Ο Θησέας είναι ο κατεξοχήν ήρωας της Αθήνας, κατέχοντας την αντίστοιχη θέση στους Ίωνες που έχει ο Ηρακλής στους Δωριείς, μολονότι μια γενιά νεότερος. Μητέρα του είναι η Αίθρα, κόρη του βασιλιά της Τροιζήνας και πατέρας του ο Αιγέας, βασιλιάς των Αθηνών.
Ο Αιγέας μετά από δύο άγονους γάμους με τη Μήτα και τη Χαλκιόπη ζήτησε τη βοήθεια του Μαντείου των Δελφών, αναφορικά με το τι έπρεπε να κάνει. Το Μαντείο του έδωσε ένα άσχετο και ακαταλαβίστικο χρησμό: «Μην ανοίξεις το ασκί του κρασιού σου πριν φτάσεις στην Αθήνα». Ο Αιγέας, μη κατανοώντας το νόημα του χρησμού, ταξιδεύοντας πίσω στην Αθήνα πέρασε και από την Τροιζήνα, στην οποία βασίλευε ο σοφός Πιτθέας, με σκοπό να ζητήσει τη συμβουλή του.
Ο Πιτθέας κατάλαβε αμέσως το χρησμό (να μην μεθύσει πριν φτάσει στην Αθήνα), αλλά ήθελε πάση θυσία να τον ζευγαρώσει με την κόρη του, Αίθρα.
Έτσι, ο σοφός βασιλιάς διοργάνωσε μεγάλο συμπόσιο προς τιμήν του Αιγέα, στον οποίο προσέφερε μεγάλη ποσότητα κρασιού. Ο Αιγέας μέθυσε, με αποτέλεσμα να περάσει τη νύχτα με την Αίθρα. Το επόμενο πρωί, καταλαβαίνοντας τι είχε γίνει, ανακοίνωσε στην Αίθρα ότι θα έπρεπε να επιστρέψει μόνος στην Αθήνα και να μην μάθει κανείς ότι θα είχε απόγονο, γιατί οι Παλλαντίδες, οι 50 γιοι του αδελφού του, Πάλλαντα, διεκδικούσαν το θρόνο του.
Επιπλέον, άφησε παρακαταθήκη στο γιο του το ξίφος του και τα σαντάλια του, τα οποία τοποθέτησε κάτω από μια μεγάλη πέτρα, δίνοντας οδηγίες στην Αίθρα να τον οδηγήσει στο μέρος αυτό όταν θα ήταν αρκετά δυνατός να σηκώσει την πέτρα, να αναλάβει και να πάει στην Αθήνα, σε αναζήτηση του πατέρα του.
Καρπός της ένωσής τους ήταν ο Θησέας, που μεγάλωσε στην Τροιζήνα, μαζί με τη μητέρα του και τον παππού του. Μεγαλώνοντας, έγινε ένας όμορφος και δυνατός νέος.
Ένα από τα πρώτα του κατορθώματα ήταν να αρπάξει τον τρομερό ταύρο που είχε φέρει ο Ηρακλής από την Κρήτη: ο ταύρος, που βρισκόταν κοντά στο Μαραθώνα, προκαλούσε μεγάλη αναστάτωση στην περιοχή και έτσι ο Θησέας τον αιχμαλώτισε με αλυσίδες και τον προσέφερε θυσία στο Δελφίνιο Απόλλωνα. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Θησέας δεν δέχτηκε να του κόψουν όλα του τα μαλλιά, όπως συνηθιζόταν, αλλά μόνο τις μπούκλες γύρω από το μέτωπό του. Το κούρεμα αυτό έγινε αργότερα της μόδας, γνωστό ως «θησεία κόμη».
