Έλληνας ηθοποιός του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, από τους σπουδαιότερους της γενιάς του.
O Mίμης Χρυσομάλλης γεννήθηκε το 1938 στην Αθήνα. Ξεκίνησε να δουλεύει στα 13 του ως παιδί- θαύμα, τραγουδώντας στα ταλέντα του Γιώργου Οικονομίδη. Πέρασε ως ενήλικος στο θέατρο μετά τη γνωριμία του με τον Κωστή Λειβαδέα κι αφού σπούδασε στη σχολή του «Θεάτρου Τέχνης», με δάσκαλο τον Κάρολο Κουν.
Υπηρέτησε το θέατρο για περισσότερα από σαράντα χρόνια. Σε αυτή τη μακρά πορεία του ερμήνευσε από Σέξπιρ μέχρι Πίντερ, κινούμενος με χαρακτηριστική άνεση από την επιθεώρηση στο δράμα, από την αρχαία κωμωδία στην πιο μοντέρνα πρόζα, από τις μπουάτ της Πλάκας στην Επίδαυρο.
Η πρώτη του εμφάνιση στο θέατρο έγινε στο πλευρό της Έλσας Βεργή το 1963 με το «Μπαλκόνι» του Ανούιγ. Στα χρόνια που ακολούθησαν εργάστηκε σχεδόν με όλο το ελεύθερο θέατρο και τους πρωταγωνιστές του, το Εθνικό Θέατρο, το ΚΘΒΕ, το «Αμφιθέατρο» του Σπύρου Ευαγγελάτου, τα Δημοτικά Περιφερειακά, ενώ ξεχώρισε στο «Ελεύθερο Θέατρο» και στη συνέχεια στην «Ελεύθερη Σκηνή», στα οποία ήταν βασικό στέλεχος με παραστάσεις - σταθμούς στην επιθεώρηση: «Και συ χτενίζεσαι», «Σιγά τον πολυέλαιο», «Αναντάμ παπαντάμ», «Της Ελλάδας το κάγκελο» κ.ά.
Και στο σινεμά, όμως, η παρουσία και η προσφορά του Μίμη Χρυσομάλλη υπήρξε ιδιαιτέρως σημαντική, καθώς πρωταγωνίστησε σε ταινίες όπως «Βαρύ Πεπόνι» του Παύλου Τάσιου (1977), «Αρπα Colla» του Νίκου Περράκη (1982), «Βαριετέ» του Νίκου Παναγιωτόπουλου (1982) «Safe Sex» των Ρέππα - Παπαθανασίου (1999), «Ένας κι ένας» του Νίκου Ζαπατίνα (2000) κ.ά. Το 1977 τιμήθηκε με βραβείο Α’ ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία του στην ταινία του Παύλου Τάσιου «Βαρύ Πεπόνι».
Εξίσου σημαντική πορεία είχε και στην τηλεόραση. Η τελευταία του εμφάνιση στη μικρή οθόνη ήταν τη σεζόν 2003-2004, στη σειρά της ΝΕΤ «Λίστα γάμου», του Νίκου Κουτελιδάκη, βασισμένη στην ομώνυμη νουβέλα του Διονύση Χαριτόπουλου, στην οποία συμπρωταγωνιστούσε με τους Γιάννη Μπέζο, Γιώργο Κοτανίδη, Χρήστο Βαλαβανίδη και Δημήτρη Μαυρόπουλο.
Την επόμενη σεζόν, ο Μίμης Χρυσομάλλης πρωταγωνιστούσε – για δεύτερη χρονιά – στην κομεντί του Νιλ Σάιμον «Το παράξενο ζευγάρι», που παιζόταν στο «Θέατρο Βασιλάκου», υποδυόμενος τον Φέλιξ, πλάι στον Γιώργο Μιχαλακόπουλο (Όσκαρ). Κατά τη διάρκεια της βραδινής παράστασης της 12ης Νοεμβρίου 2004, ένιωσε έντονη δυσφορία και πόνους στο στήθος. Μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Αθηνών, όπου παρά τις προσπάθειες των γιατρών εξέπνευσε στις 10 το βράδυ. Ο θάνατός του οφειλόταν σε ανακοπή καρδιάς.
Η κηδεία του έγινε στις 15 Νοεμβρίου στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών με δαπάνη του Υπουργείου Πολιτισμού και συγκέντρωσε πλήθος ανθρώπων της τέχνης. Ο συμπρωταγωνστής του Γιώργος Μιχαλακόπουλος ανέλαβε το δύσκολο καθήκον του αποχαιρετισμού. Με σπασμένη φωνή, είπε: «Μιμάκο, οι φίλοι και οι ομότεχνοί σου που σ’ αγαπούν ξέρουν πως δεν σ’ αρέσουν οι λόγοι και οι επικήδειοι. Όμως, πρέπει να σε αποχαιρετίσουμε. Σ’ ευχαριστούμε, φίλε, για τα πλούτη που μας άφησες, το ήθος, το μέτρο, τη διακριτικότητα και το μοναδικό σου ταλέντο. Μιμάκο, στην τελευταία σου αυλαία μας την έσκασες, την κοπάνησες, πέταξες ελεύθερος, αγαπημένε. Κι άφησες εμάς εγκλωβισμένους στο σανίδι, με τα φτιασίδια και τις ανασφάλειές μας να σε θυμόμαστε». Και διάλεξε ένα στίχο του Σεφέρη σαν τελευταίο αντίο: «Όταν αραιώνουν οι τάξεις / χαμηλώνουν οι φωνές».