Εκατό χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης (24 Ιουλίου 1923), μίας συνθήκης η οποία καθόρισε και συνεχίζει να καθορίζει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, και που από το 2017 έχει μπει στο στόχαστρο του Προέδρου της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ο οποίος έθεσε το ζήτημα της αναθεώρησή της.
Με την ήττα των ελληνικών δυνάμεων τον Σεπτέμβριο του 1922 διαψεύστηκε το όραμα “της Ελλάδος των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών”. Οι διαπραγματεύσεις για το μέλλον της Τουρκίας ξεκίνησαν στις 20 Νοεμβρίου του ίδιου έτους στη Λωζάννη της Ελβετίας με τη συμμετοχή της Ελλάδας, της Τουρκίας του Κεμάλ Ατατούρκ, των δυνάμεων της Αντάντ, της τότε Γιουγκοσλαβίας, της Ρουμανίας, των ΗΠΑ, της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, του Βελγίου, της Πορτογαλίαςς και της Ιαπωνίας σε ρόλο παρατηρητή.
Η Συνθήκη της Λωζάννης αποτελεί τον πυλώνα των σχέσεων Ελλάδας- Τουρκίας. Συγκεκριμένα, η Συνθήκη καθόρισε τα σύνορα μεταξύ Ελλάδας, Τουρκίας, Βουλγαρίας, Ιράκ, και Συρίας. Στη Συνθήκη ενσωματώθηκε η υπογραφείσα σύμβαση ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας της 30 Ιανουαρίου 1923.
Ακόμη, στο άρθρο 12 αναγνωρίστηκε η ελληνική κυριαρχία στα νησιά Λήμνο, Σαμοθράκη, Λέσβο, Χίο, Σάμο και Ικαρία.
Στο άρθρο 13 ορίστηκε η περιορισμένη στρατιωτική δύναμη που θα έχει η Ελλάδα σε αυτά τα νησιά.
Στο άρθρο 14 καθορίστηκαν οι ειδικές συνθήκες αυτονομίας των ελληνικών πληθυσμών (“μη μουσουλμανικών”) στην Ίμβρο και την Τένεδο.
Το καθεστώς του Οικουμενικού Πατριαρχείου
Σύμφωνα με το Υπουργείο Εξωτερικών, το καθεστώς του Οικουμενικού Πατριαρχείου δεν αποτέλεσε αντικείμενο πρόνοιας της Συνθήκης της Λωζάννης. Στα πρακτικά αυτής (ενυπόγραφο procès-verbal της 10ης Ιανουαρίου 1923), ωστόσο, αναγνωρίζεται έμμεσα η οικουμενική θρησκευτική αποστολή του Πατριαρχείου. Σημειώνεται, ότι, κατά τις διαπραγματεύσεις της Λωζάννης, η Τουρκία ζήτησε πιεστικά την απομάκρυνση του Πατριαρχείου από την επικράτειά της για να συναντήσει, όμως, τη σθεναρή αντίδραση του Ελευθερίου Βενιζέλου και των άλλων αντιπροσωπειών.
Ήδη, από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης το 1923, η Τουρκία αποδύθηκε, ανεπιτυχώς, σε αγώνα για την αποδυνάμωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, θεωρώντας το ως κίνδυνο που έπρεπε να εξαλειφθεί. Περιόρισε την εκλογή του Πατριάρχη μεταξύ των κληρικών που έχουν την τουρκική ιθαγένεια και ασκούν εκκλησιαστικά καθήκοντα εντός Τουρκίας. Δήμευσε ναούς και ακίνητα που το τελευταίο απέκτησε από δωρεές. Προσπάθησε να το υποκαταστήσει, δημιουργώντας μία ελεγχόμενη, από το κράτος, οντότητα, το «Τουρκορθόδοξο Πατριαρχείο» το μόρφωμα αυτό, παρά την υποστήριξη των Τουρκικών Αρχών, παρέμεινε χωρίς «ποίμνιο», αν και στέρησε από την ομογενειακή Κοινότητα Γαλατά, τέσσερεις ναούς. Οι εσωτερικές εξελίξεις στην Τουρκία καταδεικνύουν ότι το μόρφωμα αυτό αναπτύχθηκε ως καρκίνωμα και για την ίδια την τουρκική κοινωνία, με αποχρώσες ενδείξεις για εμπλοκή του σε παρακρατικές, ακραίες εθνικιστικές, οργανώσεις.
Σύμφωνα με κείμενο του Αναπληρωτή Καθηγητή Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεωργίου Ι. Ανδρουτσόπουλου στο ένθετο της Κυριακάτικης εφημερίδας Καθημερινή, “η Τουρκία αρνούνταν να αποκαλέσει τον Πατριάρχη “Οικουμενικό” με το επιχείρημα ότι ο εν λόγω τίτλος επιδέχεται πολιτικές ερμηνείες που μπορεί να υπονομεύουν την τουρκική κυριαρχία. Θεωρούσε το Πατριαρχείο “πολιτικό όργανο”. Ωστόσο, η οικουμενικότητα του Πατριαρχείου προκύπτει από τα θέσμια και τις παραδόσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας, καθώς ήδη από το 451 μΧ, η εν Χαλκηδόνι Δ’ Οικουμενική Σύνοδος κατέστησε, με τον 28ο κανόνα της, την Καωνσταντινούπολη ως πρωτόθρονη Εκκλησίας της Ανατολής. Ο τίτλος αυτός δεν αποτελεί πρωτείο εξουσίας αλλά προνόμιο ευθύνης και διακονίας, είναι ένα ζήτημα καθαρά θρησκευτικό που συναρτάται ευθέως με την εσωτερική οργάνωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας και συνιστά έκφανση της θρησκευτικής αυτονομίας και αυτοδιοίκησής της”.
Οι διώξεις κατά της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη, που κορυφώθηκαν με τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου 1955 και τις μαζικές απελάσεις Ελλήνων πολιτών το 1964, σε συνδυασμό με τα μέτρα κατά του Πατριαρχείου και την απαγόρευση της λειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης (1971), δημιούργησαν σοβαρά προβλήματα στο Πατριαρχείο. Αυτές οι ενέργειες, όμως, δεν κατόρθωσαν να μειώσουν ούτε τη θέση του Πατριαρχείου ως Μητέρα Εκκλησία ούτε και την ακτινοβολία του, σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως αυτή προκύπτει από την πολυσχιδή δραστηριότητα του Οικουμενικού Πατριάρχη, επί πολλών θεμάτων.