Back to top

Σαν σήμερα το 1823: Το Ναύπλιο ορίζεται ως έδρα της κυβέρνησης

18/01/2024 - 14:29

Το Ναύπλιο ορίζεται το 1823 ως έδρα της κυβέρνησης των επαναστατημένων Ελλήνων.

Το Ναύπλιο (γνωστό επίσης ως Ανάπλι, Ναύπλιον ή Νάπολη της Ανατολής, όπως την ονόμασαν οι Ενετοί) είναι πόλη της ανατολικής Πελοποννήσου. Αποτελεί έδρα του δήμου Ναυπλιέων, πρωτεύουσα της Περιφερειακής Ενότητας Αργολίδας και έναν από τους κυριότερους λιμένες της ανατολικής Πελοποννήσου. Σύμφωνα με την απογραφή του 2021 είχε 14.532 κατοίκους. Το ιστορικό κέντρο της πόλης έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός ενώ υπήρξε πρωτεύουσα της Ελλάδας κατά την περίοδο 1827 - 1834.

 Η πόλη είναι κτισμένη στο νοτιοανατολικό άκρο του εύφορου Αργολικού κάμπου, επάνω στον Αργολικό κόλπο και είναι γνωστή για την πολύ καλά διατηρημένη παλιά πόλη της που προσελκύει μεγάλο αριθμό επισκεπτών όλον τον χρόνο, την αγροτική της παραγωγή που αποτελείται κυρίως από εσπεριδοειδή (πορτοκάλια, μανταρίνια κ.α.) και το λιμάνι της που προσελκύει σημαντικό αριθμό σκαφών αναψυχής αλλά και εμπορικά πλοία. Επίσης στεγάζει μεγάλο αριθμό δημοσίων υπηρεσιών και το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. 

Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία στην τοποθεσία της σημερινής πόλης ίδρυσε ο Ναύπλιος τη Ναυπλία, η οποία οχυρώθηκε με κυκλώπεια τείχη. Αρχαιολογικά ευρήματα αποδεικνύουν την ύπαρξη της πόλης από τα μυκηναϊκά κιόλας χρόνια. Παρόλα αυτά η πόλη ζούσε σε μεγάλο βαθμό υπό τη σκιά των Μυκηνών και αργότερα του Άργους έχοντας μικρή σημασία. Η πόλη άρχισε να αναπτύσσεται κατά τους πρώτους βυζαντινούς χρόνους όταν πρόσφυγες από τα ενδότερα της Πελοποννήσου οίκησαν τον οχυρωμένο λόφο της Ακροναυπλίας.

Η πραγματική ωστόσο ανάπτυξη της πόλης θα έρθει με την παραχώρηση της στους Φράγκους το 1212 και κυρίως μετά απο το 1388 που την κατέλαβαν οι Ενετοί. Οι Ενετοί φρόντισαν για την επέκταση της πόλης, των οχυρώσεων και του λιμανιού της, καθιστώντας τη μία απο τις πιο σημαντικές πόλεις της Πελοποννήσου. Το 1540 η πόλη καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς μέχρι το 1686 οπότε και την ανακατέλαβαν οι Ενετοί. Η δεύτερη περίοδος της Ενετοκρατίας χαρακτηρίζεται απο τη δημιουργία του ισχυρού οχυρού του Παλαμηδίου και από σημαντική οικοδομική δραστηριότητα. Το 1715 ξαναενσωματώνεται στην Οθωμανική αυτοκρατορία και μάλιστα ορίζεται πρωτεύουσα του Βιλαετίου του Μορέα μέχρι το 1770, παραμένοντας σημαντικό τοπικό κέντρο.

Η πόλη διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην Ελληνική επανάσταση με μία παρατεταμένη πολιορκία να ξεκινά το 1821 και να τελειώνει το 1823. Μετά την απελευθέρωση της ορίζεται πρωτεύουσα της χώρας μέχρι το 1834 οπότε και θα μεταφερθεί στην Αθήνα. Το Ναύπλιο θα οριστεί έδρα της επαρχίας Ναυπλίας και του νομού Αργολιδοκορινθίας (μετέπειτα του νομού Αργολίδας) και θα ακολουθήσει την πορεία της ελεύθερης Ελλάδας. Η σημασία της πόλης θα υποβαθμιστεί σημαντικά με την ανάδειξη νέων εμπορικών δρόμων και την ανάπτυξη των λιμανιών της Κορίνθου, του Γυθείου και του Πειραιά όμως θα παραμείνει μία απο τις πιο σημαντικές πόλεις της Πελοποννήσου.

