Οι νέες συγκρούσεις που έχουν ξεσπάσει από την περασμένη εβδομάδα στη λεγόμενη ημισέληνο του πετρελαίου, τον πνεύμονα της οικονομίας της Λιβύης, περιπλέκουν τις προσπάθειες για την επίλυση της κρίσης, αναδεικνύοντας για άλλη μια φορά τις βαθιές διαιρέσεις που υπαρχουν στη χώρα.
Την περασμένη Πέμπτη, ένοπλες ομάδες που διοικεί ο οπλαρχηγός Ιμπραχίμ Τζαντράν επιτέθηκαν σε πετρελαϊκές εγκαταστάσεις στη βορειοανατολική Λιβύη, που ελέγχει ο Λιβυκός Εθνικός Στρατός (ΛΕΣ), μια δύναμη που ίδρυσε και διοικεί ο στρατάρχης Χαλίφα Χάφταρ. Οι μάχες ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα γύρω από τους τερματικούς σταθμούς Ρας Λανούφ και ας Σίντρα προκάλεσαν «καταστροφικές ζημιές» στις υποδομές, όπως κατήγγειλε η Εθνική Επιχείρηση Πετρελαίου (ΕΕΠ) της Λιβύης.
Η χώρα συνεχίζει να σπαράσσεται από τις συγκρούσεις για την εξουσία και τις εχθροπραξίες μεταξύ αντίπαλων ένοπλων οργανώσεων μετά την πτώση του καθεστώτος του Μουάμαρ Καντάφι το 2011. Από τη μια πλευρά στέκει η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας (ΚΕΕ), με έδρα την Τρίπολη, που αναγνωρίζεται από τον ΟΗΕ, από την άλλη ο 75χρονος Χάφταρ και οι δυνάμεις του, που διαθέτουν την υποστήριξη μιας αντίπαλης κυβέρνησης στο ανατολικό τμήμα της χώρας.
Ο 35χρονος Τζαντράν, η φυλή του οποίου, Αλ Μαγάρμπα, ζει ιστορικά στην περιοχή όπου βρίσκονται οι σημαντικότερες πετρελαϊκές εγκαταστάσεις, αψηφά συχνά τις μεταβατικές αρχές μετά την εξέγερση του 2011 που ανέτρεψε τον Καντάφι. Όταν διοικούσε τη Φρουρά των Πετρελαϊκών Εγκαταστάσεων, που είναι επιφορτισμένη με την ασφάλεια στην πετρελαϊκή ημισέληνο, είχε σταματήσει τις εξαγωγές από αυτή την περιοχή για δύο χρόνια, πριν εντέλει εκδιωχθεί από την περιοχή κατόπιν επιχειρήσεων του ΛΕΣ το 2016. Αλλά σε βίντεο που αναρτήθηκε την Πέμπτη σε ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης, γνωστοποίησε την πρόθεσή του να επιστρέψει στα εδάφη της φυλής του. Παρά την απουσία του από το προσκήνιο από το 2016, ο Τζαντράν επιστρέφει για να διεκδικήσει «τον έλεγχο της Κυρηναϊκής», του ανατολικού τμήματος της Λιβύης, «και του πετρελαίου της», επισήμανε η Φεντερίκα Σαΐνι Φαζανότι του ινστιτούτου Brookings της Ουάσινγκτον.
Πηγές προσκείμενες στον ΛΕΣ κάνουν λόγο περί συμμαχίας ανάμεσα στον Τζαντράν και τις «Ταξιαρχίες Άμυνας της Βεγγάζης», οργανώσεις των ισλαμιστών που εκδιώχθηκαν από τη Βεγγάζη κατόπιν επιχειρήσεων των δυνάμεων του Χάφταρ. Σύμφωνα με αναλυτές, το αίσθημα «αδικίας» που προκαλεί το γεγονός ότι οι δυνάμεις του Χάφταρ κατηγορούν συλλήβδην όλους τους αντιπάλους τους πως είναι τρομοκράτες, ευνόησε τη συμμαχία.
