Ενας λατόμος, έξω από την Αλεξάνδρεια, ονόματι Ευλόγιος, ήταν πάμπτωχος. Είχε όμως την καλή συνήθεια να γυρνάει κάθε νύχτα με ένα φανάρι στον δρόμο και να ζητά ξένους να φιλοξενήσει και μάλιστα μοναχούς της ερήμου.Καλός του φίλος και συχνός επισκέπτης ήταν ένας ασκητής, ο οποίος αγαπούσε τον Ευλόγιο, αλλά θλίβονταν για την φτώχεια του λατόμου.
Κάποτε λοιπόν έκανε μεγάλη προσευχή να πλουτίσει ο φίλος του ο Ευλόγιος, με το σκεπτικό πώς αν γίνοταν έξαφνα πλούσιος, θα μπορούσε να ωφελήσει περισσότερους και να ελεήσει ακόμα πιό πολλούς.
Βλέπει λοιπόν τότε κατ’ όναρ, πώς βρίσκοταν στα Ιεροσόλυμα, στον Πανάγιο Τάφο και δύο λαμπρόμορφοι νέοι τον άρπαξαν και τον παρουσίασαν σε έναν τρίτο φοβερό στην όψη νέο, πού δεν ήταν άλλος από τον Χριστό. Ο Κύριος τότε ρώτησε τον ασκητή, πού έτρεμε και έστεκε σαν απονεκρωμένος, αν εγγυάται για την ψυχή του Ευλογίου, εφ όσον Αυτός εκπληρώσει τις προσευχές του. Και εκείνος ο ασυλλόγιστός είπε: Ναι. Εγγυώμαι. Ευθύς τότε, του φάνηκε πώς μέσα από φωτιές κυλούσε απέραντο χρυσάφι και σκέπαζε τον Ευλόγιο. Τότε, ο ασκητής ξύπνησε , με την ενθύμηση όμως και τον φόβο αυτής της θεωρίας.
Εντωμεταξύ, ο Ευλόγιος πήγε στο λατομείο, όπως κάθε μέρα και με το πρώτο χτύπημα, ανακάλυψε μεγάλη ποσότητα χρυσών νομισμάτων! Και επειδή φοβήθηκε μήπως ο άρχοντας του τόπου τον θεωρήσει καταχραστή και κλέφτη, αρπάζει τα νομίσματα, κατεβαίνει στην Αλεξάνδρεια και από κει με ένα καράβι, φεύγει για την Βασιλεύουσα. Εκεί αγόρασε τίτλο τιμής και ένα πολυτελέστατο παλάτι και γρήγορα αναρριχήθηκε στα δημόσια αξιώματα. Ο πλούτος όμως σκλήρυνε την καρδιά του, και από ελεήμων και φιλάνθρωπος, κατάντησε άπληστος, σκληρόκαρδος και υπερήφανος.
Ο ασκητής πίσω στην Αίγυπτο, έχασε τον φίλο του και κατάλαβε ευθύς πώς ο Ευλόγιος μάλλον πλούτισε , κατά την υπόσχεση του Κυρίου και εγκατέλειψε την ταπεινή του θέση και παρέμεινε έτσι ικανοποιημένος και αμέριμνος. Ώσπου, μετά από πολύ καιρό βλέπει πάλι στον ύπνο του ο ασκητής, πώς μεταφέρθηκε στον Πανάγιο Τάφο, στο φοβερό δικαστήριο και πώς ο Κύριος εξοργισμένος και απειλητικός,διέτασσε βασανιστήρια και τιμωρία για τον άθλιο, πού εγγυήθηκε για την χαμένη ψυχή του Ευλογίου. Ο ασκητής κατάλαβε την μεγάλη πτώση του φίλου του και την ασυλλόγιστη εγγύηση πού έδωσε γι αυτόν και άρχισε να εκλιπαρεί για έλεος και για να του δοθεί καιρός να επανορθώσει. Ώσπου, μέσα σε φωτοχυσία και δόξα είδε την Υπεραγία Θεοτόκο να μεσιτεύει και να εγγυάται Εκείνη και για τον ασκητή τον ίδιο και για τον Ευλόγιο.
Αμέσως ξύπνησε ο ασκητής και έτρεξε μετά φόβου και αγωνίας να βρεί τον Ευλόγιο. Με τα πολλά, τον εντόπισε στην Κων/πολη, μεγάλο και τρανό άρχοντα, τον οποίο μάλιστα είδε κάποτε από μακρυά (πάντα από μακρυά), με μεγάλη φαντασία και συνοδεία , σαν να ήταν κάποιος βασιλιάς. Όμως όσο και αν παρακαλούσε τους υπηρέτες και τους δούλους, να τον δεχτεί σε ακρόαση ο Ευλόγιος, τόσο εκείνοι τον απόδιωχναν και μάλιστα τον χτύπησαν. Δεν μπορεσε να μπεί στο παλάτι του πρώην φιλόξενου ανθρώπου, ο ασκητής! Τόσο μεγάλη ήταν η πωρωση και η ακαταδεξιά του πρώην ελεήμονα Ευλόγιου και αυτή ήταν η επίδραση του άθλιου και άκοπου πλούτου! Οπότε καταπονημένος και δυστυχής ο ασκητής ξαναγύρισε στον τόπο του.
Ο Θεός όμως δια πρεσβειών της Υπεραγίας Θεοτόκου, δεν άφησε τον Ευλόγιο και τον ασκητή να χαθούν.Ο Ευλόγιος συνωμότησε κατά του αυτοκράτορα, η συνωμοσία έγινε φανερή και εν μιά νυχτί, έχασε και την θέση και την περιουσία του! Με πολλές προφυλάξεις και κινδύνους κατάφερε να ξεφύγει από τους διώχτες του και ξαναγύρισε με πολλά βάσανα για να κρυφτεί στο ταπεινό του λατομείο.
Εκεί τον βρήκε μετά από λίγο ο ασκητής, ταπεινωμένο και εξαθλιωμένο, να έχει πάρει και πάλι το φανάρι του και να ψάχνει ξένο να φιλοξενήσει και να αναπαύσει. Με δάκρυα στα μάτια τότε, ο αββάς διηγήθηκε στον λατόμο την όλη υπόθεση και εκείνος αφού μετανόησε και έκλαψε πικρά, έλαβε την συγχώρηση. Με τον καιρό εξελίχτηκε ο Ευλόγιος στον πιό ταπεινό και ελεήμονα άνθρωπο του καιρού του . Αλλά και ο ίδιος ο ασκητής ωφελήθηκε και διδάχτηκε να μην ζητά ανόητα και επικίνδυνα πράγματα από τον Θεό.
Από το Γεροντικό και τον Ευεργετινό