Αρχαίοι και βυζαντινοί χρόνοι

Κατά την αρχαιότητα στη θέση του σημερινού Ναυπλίου υπήρχε η πόλη Ναυπλία. Σύμφωνα με τη μυθολογία, οικιστής της ήταν ο Ναύπλιος, γιος του Ποσειδώνα και της Αμυμώνης, ενώ ο πέμπτος επίγονός του συμμετείχε στην περίφημη Αργοναυτική Εκστρατεία. Η περιοχή κατοικείται από την προϊστορία. Στην Πρόνοια βρέθηκαν τέχνεργα και τάφοι από τη μεσοελλαδική περίοδο (17ος-16ος αιώνα π.Χ.) και στην περιοχή Ευαγγελιστρία θαλαμωτοί τάφοι της μυκηναϊκής εποχής. Ανάμεσα ευρήματα ξεχωρίζει ένα ρυτό-κάλαθος που απεικονίζει έναν αίγαγρο. Από την περιοχή της Πρόνοιας υπάρχουν ευρήματα και της γεωμετρικής εποχής. Ίχνη κατοίκησης έχουν βρεθεί επίσης στο Παλαμήδι, στην Ακροναυπλία, στα Κουτσούρια και στην Καραθώνα. Η Ναυπλία ήταν αυτόνομη πόλη μέχρι τον 7ο αιώνα π.Χ., όταν κατακτήθηκε από το κοντινό Άργος, με βασιλιά τον Δαμοκράτιδα, διότι η Ναυπλία συμμάχησε με τους Σπαρτιάτες πριν το τέλος του δεύτερου μεσσηνιακού πολέμου, όπως αναφέρει ο Παυσανίας.

Στη συνέχεια έγινε επίνειο του Άργους, αλλά έχασε τη σημασία της. Όταν την επισκέφτηκε ο Παυσανίας τον 2ο αιώνα μ.Χ. ήταν ερειπωμένη. Στο λόφο της Ακροναυπλίας βρισκόταν ιερό του Ποσειδώνα. Η Ακροναυπλία οχυρώθηκε κατά τους ελληνιστικούς χρόνους και τμήματα αυτής της οχύρωσης σώζονται μέχρι σήμερα. Κατά τους παλαιοχριστιανικούς και πρωτοβυζαντινούς χρόνους το Ναύπλιο ήταν μια μικρή πόλη που ιερατικά υπαγόταν στην επισκοπή Άργους. Λόγω των επιδρομών Βαρβάρων τον 6ο-9ο αιώνα μ.Χ., κάτοικοι της κεντρικής Πελοποννήσου εγκαταστάθηκαν στον οχυρωμένο λόφο δημιουργώντας τη σημερινή πόλη του Ναυπλίου.

Μια επιδρομή των Αράβων τον 10ο αιώνα κατέστρεψε το Ναύπλιο, το οποίο όμως τον 11ο αιώνα αναδείχθηκε ως εμπορικό κέντρο και υπάγεται στην επισκοπή Άργους και Ναυπλίου. Το 1199 παραχωρήθηκε στους Βενετούς προνόμιο ελεύθερου εμπορίου στο Ναύπλιο. Το 1180 ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός ορίζει ως άρχοντα του Ναυπλίου τον Θεόδωρο Σγουρό, ο οποίος καταφέρνει να απομακρύνει τους πειρατές. Τον διαδέχθηκε ο Λέων Σγουρός, ο οποίος ανακήρυξε αυτόνομο βασίλειο και επέκτεινε την επικράτειά μέχρι τη Λάρισα, αλλά η επέκτασή του αναχαιτίστηκε από την Δ΄ Σταυροφορία το 1204. Ο Λέων Σγούρος οχυρώθηκε στην Ακροκόρινθο, όπου και πέθανε το 1208, και τα δικαιώματα του Ναυπλίου η χήρα του, Ευδοκία Αγγελίνα, τα μεταβίβασε στον Μιχαήλ Άγγελο, δεσπότη της Ηπείρου. Τελικά, ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος κατέκτησε μετά από πολιορκία το Ναύπλιο το 1210. Από τους δύο προμαχώνες της Ακροναυπλίας κατέλαβαν τον ανατολικό, ο οποίος έγινε γνωστός ως Φράγκικος, ενώ ο δυτικός έμεινε στα χέρια των Βυζαντινών, και έγινε γνωστός ως Ρωμαίικος.

