Συνεχίζοντας να παρουσιάζουμε τις αναφορές των Στρατιωτικών Ιερέων της περιόδου που εξετάζουμε, κάποιες φορές διαπιστώνουμε να υπάρχει μια μονοτονία στην όλη θεματολογία, αφού τις περισσότερες φορές το θέμα που κυριαρχεί είναι οικονομικό ή έχει να κάνει με άδειες ή μεταθέσεις. Έχουμε παρουσιάσει αναφορές μέσα από τις οποίες ζητούσαν αύξηση στο μισθό τους ή να τους χορηγηθεί κάποιο έκτακτο επίδομα. Έχουμε παρουσιάσει αναφορές μέσα από τις οποίες ζητούσαν να μετατεθούν ή να γίνει μια καινούρια κατανομή των θέσεων και της ζώνης ευθύνης, κατά την εκτέλεση των θρησκευτικών τους καθηκόντων. Επίσης και τα αντίστοιχα υπηρεσιακά έγγραφα τα οποία εκδίδονταν, μέσα σε αυτό το πνεύμα κινούνταν.
Διαβάζοντας όλα τα παραπάνω, μπορεί πολύ εύκολα κάποιος να αναρωτηθεί, οι Ιερείς τότε δεν είχαν άλλα θέματα τα οποία να τους απασχολούσαν και να ήθελαν τη συνδρομή της πολιτείας ή ακόμα και της Εκκλησίας; Τίθεται επίσης ένα ακόμα ερώτημα, οι Ιερείς είχαν λύσει όλα τα ποιμαντικά τους θέματα και ενδεχομένως προβλήματα και το μόνο πρόβλημα που αντιμετώπιζαν εκείνη τη χρονική περίοδο, ήταν τα θέματα που άπτονταν με την προσωπική τους αμοιβή και διευκόλυνση, ως προς τον τόπο της τοποθετήσεώς τους;
Στα παραπάνω ερωτήματα, μπορούν να προστεθούν και άλλα. Πιστεύουμε όμως, ότι δεν είναι της παρούσης να αρχίζουμε να απαριθμούμε ερωτήματα και να περιμένουμε απαντήσεις, σύμφωνα με τα δικά μας κριτήρια, τις δικές μας απαιτήσεις ή ακόμα και τις δικές μας θέσεις, βλέποντας και ερμηνεύοντας τα πράγματα όπως θέλουμε και όχι όπως ήταν. Ήταν άλλες οι εποχές τότε, άλλες οι εποχές σήμερα και άλλες οι εποχές αύριο. Άλλες είναι οι ανάγκες και οι απαιτήσεις που έχει σήμερα ο άνθρωπος και άλλες ήταν οι απαιτήσεις και οι ανάγκες που υπήρχαν σε εκείνη την εποχή που ακόμα ήταν πολύ εύθραυστη και ρευστή, αφού το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, προσπαθούσε να ορθοποδήσει και να μεγαλουργήσει, αφήνοντας κατά μέρος τα μίση, τις έχθρες, τις διχόνοιες και οτιδήποτε άλλο τους χώριζε και διέλυε την ενότητα, την οποία είχαν τόσο ανάγκη, όσο ποτέ άλλοτε και η οποία τους εξασφάλιζε την πολυπόθητη ελευθερία.
Κάποια θέματα που παλαιότερα ήταν αυτονόητα και δεν συζητούνταν ή δεν επιδέχονταν συζήτηση, σήμερα τα εξετάζουμε, τα συζητούμε σε νέες βάσεις και με νέες προοπτικές και με ένα βλέμμα που δεν περιορίζεται μόνο στα στενά πλαίσια της χώρας μας και των απαιτήσεών της, αλλά μέσα σε ένα γενικότερο πλαίσιο που ξεφεύγει από τα παραδεδομένα και αυτονόητα τα οποία σήμερα δεν υπάρχουν. Αυτά τα αυτονόητα των παλαιοτέρων εποχών, σήμερα όχι μόνο συζητούνται, αλλά και αμφισβητούνται, για να μη πω ακόμα και πολεμούνται πολύ άδικα, όχι από έξω, αλλά από μέσα.
