι βαλκανικές κυβερνήσεις είχαν συνειδητοποιήσει πως, σε περίπτωση που ξεσπούσε ένας πόλεμος, και κλονιζόταν συνολικά το σύστημα ασφαλείας, οι διμερείς συμφωνίες κρίνονταν ανεπαρκείς. Για το λόγο αυτό ήταν, πλέον, αναγκαίο να συγκροτηθεί ένα πολυμερές σύμφωνο περιφερειακού χαρακτήρα, που θα παρείχε αμοιβαίες εγγυήσεις μεταξύ των κρατών (Δορδανάς, 2011). Επομένως, στα τέλη του 1933, η Γιουγκοσλαβία, η Ελλάδα, η Ρουμανία και η Τουρκία ήταν αποφασισμένες να προχωρήσουν στη σύναψη του Βαλκανικού Συμφώνου. Από τις συζητήσεις είχε εξαιρεθεί η Αλβανία, καθώς δεν μπορούσε να ασκήσει ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, ενώ οι βαλκανικές χώρες δεν ήθελαν να προκαλέσουν τη δυσαρέσκεια της Ιταλίας (η Αλβανία βρισκόταν υπό την επιρροή της Ιταλίας μέχρι και τον Απρίλιο του 1939, όταν εισέβαλε η Ιταλία και την κατέλαβε).
Το κυριότερο εμπόδιο για τη συγκρότηση ενός βαλκανικού συνασπισμού αποτελούσε η Βουλγαρία ως αναθεωρητική δύναμη. Παρά τις διπλωματικές προσπάθειες που κατέβαλαν τα κράτη για να συμπεριληφθεί και η Βουλγαρία στο Σύμφωνο, δεν μπορούσε να αποδεχτεί το status quo που της επιβλήθηκε με τη Συνθήκη Ειρήνης του 1919, καθώς επιθυμούσε την έξοδο στο Αιγαίο. Από τότε, η αναθεώρηση των Συνθηκών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου -και, ιδιαίτερα, της Συνθήκης του Νεϊγύ- αποτελούσε τον κεντρικό στόχο της βουλγαρικής εξωτερικής πολιτικής (Τούντα-Φεργάδη, 1994; Σφέτας, 2011).
Επομένως, η προσχώρησή της σε ένα σύμφωνο που εγγυόταν το εδαφικό καθεστώς των συμβαλλομένων σε αυτό χωρών θα της στερούσε τη δυνατότητα να προσφύγει στο άρθρο 19 του καταστατικού της Κοινωνίας των Εθνών, που προέβλεπε την επανεξέταση των συνθηκών ειρήνης, εάν αυτές παρέμεναν ανεφάρμοστες (Τούντα-Φεργάδη, 1994). Παράλληλα, η βουλγαρική κυβέρνηση του Nicola Mushanov (1931-1934) έθεσε τους δικούς της όρους για την υπογραφή του Βαλκανικού Συμφώνου: «άρση των περιοριστικών διατάξεων για τον επανεξοπλισμό της Βουλγαρίας, εδαφική έξοδο στο Αιγαίο και, κυρίως, προστασία των βουλγαρικών μειονοτήτων» (Σφέτας, 2011:65).
Από τα παραπάνω, καθίσταται σαφές ότι τα βαλκανικά κράτη δεν μπορούσαν να ικανοποιήσουν τα βουλγαρικά αιτήματα, με αποτέλεσμα η Βουλγαρία να μην συμπεριληφθεί, τελικά, στο βαλκανικό συνασπισμό, και να βρεθεί απομονωμένη από τις γείτονες χώρες. Για το λόγο αυτό, η βουλγαρική κυβέρνηση αντιπρότεινε την υπογραφή διμερών συμφωνιών μη επίθεσης, χωρίς, ωστόσο, να καταφέρει να κάνει τα υπόλοιπα κράτη να συμφωνήσουν.
Εν τέλει, το Σύμφωνο της Βαλκανικής Συνεννόησης υπογράφτηκε στις 9 Φεβρουαρίου 1934 στην Ακαδημία Αθηνών, από τους υπουργούς Εξωτερικών της Ελλάδας, της Τουρκίας, της Γιουγκοσλαβίας και της Ρουμανίας. Είχε διάρκεια δύο ετών, με δυνατότητα ανανέωσης για πέντε και, στη συνέχεια, επτά χρόνια (Βερέμης, 2007). Στόχος αυτής της πολυμερούς διακρατικής συμφωνίας, όπως αναφέρθηκε, ήταν να διατηρηθεί το εδαφικό status quo στην περιοχή – η διασφάλιση, δηλαδή, των εσωτερικών συνόρων των χωρών της χερσονήσου του Αίμου. Πιο συγκεκριμένα, η Γιουγκοσλαβία, η Ελλάδα, η Ρουμανία και η Τουρκία συμφώνησαν στην αμοιβαία προστασία των βαλκανικών συνόρων (άρ.1), και στη μη σύναψη οποιασδήποτε συμφωνίας με κάποιο άλλο βαλκανικό κράτος που δεν αποτελεί μέρος της Σύμβασης, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των άλλων κρατών (άρ.2). Ακόμα, όπως ορίζεται από το τρίτο και τελευταίο άρθρο του Συμφώνου, σε περίπτωση που κάποιο άλλο βαλκανικό κράτος το επιθυμούσε, μπορούσε να προσχωρήσει σε αυτό, εφόσον υπήρχε η συναίνεση των υπολοίπων μερών. Επομένως, η πόρτα για τη Βουλγαρία παρέμεινε ανοιχτή.
Το Βαλκανικό Σύμφωνο -και το όραμα μιας βαλκανικής ένωσης-, χωρίς την υπογραφή του από τη Βουλγαρία και την Αλβανία παρέμεινε ατελές. Γι’ αυτόν το λόγο, το σύμφωνο προκάλεσε την αντίδραση μεγάλου τμήματος του πολιτικού κόσμου της Ελλάδας. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και άλλα μέλη της αντιπολίτευσης αντιτάχθηκαν τόσο στο γενικότερο πνεύμα του συμφώνου, όσο και στους όρους του, καθώς υπήρχε ο φόβος εμπλοκής της Ελλάδας σε πολεμική σύγκρουση με κάποια εξωβαλκανική δύναμη, για χάρη της ασφάλειας ενός βαλκανικού κράτους. Κάτω από την πίεση που δεχόταν από την αντιπολίτευση, ο υπουργός Εξωτερικών, Δημήτριος Μάξιμος, δήλωσε πως η Ελλάδα δεν θα οδηγηθεί σε πόλεμο με μία Μεγάλη Δύναμη, για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που ανέλαβε με την υπογραφή του συμφώνου.
Μόνο έτσι το Βαλκανικό Σύμφωνο επικυρώθηκε από τη Βουλή (στα μέσα Μαρτίου) και, στη συνέχεια, από τη Γερουσία (στις αρχές Απριλίου 1934) (Σφέτας, 2011). Η στάση της Αθήνας δυσαρέστησε τις υπόλοιπες σύμμαχες χώρες, και κυρίως το Βελιγράδι και το Βουκουρέστι, καθώς αυτό σήμαινε πως η Ελλάδα δεν θα στήριζε τη Γιουγκοσλαβία και τη Ρουμανία σε περίπτωση ιταλογιουγκοσλαβικού και ρουμανοσοβιετικού πολέμου, αντίστοιχα. Συνεπώς, θεωρούσαν πως το Σύμφωνο αυτομάτως έπαυε να έχει αξία, όσο ένα από τα συμβαλλόμενα κράτη τηρούσε επισφαλή στάση.
Με την αποχή της από τη Βαλκανική Συνεννόηση, η Βουλγαρία βρέθηκε απομονωμένη και με το στίγμα της δυνητικά επιτιθέμενης χώρας. Στις 19 Μαΐου 1934, η κυβέρνηση Mushanov ανετράπη με πραξικοπηματικό τρόπο από τους αξιωματικούς του Στρατιωτικού Συνδέσμου, Kimon Georgiev και Damian Velchev. Οι πραξικοπηματίες έθεσαν ως άμεσους στόχους της εξωτερικής πολιτικής την έξοδο της χώρας από την απομόνωση (αποκλείοντας την προσχώρηση της Βουλγαρίας στη Βαλκανική Συνεννόηση), την εξομάλυνση των σχέσεων με τη Σοβιετική Ένωση -η οποία σταδιακά αποκτούσε βαρύτητα στις διεθνείς εξελίξεις (η Βουλγαρία αναγνώρισε τη Σοβιετική Ένωση το 1934)-, και τη βελτίωση των σχέσεων με τη Γιουγκοσλαβία.