Ενετικοί και Οθωμανικοί χρόνοι

Ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος παρέδωσε το 1212 το Ναύπλιο στον Όθωνα ντε Λα Ρος, άρχοντα του Δουκάτου των Αθηνών, μαζί με το Άργος και το Κιβέρι. Μετά από συνθήκη ανάμεσα στους Βυζαντινούς και Φράγκους που υπογράφηκε το 1289, οι κάτοικοι της πόλης, για να δείξουν την ενότητά τους, σχεδίασαν στην πύλη του κάστρου αγιογραφίες αγίων της ανατολικής και δυτικής εκκλησίας και το έμβλημα των Παλαιολόγων και των ντε Λα Ρος. Επί της απειλής της Καταλανικής Εταιρείας, το Ναύπλιο πέρασε στην κατοχή του Βαλτέρ ντε Μπριεν, τελευταίου δούκα των Αθηνών, και μετά το θάνατό του πέρασε στην οικογένεια Ανγκιάν, της οποίας τελευταία απόγονος ήταν η Μαριά Ανγκιάν, η οποία το 1377 ήταν 13 χρονών και φοβούμενη τόσο τους Έλληνες, όσο και τους Φλωρεντιανούς Ατσαγιόλι της Κορίνθου, παντρεύτηκε το Πέτρο Κορνάρο, ώστε να έχει την προστασία της Βενετίας. Όμως, ο Πέτρος Κορνάρος πέθανε το 1388, και έτσι η χήρα παραχώρησε τα εδάφη της (Άργος και Ναύπλιο) στη Βενετία, ώστε να μην περάσουν στην κατοχή του Νέριο Ατσαγιόλι ή του Θεόδωρου Παλαιολόγου, δεσπότη του Μυστρά και γαμπρού του Νέριο, με αντάλλαγμα ισόβια χορηγία. Αν και οι Ατσαγιόλι κατάφεραν να καταλάβουν το Ναύπλιο, τελικά οι κάτοικοί του προτίμησαν τους Βενετούς. Οι Βενετοί, αντιλαμβανόμενοι τη στρατηγική σημασία της πόλης την οχυρώνουν. Η πόλη του Ναυπλίου εξαπλώθηκε στις βόρειες πλαγιές της Ακροναυπλίας, δημιουργώντας την Κάτω Πόλη, το σημερινό ιστορικό κέντρο του Ναυπλίου. Η περιοχή ήταν ελώδης και γι' αυτό χρησιμοποιήθηκαν πάσσαλοι και τεχνητές προσχώσεις. Η Κάτω Πόλη οχυρώθηκε με ένα τείχος που ξεκινούσε από το κάστρο των Τόρων, στην ανατολική άκρη της χερσονήσου, επίσης ενετικό, και έφτανε μέχρι την Πλατεία Καποδιστρίου. Η μοναδική είσοδος από τη στεριά ήταν η Πύλη της Ξηράς (Porta di Terra Ferma) στα ανατολικά. Στη βορειοανατολική γωνία βρισκόταν κυκλικός πύργος. Στη συνέχεια ακολουθούσαν τη Λεωφόρο Αμαλίας μέχρι την Πλατεία Αγίου Νικολάου, μετά προς τα βορειοδυτικά βρισκόταν ο προμαχώνας της Τερέζας και έπειτα τον προμαχώνα Πέντε Αδέλφια, όπου τοποθετήθηκαν πέντε πυροβόλα τα οποία έδωσαν στον προμαχώνα το όνομά του, και μετά συνέχιζαν μέχρι που ενώνονταν με τα τείχη της Ακροναυπλίας. Στο βόρειο τείχος βρίσκονταν τρεις πύλες. Το 1470 οχυρώθηκε και η νησίδα Άγιοι Θεώδοροι (σημερινό Μπούρτζι). Επίσης κατασκευάστηκε μια δεύτερη γραμμή άμυνας μέσα στα τείχη της Ακροναυπλίας, γνωστή ως «τραβέρσα του Γκαμπέλλο», από τον αρχιτέκτονα με τη σχεδίασε.

