Η πρώτη αναγνώριση της «ανεξαρτησίας του ελληνικού έθνους» ήρθε από το Τάγμα των Ιωαννιτών ιπποτών. Ωστόσο, για διάφορους λόγους, η σχετική συνθήκη δεν υπογράφηκε τελικά από την επαναστατική ελληνική Κυβέρνηση κι έτσι η αναγνώριση παρέμεινε χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα.
Στις 4 Δεκεμβρίου του 1822, με διάγγελμά του, ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής Τζέιμς Μονρόε εξέφρασε τη συγκίνησή του για τον αγώνα των επαναστατημένων Ελλήνων καθώς και την ελπίδα του πως αυτοί θακέρδιζαν σύντομα την ελευθερία τους. Παρά την έκφραση συμπάθειας όμως, οι ΗΠΑ ενημέρωσαν την ελληνική επαναστατική Κυβέρνηση, τον Αύγουστο του 1823, πως είχαν επιλέξει την ουδετερότητα στην ελληνοτουρκική σύγκρουση και κατά συνέπεια, δεν ήταν διατεθειμένες να παράσχουν οποιαδήποτε ένοπλη βοήθεια.
Συνήθως όταν αναλογιζόμαστε τους φιλέλληνες, θεωρούμε πως ήσαν έτοιμοι να προσφέρουν το αίμα τους για τη χώρα μας. Πολλοί το έπραξαν. Αλλοι βοήθησαν με διαφορετικά μέσα. Παραδείγματος χάριν, ο Βικτόρ Ουγκό, ο Φρανσουά ντε Σατομπριάν, ο Αλεξάντερ Πούσκιν, ο Ειρηναίος Θείρσιος, ο Φρίντριχ Χάιλντερλιν, ο Καρλ Βίλχελμ φον Αϊντεκ, ο Φρίντριχ Σίλερ, ο Πέρσι Σέλεϊ, ο Λουδοβίκος της Βαυαρίας, ο Εϋνάρδος, ο Ντελακρουά, για ν' αναφέρουμε μερικούς που, ως συγγραφείς, ζωγράφοι, αρχαιολόγοι και σε μια περίπτωση βασιλείς, στάθηκαν στο πλευρό της Ελλάδας.
Ως προς τις αιτίες του φιλελληνισμού, αναζητήστε τες στο θαυμασμό προς την αρχαία Ελλάδα, στο ομόθρησκο των Ελλήνων όχι μόνο με τους ορθόδοξους Ρώσους, μα και με τους καθολικούς και τον προτεσταντικό κόσμο της Δύσης, στον πολιτικό φιλελευθερισμό, σ' ό,τι δηλαδή είχε απομείνει από τη Γαλλική Επανάσταση, στο Ρομαντισμό, στη διεθνή φιλανθρωπία, στον περιηγητισμό και στις πολιτικές επιδιώξεις μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου.
Η παρουσία Ευρωπαίων -μεταξύ αυτών και Ελλήνων- εμπόρων σε σημαντικά λιμάνια των Ινδιών συνέτεινε στην αποστολή στην Ινδία του Ζακυνθινού Νικολάου Κεφαλά το 1823 ως εκπροσώπου της Ελληνικής Διοίκησης, προκειμένου να πραγματοποιήσει έρανο υπέρ της Ελληνικής Επανάστασης. Ο έρανος πραγματοποιήθηκε συγκεντρώνοντας το ποσό των 2.200 λιρών στερλινών, ενώ ο Αγγλος επίσκοπος της Καλκούτας πρόσφερε 200 λίρες. Φευ! Μόνο 1.200 λίρες έφτασαν στην Ελλάδα, αφού οι υπόλοιπες μπήκαν στις τσέπες των Ιωάννη Ορλάνδου και Ανδρέα Λουριώτη, μελών της Ελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου.
Πολλά ήσαν εκείνα που χώριζαν τους τότε Ελληνες από τους εβραίους, πλην όμως κάποιοι από τους τελευταίους βοήθησαν το έργο της Επανάστασης. Ανάμεσά τους ο Αδόλφος Κρεμιέας από τη Νιμ, ο Πολωνός Ιωάννης Λέχος, που το 1822 συμμετείχε σε μάχες στην περιοχή Κισσάμου, ο Ελβιγκ, ραβίνος στο Βέρκε της Βεστφαλίας, που απηύθυνε έκκληση στις 21 Μαΐου του 1826 προς όλες τις ισραηλιτικές κοινότητες, προκειμένου να συνδράμουν τους χειμαζόμενους Ελληνες, η οικογένεια του Ραφαέλο Φίντζι, μέλη της οποίας ήταν φίλοι του Ανδρέα Κάλβου και είχαν συμπεριληφθεί σε λίστα υπόπτων από την αστυνομία της Φλωρεντίας, ο Λίμπαν Στρίε, ραβίνος που επίσης ζούσε στη Φλωρεντία, ο Ζορζ Λαφίτ, που δημοσιογραφούσε στο Παρίσι κ.ά.
Υπήρχαν και Τούρκοι φιλέλληνες, όπως ο μουσουλμάνος θρησκευτικός ηγέτης Χατζή Χαλίλ Εφέντης, που αρνήθηκε να επικυρώσει την εντολή του σουλτάνου Μαχμούτ Β' για αθρόα σφαγή των ελληνικών πληθυσμών, με τίμημα την εξορία του και τη δολοφονία του. Επίσης, ο Τούρκος γιατρός του Ανδρούτσου και του Μακρυγιάννη, Χασάν Αγά Κούρταλη.
Οι Βαλκάνιοι που συμμετείχαν στον αγώνα ήσαν, κατά τον ιστορικό Νικολάι Τοντόροφ: 208 Μολδαβοί, 132 Βούλγαροι, 72 Σέρβοι, 2 Μαυροβούνιοι, 2 Βόσνιοι, 4 Δαλματοί, 7 Αλβανοί, 4 Ούγγροι, 3 εκχριστιανισμένοι Τούρκοι.
Επίσης, υπήρχαν και Αραβες φιλέλληνες, επτά εκ των οποίων συμμετείχαν στο σώμα του Θεόδωρου Βαλλιάνου, όπως και στο σώμα του Κωνσταντίνου Μαυρομιχάλη, ενώ τέσσερις Αιγύπτιοι βρίσκονταν στην ομάδα του Διαμαντή Ζέρβα. Τέλος, ο Αιγύπτιος Καραγιώργης Χαμπέσσης πολέμησε μαζί με τους Καραϊσκάκη και Μελετόπουλο, ενώ ένας Μαμελούκος, ο Εκβέν Δαβουσσί, πέθανε στη μάχη του Πέτα.
ΠΗΓΕΣ: εκπαιδευτικά βιβλία υπουργείου παιδείας, ιστορία σύγχρονου και νεότερου κόσμου, βικιπαιδεια