Μία ἡμέρα ἦλθε στήν Ἱεραποστολή ὁ Κατηχητής τῆς ἐνορίας Ἁγίας Ἄννης, τοῦ χωριοῦ Καγιέμπε, κ. Συμεών.
Ἤθελε νά μοῦ εἰπεῖ μιά ἱστορία πού ἔγινε στό χωριό του καί ἔχει σχέσι μέ τήν μαγεία. Δέν εἶχα χρόνο νά τόν ἀκούσω καί τόν παρεκάλεσα νά μοῦ τήν γράψη. Ἰδού τί ἔγραψε:
«Ἐγώ πού σᾶς γράφω αὐτό τό γράμμα, εἶμαι ὁ κατηχητής Συμεών, τῆς ἐνορίας τῆς Ἁγίας Ἄννης Καγιέμπε. Ἡ ἀδελφή μου ξέρω ὅτι εἶναι μάγισσα. Τό ἀντιλήφθηκα αὐτό, ἀπό τότε πού βαπτίσθηκα καί ἐρχόταν μέχρι τότε στό σπίτι μου. Κάποπε προσευχόμουν μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννας. Ἦλθε ἡ ἀδελφή μου καί μέ βρῆκε νά προσεύχομαι. Δέν τῆς ἄρεσε αὐτό πού ἔκανα. Ἀπό τότε ἀπηγόρευε στά παιδιά της νά μέ ἐπισκέπτωνται. Τούς ἔλεγε: «Μή πηγαίνετε στόν θεῖο σας, διότι ἔχει ἰσχυρό δαιμόνιο. Ἡ ἐκκλησία πού ἀκολουθεῖ ἔχει δυνατό ἀρχηγό καί οἱ μάγοι τήν φοβοῦνται πολύ αὐτή τήν Ἐκκλησία».
Ἔτσι τά παιδιά της καί ἡ ἴδια σταμάτησαν νά ἔρχωνται στό σπίτι μου. Μάλιστα ἐπῆγε καί μέ κατήγγειλε στόν δήμαρχο τῆς περιοχῆς, ὅτι ἐνοχλῶ τούς μάγους μέ τίς προσευχές πού κάνω στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας. Ὁ δήμαρχος τῆς εἶπε ὅτι δέν μπορεῖ νά μέ διώξη ἀπό τό σπίτι καί τό χωριό πού μένω.
Προσέξτε μετά τί ἔκανε ἡ ἀδελφή μου. Συναντήθηκε μέ τούς ἄλλους μάγους καί συνεργάτες της. Τούς ὑποσχέθηκε νά τούς δώσει ἕνα πρόβατο γιά νά ξεμπερδέψουν ἀπό τήν ζωή ἕνα παιδί. Μετά ἀπό ἀρκετές ἡμέρες, οἱ μάγοι τῆς ὑπενθύμισαν τίς ὑποσχέσεις της. Ἐκείνη τούς εἶπε, ὅτι θά πάει πρῶτα στό Λουμπουμπάσι καί ἔπειτα θά τακτοποιήσει τό θέμα.
Αὐτή ἡ ἀδελφή μου εἶχε σκοπό νά τούς δώσει τό παιδί μου, τήν Θέκλα, νά κάνουν σύμφωνα μέ τίς δαιμονικές τους συνήθειες, την ἐπίκλησι τῶν δαιμόνων γιά νά «πιάσουν» τά μαγικά τους. Τελικά πρίν φύγει, ἄφησε τήν Θέκλα, τήν ὁποία ἐμάγεψε, καί στούς μάγους ἔδωσε τήν ἐγγονή μας. Ἀμέσως τό παιδί μας ἀρρώστησε καί ἦταν σάν ξερό. Μόνο ἡ καρδιά του λειτουργοῦσε. Βλέποντας τό παιδί μου (ἐγγονάκι) ἔτσι τό ἐπῆγα μπροστά στήν Εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἔκανα προσευχή.
Ἔκλαιγα καί παρακαλοῦσα καί τήν Ἁγία Ἄννα λέγοντας: «Ἐσύ εἶσαι ἐδῶ ἡ καταφυγή μας…». Μετά ἐπῆρα τό παιδί καί ἐπῆγα στό ἰατρεῖο. Ὁ νοσοκόμος τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ μοῦ εἶπε: «Τό παιδί θά θεραπευθῆ, διότι προσεύχεσθε στόν ἀληθινό Θεό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. (Φαίνεται θά ἦτο κατηχούμενος αὐτός ὁ νοσοκόμος).
Ἡ ἐγγονούλα μας ἔμεινε στά χέρια τῶν μάγων. Ἀρρώστησε ἀμέσως καί εἶχε πόνους στό κεφάλι καί στόν λαιμό του. Δέν μποροῦσε νά φάγει τίποτε. Ἐπῆγε νά τό ἐπισκεφθῆ ἡ μάννα του καί οἱ μάγοι τήν ἔδιωξαν. Μετά ἐπῆγαν ἄλλοι συγγενεῖς τοῦ παιδιοῦ καί διά τῆς βίας τό ἐπῆραν καί τό μετέφεραν στό ἰατρεῖο. Ὁ νοσοκόμος εἶπε ὅτι ἡ ἀρρώστεια του εἶναι πολύ δυνατή καί πρέπει νἀ ἀρχίσει τήν θεραπεία του.