Οι Βενετοί αποκαλούσαν το Ναύπλιο Napoli di Romania. Σε έκθεση του 1530 αναφέρεται ότι είχε 13.299 κατοίκους. Το 1396, οι Οθωμανοί, με επικεφαλής τους Γιουκ-Πασά και Μουρτάση πολιόρκησαν το Ναύπλιο αλλά αποχώρησαν λόγω της εισβολής του Ταμερλάνου. Το Ναύπλιο προσπάθησαν ανεπιτυχώς να πολιορκήσουν ο Μωάμεθ ο Πορθητής το 1463 και ο Βαγιαζήτ Β΄, αλλά με συνθήκη του 1502 το Ναύπλιο παρέμεινε στην κατοχή των Βενετών.[8] Το 1530, ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής προσπάθησε να καταλάβει με τη σειρά του να καταλάβει το Ναύπλιο.[8] Το 1540, το Ναύπλιο, και μετά από τρίχρονη πολιορκία και τα περισσότερα κτίρια κατεστραμμένα από τους βομβαρδισμούς, πέρασε στην κυριαρχία των Οθωμανών. Κατά τη διάρκεια της Α΄ Οθωμανικής περιόδου (Α΄ Τουρκοκρατία), το Ναύπλιο ήταν έδρα του Τούρκου διοικητή της Πελοποννήσου. Οι Οθωμανοί διατηρούν τη φυσιογνωμία της πόλης, κατασκευάζοντας παράλληλα τζαμιά, χαμάμ, μεντρεσέδες και έργα κοινής ωφέλειας, όπως κρήνες. Η μόνη περιγραφή που σώζεται για το Ναύπλιο εκείνης της περιόδου είναι του Εβλιγιά Τσελεμπί. Από αυτήν την περίοδο θεωρείται ότι σώζεται το τζαμί γνωστό ως «Τριανόν».

Το 1686, ο Φραντσέσκο Μοροζίνι ανακαταλαμβάνει το Ναύπλιο για τους Βενετούς ύστερα από πολιορκία και βομβαρδισμούς που κατέστρεψαν τα περισσότερα κτίρια της πόλης, 30 πυριτιδαποθήκες και το υδραγωγείο.

Το Ναύπλιο ορίζεται πρωτεύουσα του Βασιλείου του Μορέως. Μέχρι το 1699 επιδιορθώνουν τις καταστροφές στα κτίρια και στις οχυρώσεις που προκλήθηκαν από τους βομβαρδισμούς και στη συνέχεια ανοικοδομούν νέες οχυρώσεις. Η κατοίκηση στην Ακροναυπλία απαγορεύεται το 1686 και η περιοχή ισοπεδώνεται. Στη συνέχεια, μετά το 1702, οχυρώνεται το Παλαμήδι και ανακατασκευάζεται το ανατολικό τείχος και η πύλη της Ξηράς. Η οχύρωση του Παλαμηδίου είναι σε σχέδιο Giaxich και Lasalle και ολοκληρώθηκε μόλις σε τρία χρόνια (1711-1714). Άλλο σημαντικό κτίριο εκείνης της περιόδου είναι η αποθήκη του στόλου, το σημερινό αρχαιολογικό μουσείο. Οι προσχώσεις της πόλης επεκτείνονται λόγω των στεγαστικών αναγκών των κατοίκων της.

Με την έναρξη του Ζ΄ Βενετοτουρκικού πολέμου, το 1715, στο Ναύπλιο έμειναν για να υπερασπιστούν την πόλη περίπου 2.000 άτομα. Παρά την αντίσταση των αμυνόμενων, το Ναύπλιο πέρασε στα χέρια των Οθωμανών ύστερα από προδοσία του φρούραρχου και αρχηγού του πυροβολικού Σαλά. Το Ναύπλιο ορίστηκε πρωτεύουσα του Βιλαετιού του Μωριά, μέχρι που αυτή μεταφέρθηκε στην Τριπολιτσά το 1770, ώστε μεταξύ άλλων να μπορεί να ξεφύγει ο πασάς στα βουνά σε περίπτωση κινδύνου.

Το λιμάνι του χρησιμοποιούταν για την εξαγωγή σιταριού, το οποίο σχεδόν όλο κατέληγε στην Κωνσταντινούπολη. Η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού του Ναυπλίου από το 1715 μέχρι το 1822 ήταν Μουσουλμάνοι, ενώ υπήρχαν και άλλοι πληθυσμοί και μειονότητες από τις οποίες οι μεγαλύτερες ήταν η χριστιανική και η εβραϊκή. Το 1779, ο Χασάν Πασάς, στα πλαίσια της εξόντωσης των Αρβανιτών που λεηλατούσαν την Πελοπόννησο, κατόρθωσε να τους κατακρημνίσει από το Παλαμίδι και από τότε η ακτή αυτή ονομάζεται «Αρβανιτιά».