Έτσι κάθε εποχή έχει τα δικά της χαρακτηριστικά. Έχει τα θετικά και τα αρνητικά της. Καλούμαστε μέσα από τα θετικά, να προχωρήσουμε για να χαράξουμε νέους δρόμους και νέες προοπτικές, που θα μας εξασφαλίσουν ένα σίγουρο μέλλον, διαφυλάσσοντας την πολιτισμική μας παράδοση, τα ήθη, τα έθιμα, την πίστη και όλα εκείνα που μας έφεραν στο παρόν με ασφάλεια και σιγουριά. Καλούμαστε να τα διαφυλάξουμε όλα τα παραπάνω, για τα οποία πληθώρα επωνύμων και ανωνύμων ανθρώπων, αξιοτάτων προγόνων μας, έδωσαν ακόμα και την ίδια τους την ζωή, πιστεύοντας σε αυτά, αγωνιζόμενοι για αυτά, έχοντας πίστη σε αυτά, που τους χάριζε την ελευθερία του πνεύματος.
Από τα αρνητικά που έχει η κάθε εποχή, καλούμαστε να διδαχτούμε, αλλά παράλληλα και να απομακρυνθούμε, προφυλάσσοντας «εαυτούς και αλλήλους», από καταστάσεις που μας στερούν πολύτιμο χρόνο από το δημιουργικό πνεύμα, το οποίο πρέπει να έχουμε στη ζωή μας, χτίζοντας το οικοδόμημα εκείνο, που θα έχει γερές βάσεις και δεν θα έχει να φοβηθεί τίποτα και κανέναν. Τα αρνητικά της κάθε εποχής δεν αποτελούν ανασταλτικό παράγοντα για να μην δημιουργούμε. Δεν αποτελούν δικαιολογία, ώστε να σταματήσουμε να αγωνιζόμαστε και να προσφέρουμε, μέσα από τον αγώνα μας, σε εμάς τους ιδίους, αλλά και στα παιδιά μας, κάτι ποιοτικό, κάτι ουσιαστικό, κάτι ωραίο, που θα δίνει χρώμα και άρωμα στη ζωή και στα έργα μας.
Η τεχνολογική επανάσταση σήμερα , οι νέες μορφές επικοινωνίας, η ασάφεια, η παγκοσμιοποίηση και οι κάθε μορφής κρίσεις, διαμορφώνουν νέες συνθήκες, νέα δεδομένα σε όλους τους τομείς της ζωής μας, τα οποία πολλές φορές μας κάνουν να αγνοούμε το παρελθόν ή να το απορρίπτουμε. Πολλές φορές η ζωή μας και οι αρχές της, με τις επιλογές που κάναμε, υποτάσσονται στις ανάγκες, στις αρχές και τις λειτουργίες της οικονομίας και την λογική των οικονομικών και μόνο κριτηρίων, που βάζουν στην άκρη το πρόσωπο, τον άνθρωπο και τις ανάγκες του. Ξεχάσαμε ότι το χρήμα και η τεχνολογία, δεν επιλύουν τα προβλήματα μας, απεναντίας τα μεγαλώνουν, αυξάνοντας την ανισότητα και την αδικία, μεταξύ των ανθρώπων, μέσα από την άνιση και ασυλλόγιστη χρήση αυτών, με ένα πνεύμα πλεονεξίας και αρπαγής.