Λέγεται πως μια μέρα πριν ο Θησέας συλλάβει τον ταύρο έβρεχε βαριά και ζήτησε φιλοξενία σε ένα από τα σπίτια της περιοχής. Η γριά που τον φιλοξένησε ονομαζόταν Εκάλη και επειδή είχε πεθάνει λίγο μετά που έφυγε, όταν έγινε βασιλιάς στην Αθήνα έδωσε το όνομά της σε ένα χωριουδάκι της Αττικής, τη σημερινή Εκάλη, που είναι κτισμένα τα εξοχικά των πλούσιων Ελλήνων. Λίγο πριν, όταν ο Θησέας ήταν 7 ακόμη χρονών, επισκέφθηκε την Τροιζήνα ο Ηρακλής.
Ο Θησέας έπαιζε με άλλα παιδιά στα Προπύλαια, όταν φανερώθηκε ο Ηρακλής με την τρομερή του λεοντή από το δέρμα του λιονταριού της Νεμέας· ενώ όλα τα παιδιά σκορπίστηκαν από το φόβο τους, ο Θησέας, νομίζοντας - όπως και τα άλλα παιδιά - πως η λεοντή ήταν πραγματικό λιοντάρι, άρπαξε ένα τσεκούρι και όρμησε να το σκοτώσει, ξαφνιάζοντας τον Ηρακλή.
Όταν έγινε 16 χρονών, ο Θησέας οδηγήθηκε από τη μητέρα του στο χώρο που είχε αφήσει ο πατέρας του το ξίφος και τα σαντάλια του. Με ευκολία ανασήκωσε την πέτρα, ανάλαβε και, αφού του αποκαλύφθηκε η πατρότητά του, αποφάσισε να τραβήξει για την Αθήνα, σε αναζήτηση του Αιγέα. Μάταια ο Πιτθέας και η Αίθρα τον παρακαλούσαν να χρησιμοποιήσει τη θάλασσα: ο Θησέας ήθελε να πάει μέσω της στεριάς, που ήταν γεμάτη από ληστές και τέρατα, για να κατορθώσει τους νικήσει και να καθιερώσει το όνομά του σαν ήρωας, όπως ο Ηρακλής, που τόσο ζήλευε.
Έτσι και έγινε. Για τους άθλους και τις περιπέτειές του δείτε παρακάτω. Αποτέλεσμα όλων αυτών των κατορθωμάτων του Θησέα ήταν η φήμη του να προηγηθεί της άφιξής του στην Αθήνα. Την ίδια εποχή ο Αιγέας νυμφεύτηκε τη Μήδεια, μια μάγισσα που αναφέραμε σε προηγούμενό μας άρθρο, κόρη του βασιλιά Αιήτη της Κολχίδας. Η Μήδεια γνώριζε την ταυτότητα του Θησέα, την οποία όμως αγνοούσε ο Αιγέας. Έτσι, η Μήδεια τρομοκρατούσε τον Αιγέα αναφορικά με την άφιξη του Θησέα, λέγοντάς του ότι θα ερχόταν για να καταλάβει το βασίλειό του, αποφεύγοντας να του αποκαλύψει ότι ήταν ο ίδιος του ο γιος. Έτσι, τον έπεισε να σκοτώσει το Θησέα, όταν αυτός θα ερχόταν στην πόλη του.
Ο Αιγέας υποδέχτηκε με τιμές το νέο, του οποίου η ρώμη και το κάλλος είχαν αποχτήσει ήδη μυθικές διαστάσεις και διοργάνωσε προς τιμήν του συμπόσιο, στο οποίο του προσέφερε ένα κύπελλο με δηλητήριο, στη θέση του κρασιού. Την ώρα που ο Θησέας σήκωσε το σπαθί του για να κόψει ένα κομμάτι από το θυσιασμένο ζώο, ο πατέρας του αναγνώρισε το ξίφος και, σχεδόν αμέσως, τα σαντάλια του.