Το Ναύπλιο επλήγη από επιδημία πανώλης την περίοδο 1799-1801, η οποία μείωσε τον πληθυσμό του στο μισό. Ο Πουκεβίλ το 1799 αναφέρει ότι το Ναύπλιο έχει περίπου 7.000 κατοίκους και τον πιο αξιόλογο λιμένα στην Πελοπόννησο.[9] Σημαντικά κτίρια που σώζονται από αυτήν την περίοδο είναι το τζαμί του Αγά Πασά (σήμερα Βουλευτικό), ο μεντρεσές του και η Φραγκοκλισιά (καθολική εκκλησία, αρχικά τζαμί).

Επανάσταση του 1821 και τμήμα της Ελλάδας

Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, η πρώτη πολιορκία του Ναυπλίου έλαβε χώρα στις 4-10 Απριλίου 1821, δια ξηράς και θαλάσσης (με επικεφαλής την Μπουμπουλίνα). Ακολούθησε άλλη μια η οποία χαλάρωσε από τον Κεχαγιά-Μπέη και μια υπό τον Νικήτα Σταματελόπουλο (Νικηταρά). Παράλληλα δύο αγγλικά πλοία παρείχαν προμήθειες στους πολιορκούμενους. Τις 18 Ιουνίου 1822 οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν, αλλά ενισχύσεις από τον Δράμαλη καθυστέρησαν τη συνθήκη. Τις 30 Νοεμβρίου 1822, οι Έλληνες κατάφεραν να εισβάλλουν κρυφά στο Παλαμήδι μέσα στη νύχτα υπό την αρχηγία του οπλαρχηγού Στάικου Σταϊκόπουλου και τελικά, τις 3 Δεκεμβρίου 1822, η φρουρά παραδόθηκε.

Στις 18 Ιανουαρίου 1823, το Ναύπλιο ορίστηκε έδρα της κυβερνήσεως, η οποία εγκαταστάθηκε εκεί τον Ιούνιο του 1824, και τις 4 Μαΐου 1827, με απόφαση της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης, «καθέδρα» της κυβέρνησης. Το πρώτο Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ) τυπώθηκε στο Ναύπλιο τις 22 Σεπτεμβρίου 1825.

Το εκτελεστικό στεγάστηκε στο πρώην κονάκι του Αγά Πασά και το Βουλευτικό στον πρώην τεκέ του Αγά Πασά. Η επιλογή του Ναυπλίου ως πρωτεύουσα έγκειται στο γεγονός ότι ήταν παραθαλάσσιο, και θα μπορούσε να ανεφοδιαστεί δια θαλάσσης σε περίπτωση πολιορκίας. Επίσης, ήταν κοντά στις Σπέτσες και στην Ύδρα και μπορούσε να ελέγχει αρκετές περιοχές της ελεύθερης πλέον Πελοποννήσου και θαλάσσιες διαδρομές.

Η έδρα της κυβέρνησης μεταφέρθηκε προσωρινά στην Αίγινα από τον Αύγουστο του 1827 μέχρι τις 3 Μαρτίου 1829 για λόγους ασφαλείας, αλλά η καθέδρα παρέμεινε στο Ναύπλιο.

Ο μουσουλμανικός πληθυσμός του έφυγε, εκτός από κάποιους αιχμάλωτους αξιωματούχους. Οι οχυρώσεις, τα άδεια σπίτια και η ασφάλεια που προσέφερε οδήγησαν το Ναύπλιο να γίνει δέκτης μεγάλου αριθμού προσφύγων, ιδίως μετά την απόβαση του Ιμπραήμ Πασά και την πτώση του Μεσολογγίου το 1826, οδηγώντας το σε κατάσταση υπερπληθυσμού. Ο μεγάλος πληθυσμός, οι κακές συνθήκες υγιεινής, το κοντινό έλος, η έλλειψη πόσιμου νερού συνέβαλαν στην εμφάνιση επιδημιών πανώλης και ελονοσίας. Οι πρόσφυγες αποχώρησαν από το Ναύπλιο τα επόμενα χρόνια και το 1829, το Ναύπλιο αριθμούσε 5.550 κατοίκους, σύμφωνα με στοιχεία γαλλικής αποστολής, ενώ το 1853 έχει 3.435 κατοίκους.[9] Κατά τη διάρκεια του Αυγούστου του 1826, στο πλαίσιο ευρύτερης επιχείρησης καταπολέμησης της πειρατείας που είχε κυρήξει ο καγκελάριος Κλέμενς φον Μέττερνιχ, αυστριακός στόλος προετοίμασε τον βομβαρδισμό της πόλης του Ναυπλίου, προτού το συγκεκριμένο σχέδιο αποτραπεί κατόπιν σχετικής παρεμβάσεως του Βρετανού ναυάρχου Τσαρλς Χάμιλτον, ο οποίος και απείλησε με αντίποινα τους Αυστριακούς σε περίπτωση υλοποίησης της συγκεκριμένης επίθεσης.[10]

