Ο Shinzo Abe δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλής πολιτικός. Για την ακρίβεια είναι ένας πολιτικός για τον οποίο διατυπώνονται περισσότερες αρνητικές γνώμες απ' ό,τι θετικές. 47% των Ιαπώνων θα προτιμούσαν να μην τον ξαναδούν πρωθυπουργό έναντι 37% που ήθελαν την επανεκλογή του. Κι όμως ο Shinzo Abe είναι ο μεγάλος θριαμβευτής των ιαπωνικών βουλευτικών εκλογών της Κυριακής -και ετοιμάζεται για την τρίτη θητεία του στον πρωθυπουργικό θώκο.
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, ο κυβερνών συνασπισμός του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος και του συντηρητικού βουδιστικού Komeito θα συγκεντρώσει τουλάχιστον 310 έδρες που αντιπροσωπεύουν μιαν άνετη πλειοψηφία στην Κάτω Βουλή.
Οι εκλογές φάνηκε να μην επηρεάζονται ιδιαίτερα από το σκάνδαλο της μεταλλουργικής βιομηχανίας Kobe Steel, όπου είχε παλαιότερα εργαστεί ο Abe, και η οποία παραποιούσε τα στοιχεία για τα μεταλλικά προϊόντα που πουλούσε σε πλήθος πελατών.
Ούτε πλήρωσε εκλογικά ο Abe το γεγονός ότι το οικονομικό του πρόγραμμα, δηλαδή η ιαπωνική εκδοχή "ποσοτικής χαλάρωσης" που έλαβε την ονομασία Abenomics, ούτε μεγάλους ρυθμούς ανάπτυξης έφερε ούτε ενίσχυσαν τη θέση των εργαζομένων, παρά τις πρωθυπουργικές υποσχέσεις.
Από την άλλη πλευρά, όμως, ο Abe ενισχύθηκε από την επιδείνωση της βορειοκορεατικής κρίσης. Οι απειλές της Πιονγκγιάνγκ και οι δοκιμές πυρηνικών όπλων και βαλλιστικών πυραύλων ικανών να πλήξουν την Ιαπωνία, έδωσαν επιπλέον επιχειρήματα στην εθνικιστική και νεομιλιταριστική ρητορική του Abe και του κυβερνώντος συνασπισμού.
Ο Abe, που θεωρεί πολιτικό του πρότυπο τον παππού του Nobusuke Kishi, καταδικασμένο για εγκλήματα πολέμου στην Μαντζουρία και την Κορέα και μετέπειτα πρωθυπουργό της Ιαπωνίας στα τέλη της δεκαετίας του 1950, είναι μέλος της σιντοϊστικής συντηρητικής οργάνωσης Nippon Kaigi με βασικό αίτημα την ανάκτηση της αυτοκρατορικής αίγλης της Ιαπωνίας.
Καθόλου τυχαία, μία από τις βασικές επιδιώξεις του είναι να εκκινήσει τη διαδικασία αλλαγής του πασιφιστικού Συντάγματος, που επιβλήθηκε στην Ιαπωνία από τις ΗΠΑ μετά την ήττα της στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Βασική επιδίωξη του Abe είναι η αναθεώρηση του συνταγματικά προβλεπόμενου ρόλου των ενόπλων δυνάμεων, με στόχο αυτές να αποκτήσουν πλήρη χαρακτηριστικά στρατού, συμπεριλαμβανομένης και της συμμετοχής τους σε αποστολές εκτός συνόρων. Η αναθεώρηση του άρθρου 9 συντάγματος θα χρειαστεί πλειοψηφία δύο τρίτων στο κοινοβούλιο και κατόπιν έγκριση με δημοψήφισμα. Είναι βέβαια σαφές ότι η προοπτική αυτή εξοργίζει τόσο την Κίνα όσο όμως και τη Νότια Κορέα, δεδομένου ότι και οι δύο χώρες διατηρούν ιδιαίτερα οδυνηρές αναμνήσεις από τη δράση του ιαπωνικού μιλιταρισμού στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα.
Στην πραγματικότητα, οι εκλογές δεν αντιπροσωπεύουν τόσο μια νίκη του Abe λόγω ενίσχυσης της απήχησής του, όσο μιαν ήττα της αντιπολίτευσης, που δεν μπόρεσε να κεφαλαιοποιήσει την κοινωνική δυσαρέσκεια. Η αποδιάρθρωση του Δημοκρατικού Κόμματος, που θέλησε για ένα σύντομο διάστημα να αποτελέσει το αντίβαρο απέναντι στο κυβερνών (για το μεγαλύτερο μέρος της μεταπολεμικής ιστορίας της Ιαπωνίας) Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα, διαμόρφωσε μια συνθήκη όπου ούτε το Συνταγματικό Δημοκρατικό Κόμμα ούτε το "Κόμμα της Ελπίδας” που συγκρότησε την τελευταία στιγμή η κυβερνήτης του Τόκυο Yuriko Koike μπορούσαν να σταθούν ως πειστικές εναλλακτικές λύσεις.
Τα πράγματα δεν βοήθησε η άρνηση της Koike να διεκδικήσει μια θέση στο κοινοβούλιο (μάλιστα την ημέρα των εκλογών βρισκόταν στο Παρίσι σε μια διεθνή διάσκεψη για το κλίμα) ή να δηλώσει ποιον στηρίζει το κόμμα της για πρωθυπουργό. Επιπλέον, τα κόμματα της αντιπολίτευσης ήσαν διαιρεμένα στο θέμα της αναθεώρησης του συντάγματος: το κόμμα της Koike έχει αρκετά επιθετική εξωτερική και αμυντική πολιτική, κοντά σε αυτή του Abe, ενώ το Συνταγματικό Δημοκρατικό Κόμμα εμφανίζεται αντίθετο στην αναθεώρηση του άρθρου 9 του Συντάγματος. Άλλωστε, αυτή η εικόνα μιας διαιρεμένης και απροετοίμαστης αντιπολίτευσης ήταν και ένας από τους βασικούς λόγους που οδήγησαν τον Abe στο να προχωρήσει σε πρόωρες εκλογές.
Ωστόσο, ο τακτικός θρίαμβος δεν σημαίνει ότι τα πράγματα θα είναι τόσο απλά για τον Ιάπωνα πρωθυπουργό. Η συμμετοχή στις εκλογές ήταν ιδιαίτερα χαμηλή, στο 53,7% - μία μονάδα πάνω από τις εκλογές του 2014 που ήταν το ιστορικά χαμηλότερο ποσοστό συμμετοχής στη νεότερη ιαπωνική ιστορία. Η ιαπωνική κοινωνία μπορεί να μην πείστηκε από την αντιπολίτευση αλλά αυτό δεν αναιρεί τη συσσωρευμένη φθορά του κυβερνώντος κόμματος και του ίδιου του Abe. Το δε δημοψήφισμα ενέχει τον κίνδυνο, όπως φάνηκε και σε άλλες χώρες, να αποτελέσει πεδίο έκφρασης διάαφορών δυναμικών. Και βέβαια, παραμένει η απουσία σημαντικής αναπτυξιακής δυναμικής στην ιαπωνική οικονομία, όπως και η δυσαρέσκεια για την απουσία πραγματικής βελτίωσης της θέσης του μεγαλύτερου μέρους της ιαπωνικής κοινωνίας.