Ο κεντρικός σιδηροδρομικός σταθμός έπαψε πλέον να λειτουργεί. Ο χώρος, γύρω από το επιβλητικό κτήριο του σταθμού, θα μετατραπεί σε ένα μικρό «Ντουμπάι», υπόσχονται οι 'Αραβες επενδυτές που έχουν αναλάβει την ανάπλαση τής δεξιάς όχθης του ποταμού Σάββα. Οι κάτοικοι της πόλης με θλίψη παρακολουθούν να θυσιάζεται στον βωμό του εκσυγχρονισμού ένα κομμάτι της ιστορίας αυτής της πόλης.
Το μακρόσυρτο, βραχνό σφύριγμα του καρβουνιάρη, την 1η Σεπτεμβρίου του 1884, σήμανε την έναρξη λειτουργίας του κεντρικού σιδηροδρομικού σταθμού του Βελιγραδίου. Χιλιάδες κάτοικοι της πόλης από νωρίς τα ξημερώματα συνέρρεαν στον χώρο γύρω από το επιβλητικό κτήριο που αναδύθηκε στο μέσον της κακόφημης γειτονιάς με την ονομασία «Τσιγγάνικη μπάρα» η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε «Bara Venecia».
Ο αρχιτέκτονας Ντραγκούντιν Μιλουτίνοβιτς και οι κατασκευαστές από την Γαλλία αισθάνονταν υπερήφανοι που πρόσφεραν στην πρωτεύουσα του νεοσύστατου σερβικού κράτους ένα κτήριο ευρωπαϊκών προδιαγραφών. Το ίδιο υπερήφανος ήταν και ο βασιλιάς Μίλαν Ομπρένοβιτς που επί των ημερών του κατασκευάστηκε ένας από τους μεγαλύτερους, τότε, και ομορφότερους σιδηροδρομικούς σταθμούς στην Ευρώπη.
Οι έντονες καταγγελίες, πόσο μάλλον οι φήμες, για δωροδοκία κατά την ανάθεση της κατασκευής του έργου σε γαλλική εταιρία, δεν απέτρεψαν τον νεοστεφθέντα βασιλιά να παραβρεθεί στα εγκαίνια και μάλιστα να είναι ο πρώτος επιβάτης, ταξιδεύοντας για τη Βιέννη. Την ίδια χρονιά από τον σταθμό αυτό ξεκίνησε και το πρώτο τραίνο για το νότο, την πόλη Νις και έτσι αποτέλεσε κόμβο διασύνδεσης της δυτικής Ευρώπης με την ανατολή. Το 1888 εντάχθηκε στους σταθμούς διέλευσης του «Orient express».
Και τι δεν γνώρισε στην μακρόχρονη ιστορία του ο σιδηροδρομικός σταθμός του Βελιγραδίου. Στρατούς νικητών αλλά και ηττημένων, ορδές κατακτητών, καραβάνια προσφύγων και μεταναστών. Από τον σταθμό αυτό ξεκίνησαν τα στρατεύματα των Σέρβων για τους νικηφόρους βαλκανικούς πολέμους αλλά και εδώ έφτασαν τα στρατεύματα κατοχής της Αυστροουγγαρίας και της ναζιστικής Γερμανίας. Από εδώ οδηγήθηκαν στα στρατόπεδα του θανάτου οι Εβραίοι και οι Τσιγγάνοι. Ο σταθμός αυτός ήταν η τελευταία εικόνα που πήραν από την πόλη τους... Κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου ο κεντρικός σταθμός του Βελιγραδίου βομβαρδίστηκε πολλές φορές και από τους ναζιστές αλλά και από τους συμμάχους. Παρέμεινε ωστόσο όρθιος και υποδέχθηκε τους απελευθερωτές, τον κόκκινο στρατό και τους παρτιζάνους του Τίτο. Έγινε αφετηρία νέων κατακτήσεων! Από εδώ άρχισε να χτίζεται το όνειρο για έναν καλύτερο κόσμο. Ακόμα αντηχούν στους διαδρόμους του σταθμού τα τραγούδια των νέων που πήγαιναν, εθελοντές, για να κατασκευάσουν στην ενδοχώρα σιδηροδρομικές γραμμές, δρόμους, να αποξηράνουν λιμνοθάλασσες, να χτίσουν γέφυρες….