Έτσι, δευτερόλεπτα πριν ο Θησέας αρχίσει να πίνει το δηλητήριο, όρμησε πάνω του, άρπαξε το κύπελλο από τα χέρια του, έχυσε το περιεχόμενό του σε μια γλάστρα και του εξήγησε ότι ήταν ο πατέρας του. Ύστερα, θέλοντας να τιμωρήσει τη Μήδεια, που τον είχε ξεγελάσει, την εξόρισε στην πατρίδα της και κάλεσε το λαό των Αθηνών να υποδεχτεί τον ρωμαλέο νέο. Το γεγονός αυτό θορύβησε τους γιους του Πάλλαντα, που χωρίστηκαν σε δύο ομάδες (μια πήγε στην Αθήνα φανερά και μια κρυφά), με σκοπό να δολοφονήσουν το Θησέα.
Ο Θησέας είχε πληροφορηθεί για τις κινήσεις τους και ξαφνιάζοντας τους υπό κάλυψη εξαδέλφους του τους σκότωσε, ενώ οι υπόλοιποι τράπηκαν σε φυγή και διέφυγαν. Στη δίκη που επακολούθησε, ο Θησέας αθωώθηκε λόγω του κείμενου δικαίου.
Λέγεται μάλιστα πως για πρώτη φορά κάποιος που σκότωσε συγγενείς και δικάστηκε αθωώθηκε.
Οι άθλοι του Θησέα
Όπως αναφέραμε παραπάνω, ο Θησέας επέλεξε να πάρει το δρόμο της στεριάς για να φτάσει στην Αθήνα, παρά τις προτροπές του Πιτθέα και της Αίθρας, καθώς η στεριά ήταν γεμάτη από τέρατα και ληστές. Και πράγματι, ο Θησέας αντιμετώπισε επιτυχώς τόσες πολλές προκλήσεις, που δίκαια θα λέγαμε ότι κατέχει αντίστοιχη θέση με τον Ηρακλή, που τόσο ζήλευε. Σε αυτό το μέρος του άρθρου, θα δούμε τους άθλους που επιτέλεσε ο Θησέας στη διαδρομή του από την Τροιζήνα προς την Αθήνα.
Ο πρώτος ληστής που αντιμετώπισε ήταν ο Περιφήτης, γιος του Ήφαιστου, που δρούσε στο βουνό Αραχναίο, κοντά στην Επίδαυρο. Έστηνε καρτέρι στους περαστικούς και τους σκότωνε με ένα μεγάλο μεταλλικό ρόπαλο, γι’ αυτό ονομαζόταν και Κορυνήτης, από την «κορύνη», που στα Αρχαία Ελληνικά σήμαινε «ρόπαλο». Ο Θησέας πάλεψε μαζί του, τον νίκησε, τον σκότωσε και κράτησε το ρόπαλο για τον εαυτό του.
Αμέσως μετά οι Κενχρεαί, κοντά στον Ισθμό, ήταν η πατρίδα του Σίνη του Πιτυοκάμπτη (πευκο-τανάλιας). Όπως λέει και το όνομά του, ο γιος του Ποσειδώνα σκότωνε τους περαστικούς με τον εξής σκληρό τρόπο: Κατέβαζε κάτω δύο παράλληλους γειτονικούς πεύκους, στους οποίους έδενε τους περαστικούς. Μόλις τους έδενε σφικτά, άφηνε τα πευκόδεντρα να επιστρέψουν στην αρχική οριζόντιά τους θέση, με αποτέλεσμα να τεντώνουν βίαια και να διαμελίζουν το άτυχο θύμα από τη μέση. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο ο Θησέας σκότωσε τον άκαρδο ληστή.
Αφού πέρασε από την Κόρινθο, έφτασε στον Κρομμύωνα, στην περιοχή που σήμερα βρίσκεται ο οικισμός των Αγίων Θεοδώρων, όπου με ακόντια και ξίφη σκότωσε μια αγριογουρούνα, τη Φαιά, κόρη του Τυφώνα και της Έχιδνας, που προκαλούσε φοβερές ζημιές στην περιοχή. Η Φαιά ήταν μητέρα του Καλυδώνιου και του Ερυμάνθιου κάπρου.
