«ΤΑΣΟ, οι επιθέσεις των Τούρκων είναι σαρωτικές. Τα άρματα διεισδύουν και το Πεζικό ακολουθεί και καταστρέφει. Δεν έχεις καν αντιαρματικά». Ο τότε λοχαγός Κώστας Παπακώστας προειδοποίουσε τον Τάσο Μάρκου, εξιστορώντας του όσα έζησε στον Άγιο Ερμόλαο.
Ο Τάσος Μάρκου όμως παρέμεινε στη θέση του μέχρι τη μέρα που ορίστηκε για να αναμετρηθεί με την Ιστορία. «Έπεσαν πολλοί, και δικοί μας και Τούρκοι», λέει ο λοχαγός Κύκκος ο οποίος «έχασε» τον Τάσο από την τηλεφωνική γραμμή σε μια κόλαση πυρός.
Ο «Κύκκος» θυμάται την κόλαση πυρός
Ο λοχαγός του Τάσου Μάρκου περιγράφει τις τελευταίες ώρες
ΤΟΥ ΒΑΣΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Υστερα από το οδοιπορικό στην περιοχή της Μιάς Μηλιάς όπου πολέμησε (και έκτοτε αγνοείται) ο τότε ταγματάρχης Τάσος Μάρκου, σήμερα δημοσιεύουμε τις μνήμες και μαζί τις απόψεις δύο ανθρώπων οι οποίοι συνεργάστηκαν μαζί τους από το 1960 μέχρι και το 1974. Πρόκειται για τον τέως υπουργό Άμυνας Κώστα Παπακώστα και τον τότε λοχαγό υπό τις διαταγές του Τάσου Μάρκου Ανδρέα Στυλιανίδη (Κύκκο).
Ο τότε λοχαγός Αντρέας Στυλιανίδης (Κύκκος) ο οποίος την περίοδο του Αυγούστου του 1974 συνεργάστηκε με τον ταγματάρχη Τάσο Μάρκου και τελούσε υπό τις διαταγές του, θυμάται τις ημέρες εκείνες της καταιγίδας αλλά και την περίοδο της γνωριμίας τους.
Αφήνουμε τον κ. Στυλιανίδη, ο οποίος είναι πιο γνωστός ως Κύκκος, να περιγράψει τα γεγονότα όπως τα έζησε και όπως τα θυμάται. Κάποια πράγματα δεν μπορούν να αποτυπωθούν στο χαρτί. Όπως οι παύσεις, όταν αναφέρεται σε ανθρώπους που έπεσαν πολεμώντας, όπως οι στιγμές της μάχης, όπως η τελευταία συνομιλία με τον Τάσο Μάρκου. Ο βετεράνος πολεμιστής βλέπει σήμερα το τι συνέβη βάζοντας στη ζυγαριά του περισσότερο τη λογική παρά το συναίσθημα. Μιλά για τον πόλεμο χωρίς να δημιουργεί την εικόνα ενός έπους. Ήταν εποχή κατατρεγμού των δυνάμεων της Εθνικής Φρουράς.
Όπως και τότε, έτσι και τώρα, είναι σίγουρος πως δεν μπορούσε να υπάρχει άλλη κατάληξη με βάση τα δεδομένα που υπήρχαν. Αν υπήρχαν όπλα, αν ελαμβάνονταν σωστές αποφάσεις, ίσως τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά.
Τον αφήνουμε να εξιστορίσει τα γεγονότα όπως ο ίδιος τα έζησε και τα θυμάται:
«Τις πρώτες μέρες της εισβολής του 1974 ανέθεσαν αποστολή στον Τάσο Μάρκου να καταλάβει το χωριό Επηχώ, κοντά στην Κυθρέα. Εκεί βρήκε αρκετή αντίσταση. Το απόγευμα η διοίκηση απεφάσισε να στείλει μια διμοιρία να επιτεθεί πλευρικώς του χωριού και έστειλαν εμένα. Διενεργήσαμε την επίθεση ταυτόχρονα και κατελήφθη το χωριό, οπόταν εγώ συνέχισα και κατευθύνθηκα προς το Τζιάος και ο Τάσος ανέλαβε το 305 Τάγμα Πεζικού. Στο Τζιάος βρισκόταν και ο λοχαγός Παστελόπουλλος, όπου ύστερα από μάχη κατελήφθη το μισό χωριό και ακολούθησε ανακωχή.