Μέσα σε ένα τέτοιο λανθασμένο πλαίσιο, κάποιοι εξετάζουν και σχολιάζουν ή ακόμα και προσπαθούν να ερμηνεύσουν τις αναφορές που μέχρι σήμερα έχουμε παρουσιάσει, αγνοώντας τα δεδομένα της εποχής και τους στόχους που έθεταν ως άμεση προτεραιότητα που υλοποιούνταν, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα και δυσκολίες, προτάσσοντας πάντα την διακονία τους στον αγρό του Κυρίου που τους εμπιστεύτηκε η Εκκλησία και στη συνέχεια αναφέρονταν και σε δευτερεύοντα θέματα, πολύ απλά και λιτά. Τα οικονομικά θέματα που παρουσιάζουμε ή τα θέματα που έχουν να κάνουν με τις μεταθέσεις των Στρατιωτικών Ιερέων, ήταν δευτερευούσης σημασίας θα μπορούσαμε να πούμε και παρουσιάζονταν είτε ως συνέχεια του έργου τους είτε διότι έπρεπε να εξασφαλίσουν τα αναγκαία και απαραίτητα, όχι μόνο για τα πρόσωπα τους, αλλά και για τις οικογένειες που είχαν και έπρεπε να ενδιαφερθούν.
Το ποιμαντικό τους έργο ήταν αδιαμφισβήτητο, η ανεκτίμητη προσφορά τους αναγνωρισμένη, η παρουσία και το έργο τους εξασφαλιζόταν και προστατεύονταν με ποικίλους τρόπους, όταν υπήρχε κίνδυνος κάτι από τα αυτονόητα εκείνης της εποχής να διασαλευτούν ή να αλλοιωθούν. Αρκεί να θυμηθούμε τις διαταγές που είχαν εκδοθεί και αναφέρονταν στον εκκλησιασμό του στρατεύματος, κάνοντας λόγο για τις ωφέλειες και την αναγκαιότητα που υπήρχε, προκειμένου να σφυρηλατηθεί η προσωπικότητα των νέων εκείνων ανθρώπων.
Η θρησκευτική αγωγή την οποία καλλιεργούσαν οι Ιερείς μας μέσα στο στράτευμα, αναφερόταν όχι μόνο σε αυτό που ήταν ο άνθρωπος, αλλά και σε εκείνο που οφείλει να είναι. Αυτό είναι ένα διαχρονικό μήνυμα το οποίο πρέπει να έχουμε καλά μέσα στο μυαλό μας και να το καλλιεργούμε συνεχώς και εμείς σήμερα που διακονούμε μέσα στον αγρό του στρατεύματος, καλλιεργώντας σωστά τις προσωπικές σχέσεις. Μέσα από απρόσωπες μηχανικές, επιφανειακές, ψεύτικες και χλιαρές σχέσεις, που στηρίζονται στην υποκρισία και στο υπαλληλικό ωράριο, δεν μπορούμε να έχουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η προσωπική σχέση, λειτουργεί προς όφελος και των δύο πλευρών, που καλούνται να πάρουν ο ένας από τον άλλο, προκειμένου μέσα από έναν τέτοιο διάλογο επικοινωνίας-σχέσεως, να επέλθει η γνώση και η κατανόηση της αλήθειας.
Τα προβλήματα που σήμερα αντιμετωπίζουμε, και τα οποία αναφύονται στην ποιμαντική μας καθημερινότητα, δεν υπήρχαν τότε και οι Ιερείς με οδηγό τους το Ευαγγέλιο, τον κρυστάλλινο και αληθινό λόγο του Θεού, που είναι πάντοτε διαχρονικός και επίκαιρος, πορεύονταν στην μετάδοση των αληθειών της πίστεώς μας και στην τόνωση του θρησκευτικού φρονήματος, δίνοντας ένα φως ξεχωριστό, αληθινό, γεμάτο ζεστασιά και ανθρωπιά. Αγωνίζονταν οι Ιερείς μας και αυτό καλούμαστε να κάνουμε και εμείς σήμερα, για μια κοινωνία προσώπων με το κατεξοχήν πρόσωπο του Κυρίου μας, που προσφέρει λύτρωση, αγιασμό, χάρη και φως. Η πρόοδος που σήμερα έχει σημειωθεί στην τεχνολογία και στην επιστήμη, πρέπει α συμβαδίζει με την ανάπτυξη του ηθικού και αληθινού χριστιανού, που ο αγώνας του είναι συνεχής , μόνιμος και επίπονος που στο τέλος του εξασφαλίζει το στεφάνι της νίκης και του θριάμβου.