Ἐκείνη ἡ ἡμέρα ἦτο Κυριακή καί ἐμεῖς μόλις εἴχαμε τελειώσει τήν ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ τό ἀπόγευμα. Ἦλθε ἡ γυναῖκα μου Μάρθα καί μοῦ εἶπε τά δυσάρεστα νέα. Λυπήθηκα πολύ. Μπῆκα μέσα στό σπίτι καί ἔπεσα σέ προσευχή μπροστά στήν Ἁγία Ἄννα. Τῆς εἶπα: «Δός μου χρόνο νά πάω νά ἐπισκεφθῶ τό παιδάκι, τήν ἐγγονή μας. Ἐπῆγα μέ πολύ πόνο. Βρῆκα τό παιδάκι, τό ὁποῖο μόνο ἀνέπνεε. Ἔκανα λίγη προσευχή. Ὁ γιατρός μοῦ εἶπε ὅτι χρειάζεται ὀρός. Εἶχα μαζί μου 1000 φράγκα κογκολλέζικα (3 δολλάρια), ἀλλά ὁ ὀρός ἐκόστιζε 2500 φράγκα. Εἶπα στούς γονεῖς του νά βροῦν ἄλλα 1500 φράγκα γιά νά πάρουμε τόν πρῶτο ὀρό.
Πράγματι, ὁ γιατρός ἔβαλε τόν πρῶτο ὀρό καί μετά μᾶς εἶπε ὅτι χρειάζονται ἀκόμη ἄλλοι τέσσαρεις. Τοῦ εἶπα ὅτι δέν ἔχω ἄλλα χρήματα σπίτι μου. Τότε μᾶς εἶπε: «Πάρτε τό παιδί καί πηγαίνετε σπίτι σας. Δέν μποροῦμε νά συνεχίσουμε τήν θεραπεία του…».
Ἐπήγαμε στό σπίτι. Μαζί μας φιλοξενούσαμε τόν κατηχητή τῆς πόλεως Ντιλόλο, Στέφανο, μέχρι πού νά βρῆ μέσο νά συνεχίσει τό ταξίδι του. Μᾶς παρηγόρησε καί μᾶς εἶπε θά κάνουμε μαζί προσευχή γιά τό παιδί.
Ἐν τῶ μεταξύ τά παιδιά τῆς ἀδελφῆς μου, τῆς μάγισσας, εἶχαν ἀλλάξει συμπεριφορά ἀπέναντί μου. Εἶχαν ἔλθει σπίτι μου καί εἶπαν: «Ξέρουμε ποιός ὡδήγησε τό παιδί σ᾿ αὐτό τό χάλι».
Ἡ μητέρα τοῦ παιδιοῦ ἔστειλε δύο συγγενεῖς της στόν μάγο τῆς κεντρικῆς πόλεως Μουτσάτσα. Ὁ μάγος τούς εἶπε μία παροιμία:
«Μέλι στό πόδι, πεῖνα στό στομάχι».
-Πῶς θά πάει ἡ κατάστασις τοῦ παιδιοῦ; Τόν ἐρώτησαν. Ἐκεῖνος εἶπε:
-Ἡ μητέρα τοῦ παιδιοῦ εἶναι μάγισσα. Τώρα πού θά γυρίσετε, θά βρῆτε τό παιδί πεθαμένο. Πρίν ἀναχωρήσουν, ἐκάλεσαν ἕνα συγγενῆ τους πού μόλις εἶχε ἔλθει ἀπό τήν Ζάμπια καί εἶχε μαζί του τό μαγικό φάρμακο, πού λέγεται Κικόντο. Τοῦ εἶπαν ὅτι τό παιδί πέθανε ἐξ αἰτίας τοῦ ὀρθοδόξου κατηχητοῦ, διότι αὐτός ἔχει πολλή μαγική δύναμι. Αὐτό τό φάρμακο πού ἔφερα, τούς εἶπε, ἀκόμη καί κάτω ἀπό τό νερό νά τό κρύψω, μόνο ἕνας νεκρός ἤ πάστορας θά μπορέση νά τό βγάλει.
Ὅλοι αὐτοί λοιπόν, μέ φώναξαν καί μοῦ εἶπαν:
-Ἡ ἀδελφή σου ἔχει φύγει γιά τό Λουμπουμπάσι. Τόν θάνατο τοῦ παιδιοῦ ἐσύ τόν ἔχεις προκαλέσει.
-Ἐγώ, τούς εἶπα, εἶμαι κατηχητής. Δέν εἶναι δυνατόν νά κάνω φάρμακα καί νά σκοτώνω ἀνθρώπους.