Μετά το Τζιάος, μας μετέθεσαν εμένα και τον Παστελλόπουλο υπό τις διαταγές του Τάσου, στον οποίο ανέθεσαν ζώνη ευθύνης έξω από τη Μια Μηλιά μέχρι την περιοχή του χωριού Συγχαρί. Το τάγμα ήταν προσανατολισμένο προς τα χωριά Βουνό-Συγχαρί. Υπήρχαν 300-400 στρατιώτες αλλά δεν ήταν τάγμα κανονικό και σύμφωνα με τις στρατιωτικές προδιαγραφές, αφού δεν υπήρχαν διμοιρίτες και γενικά η οργάνωση που απαιτείται, λόγω λειψανδρίας αλλά και των περιορισμένων όπλων. Η κατάσταση ήταν διαλυμένη. Προσπαθήσαμε μαζί με τον Τάσο, ο οποίος ήταν επιβλητικός και είχε και τον τρόπο του να καθοδηγεί, και οργανώσαμε τη μονάδα. Φαντάσου εγώ ως λοχαγός είχα στη διάθεσή μου ένα ρώσικο πενηντάρι το οποίο στη διάρκεια της μάχης έκανε 4-5 βολές και σταμάτησε να λειτουργεί. Είμαστε με τα γνωστά μαρτίνια και αυτοί (οι Τούρκοι) ήταν πάνοπλοι. Κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας, όποτε αποφάσιζαν, μας έβαλλαν με όλμους κι εμείς δεν μπορούσαμε να ανταποδώσουμε.
Είχαμε κάποια όπλα των οποίων το βεληνεκές δεν έφτανε μέχρι τις γραμμές των Τούρκων. Είχαμε εκτιμήσει ότι Τούρκοι θα προέλαυναν από την περιοχή των χωριών Συγχαρί-Βουνό, όπως και έγινε, αλλά δεν ελάβαμε σοβαρά υπόψη το ενδεχόμενο να δεχθούμε επίθεση από το πίσω μέρος της μονάδας, επειδή εκεί υπήρχε άλλη μονάδα, η οποία δεν υπαγόταν στον Τάσο Μάρκου. Η γραμμή αυτή λοιπόν που βρισκόταν στην περιοχή “Μερσεντές”, κοντά στον αμερικάνικο ραδιοσταθμό, έσπασε ακαριαία. Εκεί υπήρχε ναρκοπέδιο το οποίο ωστόσο είχε δίοδο για να περνούν τα Ηνωμένα Έθνη και από εκεί πέρασαν τα τουρκικά άρματα. Πρόκειται για τη γραμμή Μιας Μηλιάς-Κυθρέας που οδηγούσε στο Βαρώσι. Η επίθεση άρχισε χαράματα της 14ης Αυγούστου, όταν άρχισε η δεύτερη εισβολή.