Ο Ιωάννης Καποδίστριας αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο τις 8 Ιανουαρίου 1828. Το Ναύπλιο ξανασχεδιάστηκε, σε πολεοδομικό σχέδιο Σταμάτη Βούλγαρη, ο οποίος είχε έρθει μαζί με τον Καποδίστρια, το οποίο χρησιμοποιούσε ορθογωνικό σχέδιο, με πλατείες και ευθύγραμμους δρόμους. Πολλά οθωμανικά κτίρια, όπως τα χαμάμ και τα σαχνισιά, ή γκρεμίστηκαν ή άλλαξαν χρήση. Το 1828 κτίστηκε το προάστιο Πρόνοια για τη στέγαση των προσφύγων. Επίσης ανακαινίστηκε και το νοσοκομείο και έγιναν προσπάθειες για τη δημιουργία δικτύου ύδρευσης και αποχέτευσης. Στο Ναύπλιο ιδρύθηκε το πρώτο αλληλοδιδακτικό σχολείο στην Ελλάδα. Το 1829 κτίστηκε το ανάκτορο του κυβερνήτη. Ο Ιωάννης Καποδίστριας δολοφονήθηκε τις 9 Οκτωβρίου 1831 από μέλη της οικογένειας Μαυρομιχάλη μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα στο κέντρο του Ναυπλίου. Η χώρα βυθίστηκε σε περίοδο αναρχίας μέχρι την άφιξη του βασιλιά Όθωνα, ο οποίος αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο τις 25 Ιανουαρίου 1833. Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας το 1834 στην Αθήνα, το Ναύπλιο μετατρέπεται σταδιακά σε μια τυπική επαρχιακή πόλη.

Την 1η Φεβρουαρίου 1862 ξέσπασε στο Ναύπλιο στρατιωτικό κίνημα με στόχο την εκθρόνιση του βασιλιά Όθωνα, το οποίο αποκλήθηκε Ναυπλιακά. Αν και αποτυχημένο, ο γενικότερος αναβρασμός που προκάλεσε οδήγησε στην έξωση του Όθωνα λίγους μήνες αργότερα.

Τα θαλάσσια τείχη κατεδαφίστηκαν το 1867, για να δημιουργηθεί η λεωφόρος Αμαλίας, το 1894-5 τα ανατολικά τείχη και επιχωματώθηκε η τάφρος ώστε να κατασκευαστεί σιδηροδρομικός σταθμός, ενώ το 1929 κατεδαφίστηκαν δύο προμαχώνες, για τη δημιουργία της πλατείας Καποδίστρια και σχολείων.Το 1962, η παλιά πόλη του Ναυπλίου, μεταξύ του σιδηροδρομικού σταθμού και της θέσης «Πέντε Αδέλφια», χαρακτηρίστηκε αρχαιολογικός χώρος και διατηρητέο μνημείο. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή το 1922 και την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923 στο Ναύπλιο, το οποίο τότε αριθμούσε 6.000 κατοίκους, εγκαταστάθηκαν περίπου 900 πρόσφυγες. Ο χώρος ο οποίος ορίστηκε ότι θα κάλυπτε τις στεγαστικές τους ανάγκες (συνοικισμός) ήταν αυτός που οριζόταν από τις οδούς Ασκληπιού – Αγαπητού – Άργους – Παλαιολόγου – Λάμπρου – Χαρμαντά - Τσιλικανίδου και βρισκόταν στα βορειανατολικά του Ναυπλίου. Είχε έκταση 50 στρέμματα. Η κατασκευή των πρώτων προσφυγικών κατοικιών έλαβε χώρα το 1929, αν και οι απαλλοτριώσεις ολοκληρώθηκαν το 1939. Σήμερα αποτελεί τη συνοικία Νέο Βυζάντιο.