Την επόμενή του στάση - και, ίσως, την πιο επικίνδυνη - την έκανε στις «Σκιρωνίδες Πέτρες», εκεί που βρίσκεται σήμερα η Κακιά Σκάλα, κοντά στα Μέγαρα. Εκεί, τον δρόμο αποτελούσε ένα θεόστενο μονοπατάκι, κατασκευασμένο ίσα να χωρεί μόνο ένα ταξιδιώτη. Τέλος πάντων, από την μια πλευρά υπήρχαν οι ορμητικές κλίσεις των βουνών, ενώ από την άλλη υπήρχε μια άγονη και αφιλόξενη παραλία.
Τα βουνά κυριαρχούσε ο Σκίρωνας, γιος του Κορίνθου και εγγονός του Πέλοπα, που υποχρέωνε τους περαστικούς να σκύψουν να του πλύνουν τα πόδια. Μόλις κόντευαν να τελειώσουν, τους έδινε μια κλωτσιά και έπεφταν στην παραλία, την οποία κυρίευε μια τεράστια σαρκοφάγα χελώνα, που καταβρόχθιζε με μανία τους περαστικούς που της έριχνε ο Σκίρωνας. Ο Θησέας πλήρωσε το Σκίρωνα με το ίδιο νόμισμα, ενώ αργότερα κατέβηκε στην παραλία και σκότωσε τη χελώνα. Το καβούκι της το έκανε ασπίδα.
Στην Ελευσίνα, ο Θησέας κατόρθωσε να νικήσει τον Κερκύονα, γιο του Ποσειδώνα και άριστο πυγμάχο, ο οποίος προκαλούσε τους διαβάτες σε μάχη μέχρι θανάτου (mortal combat που λέμε). Ο Θησέας τον σήκωσε ψηλά και τον προσεδάφισε με τόση δύναμη, που σκοτώθηκε από τη σύγκρουση.
Τέλος, η τελευταία πρόκληση για το Θησέα στο δρόμο του ήταν η συνάντησή του με το ληστή Προκρούστη, επίσης γιο του Ποσειδώνα. Ο Προκρούστης είχε τη βάση του στην Ιερά Οδό, εκεί που βρίσκεται σήμερα το Δαφνί στον Κάτω Κηφισό, ενώ, όπως και άλλοι ληστές, είχε και διάφορα ψευδώνυμα, όπως Δαμάστης ή Πολυπήμονας. Προσφερόταν να παράσχει φιλοξενία στους περαστικούς, αλλά τους υποχρέωνε να ξαπλώσουν σε ειδικό κρεβάτι που είχε: τους ψηλούς τους έβαζε σε ένα μικρό κρεβάτι, ενώ τους κοντούς σε ένα μεγάλο. Από τους μεν ψηλούς έκοβε το εξέχον άκρο, τους δε κοντούς τους υπέβαλλε στην πιο κάτω δοκιμασία: τους έδενε με λουριά και τους τέντωνε μέχρι να φτάσουν το απαιτούμενο μήκος. Και στις δύο περιπτώσεις, αφού ολοκλήρωνε τα βασανιστήριά του, τους σκότωνε και καρπούταν τα τιμαλφή τους.Ο Θησέας δεν υπέστη τη δοκιμασία και σκότωσε τον Προκρούστη με τον ίδιο τρόπο που σκότωνε τα θύματά του. (φώτο:Ο Θησέας σκοτώνει τον Προκρούστη-Αττικό αγγειο 380 π.Χ.)
Μετά από όλες αυτές τις δοκιμασίες έφτασε στην Αθήνα, για να συναντήσει τον πατέρα του μέσα από διάφορες δυσκολίες. Η φήμη του και το κάλλος του έγιναν τόσο μεγάλες, που απέκτησαν μυθικές διαστάσεις...