Ο ΛΕΣ υποστήριξε ότι η επίθεση εναντίον των πετρελαϊκών εγκαταστάσεων είχε σκοπό να «αμβλυνθεί η πίεση στους τρομοκράτες στη Ντέρνα», όπου οι δυνάμεις του Χάφταρ έχουν εξαπολύσει έφοδο από τον περασμένο μήνα για να εκδιώξουν τους ισλαμιστές και τους τζιχαντιστές που την ελέγχουν. Για τον Τάρεκ ελ Τζερούσι, βουλευτή του κοινοβουλίου της ανατολικής Λιβύης, υποστηρικτή του Χάφταρ, οι επιθέσεις εναντίον των πετρελαϊκών εγκαταστάσεων «σχεδιάστηκαν από υπηρεσίες πληροφοριών κρατών (...) που δεν είδαν με καλό μάτι τα αποτελέσματα της συνόδου του Παρισιού».
Στα τέλη Μαΐου ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν κατάφερε να φέρει στο ίδιο τραπέζι τους βασικούς πρωταγωνιστές της κρίσης στη Λιβύη, ανάμεσά τους τον στρατάρχη Χάφταρ και τον επικεφαλής της ΚΕΕ Φάγεζ αλ Σάρατζ. Υπεγράφη μια συμφωνία που προβλέπει τη διεξαγωγή βουλευτικών και προεδρικών εκλογών τη 10η Δεκεμβρίου. Ωστόσο αναλυτές προειδοποιούν πως ο κατακερματισμός της χώρας καθιστά τέτοιου είδους δεσμεύσεις εύθραυστες, αν όχι κενές νοήματος.
Στη Λιβύη «υπάρχουν δύο χωριστές πραγματικότητες. Αυτή που παίρνει μορφή στις διεθνείς συνόδους και στους διαδρόμους των μεγάρων (...) και αυτή επί του πεδίου», εξήγησε η Σαΐνι Φαζανότι.
Η ΚΕΕ καταδίκασε από την πρώτη μέρα τις επιθέσεις εναντίον των πετρελαϊκών εγκαταστάσεων κι έκανε λόγο για «ανεύθυνη κλιμάκωση» που «σπρώχνει τη χώρα σε εμφύλιο πόλεμο». Η καταδίκη όμως αυτή δεν εμπόδισε το στρατόπεδο του Χάφταρ να κατηγορήσει την ΚΕΕ ότι βρίσκεται πίσω από τις επιθέσεις.
Οι νέες μάχες γύρω από τους πετρελαϊκούς τερματικούς σταθμούς, που είχαν ήδη υποστεί μεγάλες ζημιές σε παρόμοιες συγκρούσεις το 2016 και το 2017, καταφέρνουν βαρύ πλήγμα σε μια οικονομία ήδη διαλυμένη, επιδεινώνοντας το μαρτύριο των Λίβυων που είναι αντιμέτωποι με ελλείψεις κι αυξήσεις τιμών χωρίς προηγούμενο. Πρόκειται για «επικίνδυνο πισωγύρισμα για τον πετρελαϊκό τομέα», παρατηρεί ο ειδικός Σάαντ αλ Φέσι.
Η Εθνική Επιχείρηση Πετρελαίου ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα τη διακοπή των εξαγωγών από τους δυο τερματικούς σταθμούς που δέχθηκαν επιθέσεις. Ο επικεφαλής της Μουστάφα Σανάλα έκανε λόγο την Τετάρτη περί μείωσης της παραγωγής κατά 450.000 βαρέλια την ημέρα.
Η Λιβύη παρήγε 1,6 εκατ. βαρέλια αργού την ημέρα ως το 2011. Η παραγωγή υποπενταπλασιάστηκε έκτοτε, πριν αυξηθεί ξανά ξεπερνώντας το ένα εκατ. βαρέλια την ημέρα στα τέλη του 2017.