Κι όταν η ιστορία τα έφερε ανάστροφα και οι φίλοι έγιναν εχθροί από εδώ έφευγαν τα στρατεύματα με προορισμό τα σύνορα με την Ουγγαρία απ’ όπου αναμενόταν επέμβαση των Σοβιετικών, ενώ ταυτόχρονα, από έναν απόμερο διάδρομο αναχωρούσαν τα βαγόνια με υποστηρικτές του Στάλιν που οδηγούνταν στα κάτεργα. Από τον σταθμό αυτό θα εκδιωχθούν και οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες που υποστήριξαν τη γραμμή Στάλιν στη σύγκρουση με τον Τίτο, το 1948. «Όταν τους φορτώσαμε στα επιβατικά βαγόνια, αυτοί κρέμονταν από τα παράθυρα φώναζαν συνθήματα κατά του Τίτο και υποτιμητικά, έσκιζαν και πετούσαν τα δηνάρια της Σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας που εμείς τους είχαμε δώσει» είχε διηγηθεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, το 2014, ο τότε διοικητής της Υπηρεσίας Ασφάλειας και πληροφοριών (OΖNA) Γιόβο Κάπιτσιτς. Τις δεκαετίες του ΄60 και του ΄70 από εδώ αναχωρούσαν οι μετανάστες που πήγαιναν για δουλειά στη Γερμανία. Πρόσωπα πονεμένα που έβλεπαν πίσω απ το νοτισμένο τζάμι τις σιλουέτες των παιδιών τους, να σπαράζουν στο κλάμα και σκίζονταν η καρδιά τους. Αυτά τα ίδια παιδιά θα τους περιμένουν και όταν θα επιστρέψουν, μα δεν θα τα αναγνωρίζουν, και εδώ, σ αυτόν το σταθμό, θα καταριούνται την ξενιτιά που τους χώρισε απ’ τους αγαπημένους τους.
Για τους Έλληνες μετανάστες ο σταθμός του Βελιγραδίου ήταν ενδιάμεση στάση στο ταξίδι για την Γερμανία, όπου γινόταν η αλλαγή των βαγονιών. Τα ελληνικά βαγόνια του «Ακρόπολις Εξπρές» αφαιρούνταν και προσθέτονταν τα γερμανικά. Η μυρωδιά της πατρίδας χάνονταν και τα πρόσωπα των αγαπημένων άρχιζαν να ξεθωριάζουν στη μνήμη. Εδώ, στον σταθμό του Βελιγραδίου οι Έλληνες μετανάστες συνειδητοποιούσαν ότι είναι αργά για να μετανιώσουν και η θλίψη γινόταν ακόμη μεγαλύτερη. Στην επιστροφή βέβαια το κλίμα ήταν διαφορετικό. Η αλλαγή βαγονιών δεν τους ήταν πλέον κόπος και οι παραγεμισμένες βαλίτσες με ρουχαλάκια, παιχνίδια και σοκολάτες τους φαινόταν πούπουλο. Το Βελιγράδι σήμαινε γι αυτούς ότι έμεινε «μια ανάσα δρόμος» για να σφίξουν στην αγκαλιά τα παιδιά τους. Μερικά χρόνια αργότερα το «Ακρόπολις Εξπρές» έφερνε μία άλλη γενιά Ελλήνων μεταναστών, τους φοιτητές. Νέοι άνθρωποι με όνειρα και φιλοδοξίες θα περάσουν, κάπως φοβισμένα την πρώτη φορά, την κεντρική πύλη του σταθμού αναζητώντας τη γνώση που θα τους προσφέρει ένα καλύτερο μέλλον. Στη συνέχεια θα περάσουν πολλές φορές αυτήν την πύλη και το κτήριο του σταθμού θα προκαλεί πάντα νοσταλγία και πόθο για την πατρίδα.
Στο κεντρικό σταθμό του Βελιγραδίου τα τρένα δεν θα ξανασφυρίξουν!
Το επιβλητικό κτήριο, όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, θα μετατραπεί σε ιστορικό μουσείο και γύρω του θα υψωθούν ουρανοξύστες από σκυρόδεμα, ατσάλι και γυαλί που θα προσπαθήσουν να του κλέψουν την αίγλη. Μάταια! Γιατί αυτό το κτήριο έχει ψυχή που χτίστηκε από τον βίο των μικρών ανθρώπων με τη μεγάλη ψυχή. Από τα αναφιλητά της μάνας του στρατιώτη που αναχωρεί για το μέτωπο, το βουβό κλάμα του πατέρα που παραλαμβάνει το φέρετρο του γιου του, το φοβισμένο βλέμμα των διωκόμενων, την αγωνία και τον πόνο των μεταναστών, τα δάκρυα των παιδιών που αποχαιρετούν τους γονείς τους... Όλα αυτά είναι ψυχή! Αλλά και οι χαρές, τα όνειρα, οι ελπίδες, οι προσδοκίες, το ζεστό φιλί στα κρύα παγκάκια του πρώτου διαδρόμου… ακόμη και τα γλυκόλογα της πόρνης που «ψαρεύει» πελάτες στην ανατολική είσοδο, είναι ψυχή! Αυτήν την ψυχή κανείς δεν θα μπορέσει να τη σβήσει γιατί έχει φωλιάσει στην συλλογική μνήμη αυτού του τόπου.