Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν διάφορα είδη μαντικής τα οποία χρησιμοποιούνταν και ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή, όπως η οιωνοσκοπία, η σπλαγχνοσκοπία, η ονειρομαντεία, η κληρομαντεία, η αστρολογία κλπ. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν ήταν μοιρολάτρες.
Αντιθέτως μελετούσαν τη φύση και προσπαθούσαν να διαβάσουν τα μηνύματά της ώστε να κατανοήσουν καλύτερα τις δομές του παρόντος και να μπορέσουν να πορευτούν σωστά και στο μέλλον. Δεν θα πρέπει επομένως να τους κρίνουμε με βάση τον σημερινό τρόπο σκέψης, μιας και ζούμε σε πολύ διαφορετικούς καιρούς.
Επίσης, πριν προχωρήσουμε παρακάτω κι αρχίσουμε να μιλάμε για τη μαντική τέχνη όπως αυτή χρησιμοποιούνταν στο Δελφικό Μαντείο, καλό θα ήταν να επισημάνουμε τον πολύ χρήσιμο διαχωρισμό που επιχείρησε ο Δ. Δημόπουλος στο βιβλίο Στο άδυτο των ελληνικών μαντείων.
Χωρίζει, λοιπόν, τη μαντική σε δύο είδη: την «έντεχνο μαντική» και την «ένθεο μαντική». Με τον όρο «έντεχνο μαντική» εννοεί κάθε μορφή μαντικής, η οποία γίνεται μέσω «προφητών», οι οποίοι προλέγουν το μέλλον διαβάζοντας διάφορα φυσικά σημάδια. Η μορφή αυτή δεν είναι όμως αξιόπιστη μιας και το αποτέλεσμα εξαρτάται άμεσα από την ευσυνειδησία αλλά και την ερμηνευτική ικανότητα των λειτουργών του. Ενώ, η «ένθεος μαντική» αναφέρεται στις προφητείες που δίνονταν στους πιστούς από τον ίδιο τον θεό μέσω των αντιπροσώπων του.
Τέτοια είναι κι η περίπτωση του Δελφικού Μαντείου, όπου η Πυθία χρησμοδοτούσε διά στόματος του θεού. Αυτό είναι και το είδος της μαντικής τέχνης που εξυψώνει τον άνθρωπο, γι’ αυτό και δεν θα πρέπει να υποβιβάζεται στο επίπεδο της «εντέχνου μαντικής». Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι το μόνο είδος μαντικής που έχει επιβιώσει και χρησιμοποιείται μαζικά από εκατομμύρια ανθρώπους είναι η «έντεχνος μαντική», ενώ η «ένθεος μαντική» χάθηκε μαζί με την καταστροφή των μαντείων.
Όπως ήταν φυσικό, οι πιστοί είχαν σε πολύ υψηλή εκτίμηση τους χρησμούς που έδινε το Μαντείο καθώς θεωρούσαν ότι τους μιλάει ο ίδιος ο Απόλλων. Η Πυθία και οι ιερείς του Μαντείου ήταν απλά τα φερέφωνα του θείου λόγου. Η πρόσβαση στο Μαντείο ήταν ελεύθερη σε κάθε πιστό που ήθελε να συμβουλευτεί τον θεό, όχι όμως και σε οποιοδήποτε ήθελε να παρίσταται στην τελετή από περιέργεια. Η είσοδος στο ιερό απαγορευόταν μόνο στις γυναίκες. Μπορούσαν όμως να στείλουν κάποιον αντιπρόσωπο για να θέσει στην Πυθία αντί γι’ αυτές τα ερωτήματά τους.
Ο Πλούταρχος στα Ηθικά αναφέρει ότι η Πυθία αρχικά χρησμοδοτούσε μια φορά τον χρόνο, στις 7 του μήνα Βυσίου (μέσα Φεβρουαρίου-Μαρτίου), μέρα των γενεθλίων του Απόλλωνα. Από τον 6ο αιώνα π.Χ. όμως που οι πιστοί άρχισαν να πληθαίνουν, το Μαντείο άρχισε να χρησμοδοτεί στις 7 κάθε μήνα, πλην των «αποφράδων ημερών», όπου δεν μπορούσε να δώσει χρησμό η Πυθία και τους τρεις χειμερινούς μήνες, τότε που ο Απόλλωνας ταξίδευε στους Υπερβορείους και την εξουσία του ιερού χώρου αναλάμβανε ο αδερφός του Διόνυσος.
Η διαδικασία που θα έπρεπε ν’ ακολουθήσουν όλοι όσοι ζητούσαν χρησμό ήταν η εξής: κατ’ αρχήν πριν μπουν στο άδυτο, έπρεπε να πληρώσουν στους ιερείς τον «πέλανο», ένα είδος γλυκού, και να φέρουν κάποια ζώα για τις θυσίες που γίνονταν πριν τη χρησμοδοσία. Επίσης, έπρεπε να γνωστοποιήσουν στους ιερείς εκ των προτέρων τα ερωτήματά τους. Στη συνέχεια καθοριζόταν με κλήρωση η σειρά με την οποία θα έμπαιναν στο ιερό για να πάρουν τον χρησμό τους.
Σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις, κάποιοι πιστοί απολάμβαναν για τιμητικούς λόγους το δικαίωμα της «προμαντείας», έπαιρναν δηλαδή χρησμό πριν από τους υπόλοιπους. Σημαντικό ρόλο στην όλη διαδικασία έπαιζε ο εξαγνισμός στην Κασταλία πηγή, που αφορούσε τόσο την Πυθία όσο και τους ιερείς και αυτούς που ζητούσαν χρησμό.
Αφού, λοιπόν, εξαγνίζονταν έμπαιναν μέσα στο άδυτο κι οδηγούνταν σε μία ειδική θέση μπροστά στη Πυθία, χωρίς όμως να μπορούν να τη δουν. Τους χώριζε ένα παραπέτασμα. Η Πυθία μασώντας φύλλα δάφνης και πίνοντας νερό από την Κασσωτίδα πηγή άκουγε τα ερωτήματά και χρησμοδοτούσε. Οι χρησμοί ήταν συνήθως έμμετροι, σε δακτυλικό εξάμετρο αν και καθοριστικό ρόλο για το ποιο ακριβώς θα ήταν το μέτρο του χρησμού έπαιζε πάντα το είδος του, σε ποιον δινόταν αλλά και ο βαθμός του προβλήματος. Κάποιες φορές η Πυθία κατέφευγε και σε κληρομαντεία, ειδικά όταν τα ερωτήματα αφορούσαν διαζευκτικές ερωτήσεις κι όταν δεν υπήρχε πολύς χρόνος για χάσιμο.
Επειδή ο λόγος της Πυθίας ήταν συνήθως δυσκολονόητος και γεμάτος γρίφους, οι ιερείς του ναού καλούνταν ν’ αποκωδικοποιήσουν και να μεταφέρουν το μήνυμα του θεού στους χρηστηριαζόμενους.Είπαμε όμως λίγο πιο πάνω ότι υπήρχαν κάποιες μέρες που η Πυθία δεν μπορούσε να χρησμοδοτήσει. Οι ιερείς του Μαντείου για να διαπιστώσουν αν ο θεός επιθυμούσε να απαντήσει μέσω της Πυθίας στις ερωτήσεις των πιστών κατέβρεχαν με κρύο νερό μια κατσίκα.
Αν το ζωντανό έτρεμε, τότε εκείνη τη μέρα μπορούσε να χρησμοδοτήσει η Πυθία. Αν δεν έτρεμε, τότε όλοι οι πιστοί καλούνταν να έρθουν μια άλλη μέρα. Ο Πλούταρχος, ο οποίος υπήρξε κι ο ίδιος ιερέας του Δελφικού Μαντείου, κάνει λόγο για μια περίπτωση όπου ενώ η κατσίκα δεν άρχισε να τρέμει, οι ιερείς της έριξαν παγωμένο νερό ώστε να εκβιάσουν τη διαδικασία. Η Πυθία άρχισε να χρησμοδοτεί εκείνη τη μέρα παρά τη θέληση τη δική της αλλά και του θεού. Από το στόμα της όμως άρχισαν να βγαίνουν κάποιες άναρθρες κραυγές λες και είχε καταληφθεί από δαίμονα και ουρλιάζοντας πετάχτηκε έξω από το ιερό, τρομάζοντας όλους όσοι παρευρίσκονταν μέσα σ’ αυτό. Σε λίγες μέρες η Πυθία πέθανε.
Η Πυθία για να αποσαφηνίσουμε μια συχνή παρανόηση δεν ήταν ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά τίτλος που δινόταν στις προφήτισσες του Απόλλωνα που επιλέγονταν για να αφιερώσουν τη ζωή τους στην υπηρεσία του. Αρχικά, οι πρώτες Πυθίες ήταν νεαρές, παρθένες κοπέλες. Μετά από ένα συμβάν όμως όπου ένας άνδρας που είχε έρθει να ζητήσει χρησμό, ερωτεύτηκε μια Πυθία και την έκλεψε, οι Πυθίες ήταν γυναίκες προχωρημένης ηλικίας, γύρω στα 50, συνήθως παντρεμένες με παιδιά.
Από τη στιγμή όμως που μια γυναίκα με οικογένεια καλούνταν να υπηρετήσει τον Απόλλωνα, εγκατέλειπε το σπίτι και την οικογένειά της κι έμενε σ’ ένα συγκεκριμένο οίκημα εντός του ναού για να διατηρείται αμόλυντη. Φορούσε άσπρα ρούχα και ζούσε με βάσει τους κανονισμούς που της είχαν θέσει εξ αρχής οι ιερείς. Δεν χρειαζόταν να έχει κάποια συγκεκριμένη μόρφωση, ούτε και κάποιες ικανότητες ενόρασης ή διορατικότητας.