Η πίστη μας την εποχή εκείνη δεν αμφισβητείτο. Η πίστη μας εκείνη την εποχή δεν έμπαινε στο περιθώριο και δεν καταβάλλονταν προσπάθειες να βγάλουν το Θεό από τη ζωή τους. Η οποιαδήποτε έκφραση και έκφραση της καθημερινότητάς τους, ξεκινούσε και κατέληγε στο Θείο. Η συνέργεια του Θείου και του ανθρώπινου παράγοντα, ήταν αυτό που εξασφάλιζε την επιτυχία και την νίκη, στον αγωνιζόμενο άνθρωπο. Με λάβαρο το Σταυρό και τη Σημαία, όλοι μαζί προχωρούσαν μπροστά, αφήνοντας κατά μέρος, τα πάθη, τις αδυναμίες, τα συμφέροντα, την διπλωματία και τον δόλο, που σήμερα όλα αυτά και ακόμα περισσότερα, μαυρίζουν και σκοτεινιάζουν την ζωή μας, αποπροσανατολίζοντάς μας από την ουσία των πραγμάτων.
Μπορεί και τότε να υπήρχαν κάποιες φωνές, που να ηχούσαν περίεργα, με τα διφορούμενα κηρύγματά τους, τις νεωτερίζουσες απόψεις και ιδέες τους, όμως αυτές οι φωνές μας επιβλήθηκαν από έξω και σε καμία περίπτωση, δεν εξέφραζαν την καρδιά του Έλληνα, που τους αγνοούσε, τους περιφρονούσε, δεν τους υπολόγιζε, διότι μέσα του ο Έλληνας είχε Χριστό και Ελλάδα. Γνώριζε καλά ο Έλληνας, ότι αυτοί που κήρυτταν εκείνα τα περίεργα κηρύγματα, που δεν είχαν καμία σχέση με την πίστη και την παράδοσή μας, με την ιστορία και τον πολιτισμό μας, δεν είχαν πολεμήσει, δεν είχαν τραυματιστεί, δεν είχαν πεινάσει, δεν είχαν χάσει δικά τους πρόσωπα στον καιρό της σκλαβιάς και του πολέμου και ούτε είχαν πάρει το δρόμο της προσφυγιάς, χάνοντας τα σπίτια και τις περιουσίες τους. Όλοι εκείνοι μιλούσαν μέσα από την ασφάλεια της θέσεως και της εξουσίας τους, που όμως ήταν προσωρινή. Γι’ αυτό και η ελληνική κοινωνία τους γύριζε την πλάτη τους και στρέφονταν και αγκάλιαζαν εκείνα τα πρόσωπα που είχαν θυσιάσει τα πάντα για τον αγώνα. Γνώριζαν και τιμούσαν εκείνους που σκοτώθηκαν για να ελευθερώσουν έστω και ένα μικρό κομμάτι γης.
Όλοι οι Έλληνες τότε γνώριζαν και αυτό πρέπει να το γνωρίζουμε και να το θυμόμαστε και εμείς, ότι κάθε σπιθαμή της πατρίδας μας, ήταν και είναι ένας τάφος, που μέσα του κρύβει έναν ήρωα, που περίμενε την ελευθερία, αλλά και την Δευτέρα Παρουσία. Γνώριζαν καλά ότι η Ελλάδα παράγει όλα τα αγαθά, τα οποία ζήλευαν και ζηλεύουν, φίλοι και εχθροί, διότι το χώμα της είναι ποτισμένο με το αίμα των μαρτύρων και των ηρώων, αλλά και με τα δάκρυα και τις προσευχές των απλών ανθρώπων, που αγωνίζονταν νύκτα και ημέρα χωρίς σταματημό, όχι μόνο για τον άρτο τον επιούσιο, αλλά και για τη πρόοδο και ευημερία του τόπου μας.