Η δυσαρέσκεια του Βελιγραδίου, με την κριτική που υφίστατο το Βαλκανικό Σύμφωνο στην Αθήνα, ευνόησε την βουλγαρογιουγκοσλαβική προσέγγιση, η οποία κατέληξε, στις 24 Ιανουαρίου 1937, στο Σύμφωνο «αιώνιας φιλίας» μεταξύ των δύο χωρών (Pundeff, 1954), παρά τη δέσμευση της Γιουγκοσλαβίας για μη σύναψη συμφωνίας με μη συμβαλλόμενο στο σύμφωνο κράτος, χωρίς την έγκριση των άλλων κρατών της Βαλκανικής Συνεννόησης. «Η Βουλγαρία παραιτήθηκε από τις διεκδικήσεις της επί της σερβικής Μακεδονίας, και η Γιουγκοσλαβία, σε αντάλλαγμα, υποστήριζε την εδαφική διέξοδο της Βουλγαρίας στο Αιγαίο. […]Το βουλγαρογιουγκοσλαβικό σύμφωνο ήταν ένα ισχυρό πλήγμα στη Βαλκανική Συνεννόηση» (Σφέτας, 2011:76).
Η Ελλάδα, ανήσυχη από τη βουλγαρογιουγκοσλαβική προσέγγιση, επεδίωξε στενότερη συνεργασία με την Τουρκία. Η δε Τουρκία, απογοητευμένη από την εξασθένιση του Βαλκανικού Συμφώνου, στράφηκε όλο και περισσότερο -ιδιαίτερα στις αρχές του 1937- προς τη Μεγάλη Βρετανία, ενώ για τα Βαλκάνια επεδίωκε τη δημιουργία ενός ισχυρού αμυντικού συνασπισμού (οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, 1991). Έτσι, στις 27 Απριλίου 1938, υπογράφτηκε στην Αθήνα μία συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, συμπληρωματική των προηγούμενων συμφώνων που είχαν υπογραφεί μεταξύ των δύο χωρών, μέσα στο πνεύμα της ελληνοτουρκικής φιλίας της περιόδου.
Με τη σύναψη του βουλγαρογιουγκοσλαβικού συμφώνου το 1937, και του ελληνοτουρκικού συμφώνου το 1938, δημιουργήθηκαν δύο άξονες εντός του βαλκανικού συνασπισμού, με τη Ρουμανία να οδηγείται σε καθεστώς ανασφάλειας, και να αναζητεί στήριγμα περισσότερο στην Τουρκία και την Ελλάδα (Σφέτας, 2011). Η Βαλκανική Συνεννόηση υφίστατο, πλέον, μόνο τυπικά.
Καταλήγοντας, μπορούμε να πούμε ότι το βαλκανικό σύμφωνο αποδείχτηκε θνησιγενές (Σφέτας, 2011), καθώς τα βαλκανικά κράτη δεν κατάφεραν να παραμερίσουν τα εθνικά τους συμφέροντα, και, εν τέλει, το εθνικό κράτος επικράτησε της διεθνούς περιφερειακής ένωσης. Παρά την προσπάθεια των βαλκανικών κρατών να επιλύσουν εσωτερικά τις διαφορές τους χωρίς την εμπλοκή ξένων δυνάμεων, τα γεγονότα που ακολούθησαν στην Ευρώπη, στα τέλη της δεκαετίας του 1930, συμπαρέσυραν τα κράτη της χερσονήσου, τα οποία ακολούθησαν τη δική τους ξεχωριστή πορεία στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Πηγές:
- Αλεξανδρής, Α., Βερέμης, Θ., Καζάκος, Π., Κουφουδάκης, Β., Ροζάκης, Χ. Λ. και Τσιτσόπουλος, Γ. (1991). Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις 1923-1987. Εκδόσεις Γνώση, pp. 69-84
- Βερέμης, Θ. (2007). Βαλκάνια από τον 19ο ως τον 21ο αιώνα. Δόμηση και αποδόμηση κρατών. Εκδόσεις Πατάκη
- Δορδανάς, Σ. Ν. (2011). Βαλκανικά Σύμφωνα Φιλίας, 1912-1941. http://media.ems.gr/ekdiloseis/2011/event_balkania_dordanas%20.pdf
- Σφέτας, Σ. (2011). Εισαγωγή στη Βαλκανική Ιστορία. Τόμος Β’. Από τον Μεσοπόλεμο στη λήξη του Ψυχρού Πολέμου. Εκδόσεις Βάνιας, pp. 58-79
- Τούντα-Φεργάδη, Α. (1994). Μειονότητες στα Βαλκάνια: Βαλκανικές Διασκέψεις 1930-1934. Εκδόσεις Παρατηρητής, pp. 119-158