Αὐτός ὁ μάγος ἀπό τήν Ζάμπια μοῦ εἶπε: Αὐτό τό φάρμακο Κικόντο, πού ἔχω φτιάξει, θά ὁδηγήσει τό φέρετρο μέ τό παιδί μέσα στό σπίτι σου. Καί, ἄν δέν τό σκότωσες ἐσύ, θά φύγη καί θά πάει νά ἀποκαλύψει τόν φονιᾶ του.
Μ᾿ ἐπῆραν καί πήγαμε μαζί ἐκεῖ πού ἦτο τό φέρετρο. Μέ ἐντολή τοῦ μάγου σηκώθηκε τό φέρετρο κολλημένο στίς πλάτες τεσσάρων μεταφορέων καί ἐπῆρε τόν δρόμο τρέχοντας πρός τό σπίτι μου. Μοῦ εἶπε ὁ μάγος:
-Τώρα πᾶμε στό σπίτι σου. Θά ἰδοῦμε τί θά κάνει τό φέρετρο. (σ.σ.Τό φέρετρο κινεῖται μέ δαιμονική δύναμι και ἐξουσία).
Ἐγώ τοῦ εἶπα:
-Ὁ Θεός εἶναι Ζωντανός.
Τό φέρετρο μπῆκε στήν αὐλή, ὅπου βρίσκεται καί ἡ λασποκαλύβα-ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Ἄννης καί στάθηκε ἀκίνητο στίς πλάτες τῶν μεταφορέων του. Ὁ μάγος τοῦ εἶπε: «Δός μας δρόμο. Ποῦ θά βαδίσουμε; Τότε ἐγώ ἔπιασα σφικτά τόν σταυρό πού φοροῦσα στόν λαιμό μου καί εἶπα:
-Φῦγε, σατανᾶ ἀπό ἐδῶ. Ἐδῶ εἶναι τό προαύλιο τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἁγίας Ἄννης.
Τό φέρετρο ἐτράβηξε κοντά του τούς τέσσαρεις καί ἐπέστρεφε πρός τά ὀπίσω. Μπῆκε στόν κεντρικό δρόμο καί γρήγορα-γρήγορα ἦλθε στήν ἀγορά τοῦ χωριοῦ μας. Μέ ταχύτητα μπῆκε στό σπίτι τοῦ μάγου Samukuli. Τόν πλησίασε, τόν κτύπησε καί τόν ἔριξε κάτω. Μετά ἔφυγε μαζί μέ τό πλῆθος τῶν ἀνθρώπων πού τό ἀκολουθοῦσαν μέ φωνές καί ἀλλαλαγμούς. Μετά ἔλεγαν:
-Τώρα θά πᾶμε νά συλλάβουμε τόν ὀρθόδοξο κατηχητή.
Γι᾿αὐτό ἐπῆραν πέτρες καί ξύλα. Μέ ὕβριζαν καί μοῦ ἔλεγαν:
-Σήμερα θά πεθάνεις καί ἐσύ μέ ὅλη τήν οἰκογένειά σου.
Ὁ μάγος μοῦ εἶπε:
– Ἔχεις καί σύ διάβολο μέσα σου.
Μέ κράτησαν ἀκίνητο σ᾿ ἕνα μέρος καί μέ ὕβριζαν μέ ἀπειλές νά μέ κτυπήσουν. Τότε φώναξα τήν Ἁγία Ἄννα καί εἶπα:
-Ἁγία Ἄννα, πολέμησε τούς ἀοράτους ἐχθρούς καί προστάτευσε ἐμένα….
Κατόπιν τό φέρετρο ἔπεσε κάτω ἀπό τίς πλάτες τῶν τεσσάρων καί ἄνοιξε. Τό ξαναπῆραν οἱ τέσσαρεις καί πῆγε καί κτύπησε τό σπίτι μιᾶς ἄλλης γυναίκας πού ἀπέδειξε ὁ διάβολος ὅτι ἦτο κι αὐτή μάγισσα καί συνεργάτις στόν θάνατο τοῦ παιδιοῦ. Μετά τό φέρετρο μπῆκε στό δωμάτιο τῆς ἀδελφῆς μου, τῆς μάγισσας. Ἔμεινε ἐπάνω στό κρεββάτι. Τότε οἱ ἄνθρωποι πέταξαν τά ξύλα καί τίς πέτρες καί ζητοῦσαν συγγνώμη, διότι ἔκαναν λάθος.
Τά παιδιά τῆς ἀδελφῆς μου αἰσθάνθηκαν ντροπή, διότι δέν ἤμουν ἐγώ ὁ μάγος, ἀλλά ἡ μάννα τους καί ἀδελφή μου.
Μετά ἦλθε ἡ ἀστυνομία, τούς συνέλαβε καί τούς ὡδήγησε στήν φυλακή. Ἦσαν τρία ἄτομα πού συνεργάσθηκαν γιά τόν φόνο τοῦ παιδιοῦ. Τούς ἐζήτησαν γιά πρόστιμο 10.000 φράγκα κογκολλέζικα, δηλαδή 30 δολάρια.
από το βιβλίο: «ΘΑΥΜΑΣΤΕΣ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ» – Ἱεραποστολικό Κλιμάκιο Κολουέζι Κογκό, Σωτήριον ἔτος 2002 (Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου)