Back to top

Σαν σήμερα το 1998: Eκλέγεται Αρχιεπίσκοπος Αθηνών ο Χριστόδουλος

28/04/2024 - 19:23

Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος εκλέγει ως Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος τον Σεβασμιότατο Δημητριάδος Χριστόδουλο, κατά κόσμον Χρήστο Παρασκευαΐδη.

  • Ήταν 28 Απριλίου 1998 που εξελέγη από την ιεραρχία με μεγάλη πλειοψηφία Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, σε διαδοχή του Σεραφείμ Τίκα που είχε αποβιώσει στις 10 Απριλίου 1998. Η ενθρόνιση του Αρχιεπισκόπου έγινε στις 9 Μαΐου του ίδιου έτος στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών, όπου εκφώνησε και τον επιβατήριο λόγο του. Στον λόγο που εκφώνησε ανέφερε ότι υπάρχει ανάγκη να προασπιστεί η εθνική πολιτισμική «ελληνορθόδοξη ταυτότητα». Όπως ανέφερε, «για την Ελλάδα, χθες και σήμερα, η Ορθοδοξία είναι όρος επιβίωσης και κεντρικός άξονας πολιτισμικής και κοινωνικής συνοχής. Αυτό είναι μια ιστορική πραγματικότητα, πού ο λαός μας συνειδητά αποδέχεται». Η "προάσπιση" της "εθνικής ταυτότητας" απέναντι σε όσους "επιβουλεύονται" την "εθνική-πολιτισμική" παράδοση που "εγγυάται" η Ορθόδοξη Εκκλησία προς το "έθνος" επιβεβαιώθηκε και αργότερα μέσα από συγκεκριμένα περιστατικά (αντίσταση της εκκλησιαστικής ηγεσίας στη μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, πρωτοβουλίες Μητροπολιτών για ίδρυση κόμματος, πρόταση για Δημοψήφισμα κ.λπ). Μέσα από αυτό το πλαίσιο πολιτικών απόψεων και διεκδικήσεων, η εκκλησιαστική ηγεσία εκείνη την περίοδο επιβεβαίωσε την εθνοκεντρική αντίληψη και τον ιστορικό μετεωρισμό της από τον θεολογικό στον πολιτικό λόγο. Κατά τη διάρκεια της αρχιερατείας του ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος έλαβε τις ακόλουθες πρωτοβουλίες:
  • ίδρυσε 14 Ειδικές Συνοδικές Επιτροπές για ένα ευρύ φάσμα προβλημάτων της σύγχρονης κοινωνίας
  • ίδρυσε το 1998 γραφείο αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στο Συμβούλιο της Ευρώπης και στην UNESCO, καθώς και ειδική Συνοδική Επιτροπή παρακολούθησης Ευρωπαϊκών Θεμάτων
  • συνέστησε το Ίδρυμα Ψυχοκοινωνικής Αγωγής και Στήριξης «Διακονία» το 1999 για την αντιμετώπιση κοινωνικών προβλημάτων με έμφαση στους τοξικομανείς, ενώ παρείχε και κέντρο πρόληψης,
  • ίδρυσε τη «Στέγη Μητέρας» το ίδιο έτος για τη στήριξη ανύπανδρων μητέρων και κακοποιημένων γυναικών,
  • ίδρυσε το Κέντρο Στήριξης Οικογένειας (ΚΕΣΟ) για τη μέριμνα για τα θύματα εμπορίας και παράνομης διακίνησης προσώπων,
  • δημιούργησε βρεφονηπιακούς σταθμούς για την στήριξη απόρων και πολύτεκνων οικογενειών
  • ανέπτυξε το Γραφείο Νεότητας με κατασκηνώσεις, αθλητικές δραστηριότητες, φοιτητικές συνάξεις και σχολές βυζαντινής μουσικής

Από το 2002 λειτούργησε η Αλληλεγγύη μία μη κυβερνητική οργάνωση της Εκκλησίας της Ελλάδος, με σκοπό την ανθρωπιστική βοήθεια σε Ελλάδα και εξωτερικό. Στο πλαίσιο της «Αλληλεγγύης» εγκαινιάστηκε το 2005 ο ξενώνας «Στοργή» με στόχο τη φιλοξενία, περίθαλψη και επανένταξη στην κοινωνία γυναικών θυμάτων οικογενειακής ή άλλης βίας.

Καθιέρωσε την επιδότηση του τρίτου παιδιού στα πλαίσια «προγράμματος στήριξης χριστιανικών οικογενειών της Θράκης» με τη μορφή μηνιαίου επιδόματος 35.000-40.000 δραχμών ανά παιδί ανά μήνα, με θετικά αποτελέσματα προς την κατεύθυνση της αύξησης των γεννήσεων[13] με τον αριθμό «των γεννηθέντων ως τρίτων τέκνων... δι' έκαστον των ετών εφαρμογής αυτού, υπερδιπλάσιο των προ της εφαρμογής του Προγράμματος ετών».

Το πρόγραμμα αυτό συνάντησε ορισμένες αντιδράσεις επειδή δεν δίνονταν στους μουσουλμάνους της περιοχής. Η Ιερά Σύνοδος με επιστολή της απάντησε λέγοντας πως καταβάλλει το επίδομα μόνο στις χριστιανικές οικογένειες επειδή σε αυτές μόνο έχει πρόσβαση αφού αυτές είναι μέλη της, ενώ έθιξε και ζήτημα διαρκούς απραξίας των κατηγόρων του προγράμματος. Σύμφωνα με τα στοιχεία των ληξιαρχείων, το μέτρο της Ιεράς Συνόδου βοήθησε να αυξηθεί η γεννητικότητα των χριστιανικών οικογενειών καθώς οι οικογένειες που απέκτησαν τρίτο παιδί έφτασαν μέσα σε τέσσερα χρόνια τις 800 από περίπου 100.

με πρωτοβουλία του η Εκκλησία της Ελλάδος παραχώρησε 30 στρέμματα για τη δημιουργία μουσουλμανικού νεκροταφείου στο Σχιστό.

Επίσης επί των ημερών του έγινε διοργάνωση πλήθους συνεδρίων και ημερίδων, είτε με τη συμμετοχή του, είτε υπό την αιγίδα του, για σειρά σύγχρονων θεμάτων της Θεολογίας, όπως οι αιρέσεις, οι ιερατικές κλίσεις και η κατήχηση. Αναβαθμίστηκε ο ραδιοφωνικός σταθμός της Ελλαδικής Εκκλησίας, εκσυγχρονίστηκαν τα έντυπα «Εφημέριος» και «Εκκλησία» και εκδόθηκε το περιοδικό «Τόλμη». Στις 19 Δεκεμβρίου 1999 στον Ιερό Ναό Αγίου Κωνσταντίνου Ομόνοιας χειροτόνησε τον πρώτο ιερέα στην Ελλάδα, προερχόμενο από την Αφρική, Θεότιμο Κασόμπο Τσάλαν.

Το 2007 συγκέντρωσε αρνητική κριτική καθώς σε επίσκεψη στην Κύπρο κατέθεσε στεφάνι στον τάφο του Γεώργιου Γρίβα που ήταν συνεργάτης των Ναζί και αργότερα της Χούντας.

Επίσκεψη Πάπα

Κατά τη θητεία του Χριστόδουλου ως Αρχιεπισκόπου έλαβε χώρα η επίσκεψη του Πάπα Ιωάννη Παύλου του Β΄ στην Αθήνα το 2001, που έγινε κατόπιν αποδοχής πρόσκλησης από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο. Κατά την επίσκεψη αυτή, που ήταν και η πρώτη φορά που επισκέφθηκε Πάπας την Ελλάδα, ο Ποντίφικας αφού προσευχήθηκε στον βράχο του Αρείου Πάγου όπου δίδαξε ο Απόστολος Παύλος, ζήτησε στη συνέχεια δημόσια «συγγνώμη» από τον ελληνικό λαό, στην ελληνική γλώσσα, για τα εγκλήματα των Καθολικών απέναντι στους Ορθοδόξους, αναφερόμενος στην Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204. Ο καθηγητής Κώστας Ζουράρις σε άρθρο του με τίτλο «...διδακτόν η ανδρεία...»επαίνεσε την προσφώνηση του Αρχιεπισκόπου προς τον Πάπα και την επακολουθήσασα «συγγνώμη» του Πάπα, χαρακτηρίζοντάς το γεγονός ως την «μεγαλύτερη νίκη του Ελληνισμού μετά το 480 π.Χ.».

Δημόσιες αντιπαραθέσεις

Οι δημόσιες δηλώσεις του οδήγησαν επανειλημμένα σε δημόσιες αντιπαραθέσεις όπου εμπλέκονταν και τα ΜΜΕ. Στελέχη της αριστεράς, και άλλοι εκπρόσωποι της πολιτικής ζωής, συχνά εναντιώνονταν δημόσια στις εκάστοτε δηλώσεις του Αρχιεπισκόπου. Την παραίτηση του αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου είχε ζητήσει ο πρόεδρος του Συνασπισμού, Αλέκος Αλαβάνος, εξαιτίας κειμένου που αποκαλούσε «νέους Διοκλητιανούς» όσους ζητούν χωρισμό κράτους-Εκκλησίας, δηλώνοντας ότι «χρησιμοποιεί το θρησκευτικό συναίσθημα για να διχάσει τον λαό σε πιστούς και σε άπιστους». Στις 20/9/2004 ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος απάντησε στον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο για το θέμα της επιστροφής στις ρίζες: «Δεν θα ήθελα να συμφωνήσω μαζί σας εις την επιστροφή στις ρίζες. Οι ρίζες πρέπει να υπάρχουν για να δίνουν νέα τροφή στα κλαδιά, τα οποία διαρκώς μεγαλώνουν και καλύπτουν υπό τη σκιά τους μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων και ενεργειών»

Υπόθεση αναγραφής θρησκεύματος στις ταυτότητες

Το πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου συνδέθηκε άμεσα με μία μεγάλη σύγκρουση μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, που ξέσπασε το 2000, σε σχέση με την αναγραφή του θρησκεύματος στις ελληνικές αστυνομικές ταυτότητες. Στις 8 Μαΐου 2000, ο Υπουργός Δικαιοσύνης Μιχάλης Σταθόπουλος σε συνέντευξη στην εφημερίδα Έθνος δήλωσε ότι η αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες είναι αντίθετη με το νόμο 2472/1997 για την προστασία των προσώπων από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων. Στις 16 Μαΐου 2000, η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων έκρινε με απόφασή της πως το θρήσκευμα πρέπει να απαλειφθεί από τις ταυτότητες. Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος αντιτάχθηκε σθεναρά στην απόφαση, ισχυριζόμενος ότι η απόφαση προστάχθηκε «από νεο-διανοούμενους που θέλουν να μας επιτεθούν σα σκυλιά και να μας κόψουν τις σάρκες». Το όλο ζήτημα τελικά έλαβε διχαστικό χαρακτήρα καθώς η Εκκλησία παρουσιάστηκε ανυποχώρητη στο αίτημά της, και προκάλεσε την ανταλλαγή βαρέων φράσεων και χαρακτηρισμών, τη στιγμή που ήταν προβλέψιμο ότι η ελληνική έννομη τάξη καθώς και η πάγια νομολογία του ΕΔΑΔ δεν επέτρεπαν το αίτημα της Εκκλησίας. Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Σημίτης απαντώντας σε ερώτηση στη Βουλή στις 24 Μαΐου δήλωσε αντίθετος με την αναγραφή του θρησκεύματος. Το ζήτημα έλαβε διαστάσεις και η Ιερά Σύνοδος διοργάνωσε δύο μαζικά συλλαλητήρια, στη Θεσσαλονίκη στις 14 Ιουνίου και στην Αθήνα στις 21 Ιουνίου. Η Εκκλησία αποφάσισε επίσης τη συλλογή υπογραφών αιτούμενη τη διενέργεια δημοψηφίσματος για το θέμα, καλώντας στην ενεργοποίηση του άρθρου 44 του Συντάγματος περί διενέργειας δημοψηφισμάτων και ξεκίνησε στις 14 Σεπτεμβρίου 2000. Μετά από έναν περίπου χρόνο, στις 29 Αυγούστου 2001 ο Αρχιεπίσκοπος παρέδωσε τις περίπου 3 εκατομμύρια υπογραφές, κατά τα στοιχεία της Εκκλησίας, στον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο, ο οποίος δεν έκανε δεκτό το αίτημα για δημοψήφισμα. Ο Προέδρος της Δημοκρατίας, στηρίζοντας την απόφαση της Κυβέρνησης Σημίτη, απάντησε στον Αρχιεπίσκοπο πως δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το θέμα των ταυτοτήτων και οι πάντες έχουν υποχρέωση συμμορφώσεως προς τους κανόνες του ισχύοντος δικαίου.Η αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες, ακόμα και σε εθελοντική βάση, όπως ζήτησε τελικά ο Αρχιεπίσκοπος, κρίθηκε αντισυνταγματική από τα ελληνικά δικαστήρια. Όπως αναφέρει ο Γιώργος Φραντζής με αφορμή τα γεγονότα αυτά, «η στάση της εκκλησίας είχε έντονα πολιτικό χαρακτήρα αντίστασης μπροστά στις τρέχουσες εξελίξεις. Τα γεγονότα αυτά εντάσσουν την εκκλησιαστική ιεραρχία την περίοδο 2000-2008 στον εθνικοπατριωτικό πόλο που υιοθέτησε το εθνικο-λαϊκιστικό πρότυπο της Μεταπολίτευσης (...) προβάλλοντας επίσης την αυτοαντίληψή της ως "θεματοφύλακας" του έθνους αμφισβητώντας τον φιλελεύθερο, εκκοσμικευμένο χαρακτήρα του κράτους (...).Ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κώστας Καραμανλής είχε υπογράψει και αυτός κατά τη συλλογή υπογραφών από την Εκκλησία, όμως όταν λίγα χρόνια αργότερα κέρδισε τις εκλογές η Νέα Δημοκρατία και ο ίδιος έγινε πρωθυπουργός δεν άνοιξε ποτέ ξανά το θέμα, παρά τη θέση του και τη δέσμευσή του υπέρ της διεξαγωγής εθνικού δημοψηφίσματος καθώς η κυβέρνηση Καραμανλή δεσμευόταν από τις αποφάσεις της ελληνικής διοικητικής δικαιοσύνης. 

Κρίση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο

Μετά τον θάνατο του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμονος Β’ το 2003, ο τότε Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως Άνθιμος συνέχισε τις επαφές με τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο ώστε να καταφέρει να μετατεθεί στην κενή Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, όπως είχε ήδη συμφωνηθεί μεταξύ τους από το 1998. Στις 26 Απριλίου 2004 συνεκλήθη η Ιερά Σύνοδος για τις εκλογές τριών νέων Μητροπολιτών (Θεσσαλονίκης, Σερβίων και Ελευθερουπόλεως). Τελικά μόνο 35 από τους 71 παρισταμένους Μητροπολίτες ψήφισαν υπέρ της πρότασης του Αρχιεπισκόπου για άμεσες εκλογές, λόγω της εκκρεμότητας αποστολής του καταλόγου των υποψηφίων στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη. Μάλιστα ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος δεν απάντησε ποτέ στα γράμματα που είχε στείλει το Οικουμενικό Πατριαρχείο (την 1η Δεκεμβρίου του 2003, την 30η Μαρτίου 2004 και την 20η Απριλίου του 2004). Παρά την ισχνή πλειοψηφία και τις εκκρεμότητες ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος προχώρησε στις εκλογές. Για τους λόγους αυτούς αποχώρησαν από τη συνεδρίαση διαμαρτυρόμενοι οι Μητροπολίτες Ζακύνθου, Φιλίππων, Περιστερίου, Πρεβέζης, Ναυπάκτου, Ηλείας και Θηβών (και ο Ιωαννίνων αρνήθηκε να εμφανιστεί για τους ίδιους λόγους). Ακολούθως με μια απόφαση οριακής πλειοψηφίας της Συνόδου ο Άνθιμος Ρούσσας στις 26 Απριλίου 2004 μετατέθηκε στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης. Επίσης την ίδια μέρα εξελέγησαν νέοι Μητροπολίτες Σερβίων και Ελευθερουπόλεως.

Έτσι δημιουργήθηκε μεγάλη κρίση ανάμεσα στην Εκκλησία της Ελλάδος και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο συγκάλεσε Μείζονα και Υπερτελή Σύνοδο, η οποία αποφάσισε τη διακοπή της κοινωνίας των Αρχιερέων του με τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο και το όνομά του διαγράφηκε από τα Εκκλησιαστικά Δίπτυχα.Τελικά μετά από αμοιβαίες υποχωρήσεις οι νεοεκλεγέντες Μητροπολίτες αναγνωρίστηκαν και νέα Μείζων και Υπερτελής Σύνοδος ήρε την ακοινωνησία με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και αποκατέστησε τη μνημόνευση του ονόματός του στα δίπτυχα του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Επικρίσεις

Σε κάποια από τα σκάνδαλα εμπλεκόταν στενοί συνεργάτες του Αρχιεπισκόπου. Το 2006 Αρνητική κριτική έλαβε το ταξίδι του Αρχιεπισκόπου για διακοπές στο Παρίσι με διαμονή στο ξενοδοχείο «Γεώργιος Ε΄» της πολυεθνικής αλυσίδας Four Seasons, ένα από τα ακριβότερα του Παρισιού.Το 2002 ίδρυσε την ΜΚΟ "Αλληλεγγύη". Η "Αλληλεγγύη" την πρώτη περίοδο κυβέρνησης Κ. Καραμανλή (2004-2007) έλαβε κρατική επιχορήγηση 3 εκατομμύρια ευρώ. Στη συνέχεια αποκαλύφθηκετο σκάνδαλο με 340 τόνους σάπιων πουλερικών που είχαν αγοραστεί μέσω ενός προγράμματος του ΥΠΕΞ (Απρίλιος 2007). Το συγκεκριμένο "πρόγραμμα επισιτιστικής βοήθειας" δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, το ΥΠΕΞ κατήγγειλε την "Αλληλεγγύη" και ζήτησε την έντοκη επιστροφή της χρηματοδότησης. Εξάλλου, η ΜΚΟ "Αλληλεγγύη" είχε χρηματοδοτηθεί από την ΥΔΑΣ/ΥΠΕΞ με το ποσό των 23.126.000 ευρώ για την υλοποίηση 32 προγραμμάτων ανθρωπιστικής και αναπτυξιακής βοήθειας, από τα οποία ολοκληρώθηκαν μόνο 10 προγράμματα. Τελικά η "Αλληλεγγύη" καταργήθηκε από τον επόμενο Αρχιεπίσκοπο καθώς διαπιστώθηκε τρύπα τουλάχιστον 9 εκατομμυρίων ευρώ ύστερα από έλεγχο που πραγματοποίησε ο Μητροπολίτης Φιλίππων Προκόπιος. Το 2004 μετά την ξαφνική απώλεια του Πατριάρχη Αλεξανδρείας και της ακολουθίας του, στην Αθήνα ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Συνόδου του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας προσπάθησε να γίνει η κηδεία του Πέτρου στην Αθήνα υποχρεώνοντας τη Νομαρχία Αθηνών να οργανώσει την κηδεία. Δημοσιοποίησε μάλιστα ανακοίνωση εκ μέρους της Συνόδου του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας χωρίς να η ίδια να είναι ενήμερη. Μετά από αντίδραση της Συνόδου ο Αρχιεπίσκοπος ακύρωσε το σχέδιο και η κηδεία έγινε κανονικά στο Κάιρο όπως είναι η παράδοση του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. 

Δηλώσεις για τη δικτατορία

Προκάλεσε δημόσιο σχολιασμό η δήλωσή του περί άγνοιας για τα τραγικά συμβάντα στη διάρκεια της δικτατορίας 1967-74. Η ακριβής δήλωση του Αρχιεπισκόπου είχε δοθεί ως απάντηση στο αν γνώριζε περί βασανιστηρίων κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, και ήταν η εξής: 

«Ομολογώ ότι δεν ήξερα πως γίνονταν βασανιστήρια, πως υπήρχε ΕΑΤ-ΕΣΑ. Όλα αυτά ήρθαν στο φως μετά. Δεν πειράζει, μπορεί να τα ήξερε ο τότε αρχιεπίσκοπος, αν τα ήξερε και σιώπησε έκανε άσχημα. Στον κύκλο μου δεν είχα ακούσει τέτοια πράγματα, δεν άκουγα ξένους σταθμούς, εκ των υστέρων τα έμαθα. Θα πει κανείς ότι ήμουν βαθιά νυχτωμένος. Μπορεί γιατί εγώ τότε σπούδαζα». Ο Μητροπολίτης Ζακύνθου είχε δηλώσει πως πιστεύει ότι ο Αρχιεπίσκοπος ψεύδεται γιατί ένα διάστημα της περιόδου της Επταετίας - συγκεκριμένα, από το 1968 έως το 1974 - ήταν γραμματέας της Ιεράς Συνόδου. Από τη θέση αυτή ήταν υποχρεωμένος να διαβάζει τις επίσημες επιστολές του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών προς την Ιερά Σύνοδο, στις οποίες διαμαρτυρόταν για τα βασανιστήρια που λάμβαναν χώρα στην Ελλάδα την περίοδο εκείνη και ο τότε Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος ουδέν απολύτως είχε πράξει.

Ασθένεια και θάνατος

Toν Ιούνιο του 2007 διαγνώστηκε ότι ο Αρχιεπίσκοπος πάσχει από καρκίνο του παχέος εντέρου και χειρουργήθηκε με επιτυχία για την αφαίρεση του όγκου. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας όμως διαγνώστηκε και δεύτερος καρκίνος στο ήπαρ, καθώς και κίρρωση, που ήταν αποτέλεσμα χρόνιας ηπατίτιδας. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς μεταφέρθηκε στις ΗΠΑ και τέθηκε σε αναμονή εύρεσης μοσχεύματος, προκειμένου να γίνει μεταμόσχευση ήπατος. Αν και το μόσχευμα βρέθηκε, κατά τη χειρουργική επέμβαση στις 8 Οκτωβρίου δεν έγινε η μεταμόσχευση, καθώς διαπιστώθηκαν πολλαπλές μεταστάσεις. Λίγες εβδομάδες αργότερα επέστρεψε στην Ελλάδα όπου συνέχισε τη θεραπεία του. Κατά τη διάρκεια της κατ' οίκον νοσηλείας του, τον Αρχιεπίσκοπο επισκέφθηκε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας, ο Πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής, αρκετοί ακόμα πολιτικοί καθώς και Συνοδικοί Μητροπολίτες. Η θεραπευτική αγωγή που ακολουθούσε τού δημιουργούσε παρενέργειες και σταδιακή επιδείνωση της υγείας του. Στα τελευταία στάδια της ασθένειας του αρνήθηκε περαιτέρω ιατρική αγωγή, καθώς και να μεταφερθεί σε νοσοκομείο. Στις 28 Ιανουαρίου του 2008 στις 5:15 το πρωί άφησε τη τελευταία του πνοή σε ηλικία 69 ετών.[55] Απεβίωσε στην οικία του, όπως ο ίδιος ζήτησε, χωρίς να μεταφερθεί σε νοσοκομείο, παρά την επιδείνωση της υγείας του που τον οδήγησε στο να καταλήξει. Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας η σορός του μεταφέρθηκε στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό της Αθήνας για λαϊκό προσκύνημα. Ανήμερα του θανάτου του, η ελληνική κυβέρνηση δια του Υπουργείου Εσωτερικών κήρυξε τετραήμερο εθνικό πένθος. Στο τελευταίο του δημόσιο μήνυμα, με την ευκαιρία της πρωτοχρονιάς του 2008, νιώθοντας το τέλος του αφήνει την παρακαταθήκη του με τα εξής λόγια:

«Σταθήτε όλοι όρθιοι στις επάλξεις σας και μη ξεπουλήσετε τα πρωτοτόκια μας. Διδάξτε στα παιδιά σας την αλήθεια, όπως την εβίωσαν οι αείμνηστοι Πατέρες μας. Ο λαός μας ξέρει να υπερασπίζεται τα ιερά και τα όσιά του. Το έχει κατ' επανάληψιν αποδείξει. Και θα το αποδείξει και πάλι. Αντίσταση και Ανάκαμψη. Για να ξαναβρούμε ο,τι έχουμε χάσει, για να υπερασπισθούμε ο,τι κινδυνεύει.»

ΠΗΓΗ el.wikipedia.org.