Τέλος η πλειοψηφία του ελληνικού λαού γνώριζε και τιμούσε με έναν ξεχωριστό και μοναδικό τρόπο, τους Λειτουργούς των μυστήριων του Θεού, που πρωτοστάτησαν στον αγώνα και θυσιάστηκαν, τελώντας επί των πεδίων των μαχών μια ξεχωριστή Θεία Λειτουργία, που φανέρωνε το θυσιαστικό, αγωνιστικό και αγαπητικό τους φρόνημα, διδάσκοντας εμπράκτως τα γνήσια στοιχεία της ορθόδοξης χριστιανικής μας παράδοσης. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχε δυσπιστία για την πίστη και την παράδοσή μας, στο όνομα της προόδου και της ελευθερίας, που σήμερα κάποιοι κηρύττουν με πολύ επαίσχυντο τρόπο, καταλύοντας την μακραίωνη παράδοσή μας και σβήνοντας την θυσία των εκατομμυρίων αγωνιστών και ηρώων μας, νομίζοντας ότι έτσι συμβάλουν στην πρόοδο και στην εξέλιξη την οποία υπόσχονται και στην πραγματικότητα δεν προσφέρουν, διότι τα κηρύγματά τους είναι κενά και όχι καινά. Αυτό που μόνο καταφέρνουν είναι αντί να κάνουν και να οδηγήσουν και εμάς προς τα εμπρός, να πηγαίνουμε με πολύ γρήγορους ρυθμούς προς τα πίσω και δη προς τον γκρεμό, κάτι που χαροποιεί τους «φίλους» και τους εχθρούς μας και τους προσφέρει ελπίδες για να χαρούν με την καταστροφή μας.
Η Ορθόδοξη παράδοσή μας, μας κληροδότησε έναν πολιτισμό που στηρίζετε στο πρόσωπο, στην ανθρωπιά και στην ιεράρχηση των θεμελιωδών αξιών, με πρώτη το σεβασμό στο πρόσωπο. Όταν η Δύση ανακάλυπτε το «Εσύ» και νόμιζε ότι έκανε την εφεύρεση του αιώνα, που όμως δεν έφερε και τρομερά αποτελέσματα, αφού και μέχρι σήμερα στον δυτικό πολιτισμό, παραμένει ο ατομοκεντρισμός, που εξακολουθεί να βλέπει τον άνθρωπο «μόνο στον συσχετισμό με τον εαυτό του», η Ορθόδοξη Εκκλησία είχε αποκρυπτογραφήσει πολύ πιο πριν αυτό το μήνυμα και αυτή την ανακάλυψη. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, εξ’ αρχής είχε καλλιεργήσει μέσα από την διδασκαλία του ευαγγελικού λόγου και τα βιώματα των Αγίων, το «Εσύ» εμπνεόμενοι μέσα από τα παραδείγματα του καλού Σαμαρείτη και του χαμένου προβάτου, μέσα στην ζωή της και στην διδασκαλία Της.
Όλα αυτά που αναφέραμε σήμερα δεν αποτελούν μια θεωρία. Δεν είναι λόγια τα οποία δανειστήκαμε από κάποιο εγχειρίδιο εκπαιδευτικό ή από κάποια επιστημονική μελέτη. Είναι λόγια τα οποία βγαίνουν μέσα από την καρδιά μας, τα οποία αποτυπώνουν εικόνες τις οποίες βιώνουμε σήμερα ή και ακούσματα στα οποία πρέπει να τοποθετηθούμε, δίνοντας το στίγμα της εμμονής μας στην παράδοση και στην προσφορά της, στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Δεν υπάρχει πλέον η ηρεμία και η ησυχία παλαιοτέρων εποχών. Δεν υπάρχει η συνοχή, η ομοιομορφία και η ενότητα, την οποία χρειαζόμαστε και σήμερα, για να αντιμετωπίσουμε τα κάθε λογής προβλήματα, με όποια μορφή και αν παρουσιάζονται. Σήμερα το έργο μας, μέσα στην πολυφωνία, πολυχρωμία και πολυμορφία, γίνεται ακόμα πιο σύνθετο και πολύπλοκο και χρειάζεται περισσότερη ακρίβεια, υπευθυνότητα και πολύ προσοχή και προσευχή, προκειμένου να αποφύγουμε τα χειρότερα.