Στην αρχή ήταν μία η Πυθία.Όσο όμως τα χρόνια περνούσαν κι η φήμη του Μαντείου μεγάλωνε οι Πυθίες ήταν συνήθως τρεις. Το ποιες ακριβώς ήταν αυτές οι γυναίκες, με ποια κριτήρια επιλέγονταν αλλά και πως ακριβώς έρχονταν σε επαφή με το θείο και χρησμοδοτούσαν, είναι ερωτήσεις που δύσκολα μπορούν να βρουν απάντηση.
Παρ’ όλο που έχουν σωθεί πολλές μαρτυρίες ανθρώπων που είτε διετέλεσαν ιερείς του ναού, είτε έφτασαν στους Δελφούς για να ζητήσουν τη συμβολή του θεού, η αρχαιολογική σκαπάνη δεν έχει φέρει μέχρι στιγμής στο φως κάποια ευρήματα που θα μπορούσαν να διαλευκάνουν το μυστήριο της χρησμοδοσίας. Μάλιστα, η έρευνα των αρχαιολόγων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι σ’ αυτή την περιοχή δεν υπήρχε κάποιο χάσμα γης απ’ το οποίο να εκλύονταν αναθυμιάσεις. Όπως καταλαβαίνουμε, το κουβάρι περιπλέκεται ακόμα περισσότερο γεννώντας νέα ερωτήματα.
Όσο παράξενη και να μας φαίνεται σήμερα όλη αυτή η διαδικασία, θα πρέπει να τονίσουμε ότι δεν προβλημάτιζε καθόλου τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι έσπευδαν σωρηδόν για να συμβουλευτούν το Μαντείο. Η εμπιστοσύνη τους στη δύναμη του Μαντείου ήταν τόσο μεγάλη που το συμβουλεύονταν για πλείστα θέματα, τόσο για πολιτικά όσο και για προσωπικά ζητήματα. Όχι μόνο φτωχοί άνθρωποι αλλά και βασιλιάδες κατέφευγαν στο Μαντείο ή έστελναν τους αντιπροσώπους τους προκειμένου να ζητήσουν βοήθεια από τον θεό. Πολλές φορές κατέφθαναν και αντιπροσωπείες από πόλεις που είχαν πληγεί από κάποια φυσική καταστροφή και ζητούσαν εξιλέωση.
Σε περιόδους κρίσης το πρώτο πράγμα που έκαναν οι Έλληνες πριν αναλάβουν δράση ήταν να συμβουλευτούν το Μαντείο. Ο πιο σημαντικός ρόλος όμως που έπαιξε το Μαντείο των Δελφών έχει να κάνει με τη στάση που κράτησε και τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε τους αποικισμούς που έλαβαν χώρα τον 8ο – 6ο αιώνα π.Χ.
Κατά τη διάρκεια αυτών των αιώνων οι Έλληνες αποίκισαν τα παράλια της Μικράς Ασίας, τον Ελλήσποντο και τον Εύξεινο Πόντο, την Κάτω Σικελία και έφτασαν μέχρι και τα παράλια της Αφρικής, ιδρύοντας εκατοντάδες αποικίες, οι περισσότερες εκ των οποίων επρόκειτο να σημειώσουν μια λαμπρή πορεία που έμελλε να αλλάξει για πάντα τον ελληνισμό και τον υπόλοιπο κόσμο. Ένα μεγάλο μέρος αυτής της επιτυχίας θα πρέπει ν’ αποδοθεί και στο Μαντείο των Δελφών ο ρόλος του οποίου, όπως φαίνεται από τα ιστορικά στοιχεία, ήταν μείζονος σημασίας.
Οι άποικοι ξεκινώντας να καταλάβουν μια ξένη περιοχή, πολύ μακριά από τη γενέτειρά τους γνώριζαν πολύ καλά ότι θα καλούνταν ν’ αντιμετωπίσουν μεγάλους κινδύνους. Γι’ αυτό και είχαν ανάγκη από τη βοήθεια και την ευλογία των θεών, την οποία επιδίωκαν να ζητήσουν από τον θεό Απόλλωνα, μιας και το Μαντείο αποτελούσε εκείνη την εποχή το κατεξοχήν θρησκευτικό κέντρο του Ελλαδικού χώρου. Ο Απόλλωνας, όπως φαίνεται από τους χρησμούς που έχουν σωθεί, άλλες φορές έδινε απλά τη συγκατάθεση και την ευλογία του κι άλλες φορές τους υποδείκνυε ακόμα και σε ποια ακριβώς περιοχή να πάνε ή όριζε ο ίδιος τον επικεφαλής του αποικισμού.