Όταν κάποιος άλλος ερευνητής μετά από πολλά χρόνια με περισσότερη επιστημονική κατάρτιση από εμάς, με περισσότερη προσοχή και έχοντας ακόμα περισσότερα εφόδια τα οποία θα έχει στην διάθεση του, θα ανατρέξει στο δικό μας παρόν που τότε θα είναι παρελθόν γι’ αυτόν και θα εξετάζει αναφορές, υπηρεσιακά έγγραφα, αποφάσεις, διαταγές, θα μπορεί να κάνει μια σύγκριση όχι με την εποχή που εμείς σήμερα παρουσιάζουμε, γιατί θα του είναι πολύ μακρινή και ενδεχομένως παντελώς άγνωστη, αλλά με την δική του εποχή και δεν θα βρίσκει κανένα στοιχείο κοινό, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, τότε θα απορεί και θα αναζητεί αυτά τα κοινά σημεία τα οποία θα τον βοηθήσουν να ανακαλύψει την αλήθεια και να οδηγηθεί σε κάποιο ασφαλές συμπέρασμα.
Ευχόμαστε αυτή η αλλαγή να είναι προς το καλύτερο όχι προς το χειρότερο. Ευχόμαστε οι επόμενες γενιές να διορθώσουν τα λάθη που κάνουμε εμείς σήμερα και να δείξουμε όλοι έμπρακτη μετάνοια για τα λάθη και τις αμαρτίες που διαπράττουμε, με το να αμφισβητούμε προκλητικά την πίστη μας, να περιθωριοποιούμε την παράδοσή μας, να αλλάζουμε τις αξίες και τα ιδανικά που κληρονομήσαμε από αρχαιοτάτων χρόνων, μέσα από μια αλληλοδιαδοχή γενεών, που η κάθε μια προσέθετε και κάτι, προκειμένου να φτάσουμε στην τελειότητα.
Τελειώνοντας, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι οι αναφορές και γενικότερα τα υπηρεσιακά έγγραφα τα οποία παρουσιάζουμε, έστω και αν αποτυπώνουν πολύ απλά και δευτερεύοντα θέματα από αυτά που εμείς σήμερα θα θέλαμε, να δούμε, να εξετάσουμε και να ασχοληθούμε, δίνοντας την δυνατότητα να πάρουμε απαντήσεις στα ερωτήματά μας και να μας βοηθήσουν στην επίλυση των προβλημάτων μας, μας βοηθούν να κατανοήσουμε ότι εμείς σήμερα, μάλλον έχουμε χαράξει μια πορεία, που δεν αποτελεί συνέχεια του παρελθόντος μας. Έχουμε μπει σε έναν δρόμο που δεν οδηγεί πουθενά, αφού μας κάνει να γυρίζουμε γύρω-γύρω από τον εαυτό μας και να ασχολούμαστε μόνο με πράγματα, που δεν γεμίζουν την ψυχή μας, αλλά καλύπτουν μόνο κάποιες ανάγκες πάρα πολύ επιφανειακές, ρηχές, χωρίς χρώμα και γεύση.
Οι Στρατιωτικοί Ιερείς της περιόδου μετά την επανάσταση, ήταν τα πρόσωπα εκείνα που είχαν γεμάτη την καρδιά τους από αγάπη για τον Χριστό και τον άνθρωπο και αναλώνονταν στην διακονία του ανθρώπου που φέρει πάνω του τη σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος και στη συνέχεια εκπληρώνοντας το χρέος και την αποστολή τους, χωρίς να υποχωρούν και χωρίς να σπαταλούν τον χρόνο τους, σε αλλότρια πράγματα, έβρισκαν και λίγο χρόνο να ασχοληθούν και με κάτι το οποίο θα προσέφερε μια μικρή αναψυχή στο κουρασμένο και ταλαιπωρημένο σώμα τους, βλέποντας όμως πολλές φορές να μοιάζουν περισσότερο με ζητιάνους με τον τρόπο που τους αντιμετώπιζαν, παρά να το δικαιούνται και να τους το προσφέρουν απλόχερα και δικαιωματικά.