Οι Τούρκοι βρέθηκαν πίσω μας. Γύρω στις 6-7 π.μ., επειδή ήμουν σε ύψωμα, είδα τα άρματα και μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαμε επαφή με τον Τάσο μέσω τηλεφώνου. Του είπα “ρε Τάσο, έρχονται πίσω μας άρματα”. Ο Τάσος δεν τα είχε δει επειδή μπροστά του υπήρχε μικρό φράγμα με νερό και βρισκόταν χαμηλά. Ο Τάσος ρώτησε: “Πού βρέθηκαν ρε τα άρματα;”. Του είπα ότι ήταν πίσω μας. Ούτε καν ξέραμε αν ήταν δικά μας άρματα, αλλά μπορούσαμε να αντιληφθούμε αφού δεν μας ειδοποίησε κανείς τι συνέβαινε. Ο Τάσος με ρώτησε αν μπορούσα να κάνω αντεπίθεση για να ανακαταλάβω το φυλάκιο που κατέλαβαν προηγουμένως οι Τούρκοι. Του εξήγησα την κατάσταση που επικρατούσε στην περιοχή μου και μου είπε “άσε, θα δω τι θα κάνω”. Ήταν η τελευταία φορά που επικοινώνησα μαζί του.
Ο Ελλαδίτης διοικητής της ευρύτερης περιοχής, κάποιος Βότας, μας είχε εγκαταλείψει και βρισκόταν στο Βαρώσι και μας έλεγε μέσω ασυρμάτου ότι βρισκόταν πίσω μας. Το ότι μας έλεγε ψέματα το μάθαμε αργότερα από τους διαβιβαστές. Όταν επικοινωνούσαν μεταξύ τους οι ασυρματιστές, ο ένας είπε στον άλλο ότι έλεγε ψέματα ο Βότας ότι βρίσκονταν στο Βαρώσι.
Εν πάση περιπτώσει, προέλαυναν τα άρματα. Παράλληλα, οι Τούρκοι διενήργησαν επίθεση με Πεζικό και κατέλαβαν ένα ύψωμα όπου, αν δεν με απατά η μνήμη μου βρισκόταν το φυλάκιο “9”. Ενώ μιλούσα με τον Τάσο διακόπηκε η επικοινωνία. Από τους όλμους το Πυροβολικό και την Αεροπορία και τις εκρήξεις του καπνούς της μάχης δεν βλέπαμε πέραν των δέκα μέτρων. Φαίνεται ότι η γραμμή αχρηστεύτηκε από κάποιο βλήμα. Ο Τάσος βρισκόταν σε απόσταση περίπου 200 μέτρων».
Τι απέγινε ο Τάσος, ρωτά και απαντά ο ίδιος: «Πιστεύω ότι εκεί έπεσε ο Τάσος. Με τον Τάσο βρίσκονταν περίπου δέκα άτομα που αποτελούσαν το επιτελείο του. Τα άρματα ακολουθούσε Πεζικό το οποίο κατέλαβε και το ύψωμα στο οποίο αναφερθήκαμε. Ίσως ο Τάσος διενήργησε αντεπίθεση για να καταλάβει το ύψωμα και κάπου εκεί έπεσε.
Οι Τούρκοι με τα άρματα έκαναν κίνηση για να μας κυκλώσουν, οπόταν ο λόχος μας έσπασε τον κλοιό και κινηθήκαμε προς Κυθρέα, όσοι απομείναμε ζωντανοί. Σκοτώθηκε πολύς κόσμος εκεί.
Διέταξα σύμπτυξη. Δεν είχαμε ούτε ασύρματο, ούτε ανώτερο να μας δώσει οδηγίες. Επαφίετο πλέον στη δική μου κρίση πώς θα ενεργούσα. Συνειδητοποίησα πως θα μας σκότωναν όλους. Όσοι ήταν μαζί μου όταν σπάσαμε τον κλοιό κινηθήκαμε, όπως είπα, προς Κυθρέα και καθοδόν μας κτυπούσαν.
Από την Κυθρέα κινήθηκα προς Χαλεύκα, επειδή τα άρματα βρίσκονταν δεξιά και αριστερά και σκέφτηκα ότι θα πρέπει να αντέξουμε μέχρι να νυχτώσει με σκοπό να κινηθούμε στο σκοτάδι για να περάσουμε σε χώρο όπου υπήρχαν δικές μας δυνάμεις. Στη Χαλεύκα συνάντησα ομάδες καταδρομέων που υποχωρούσαν. Βρήκα τον Βέργα που ήταν επικεφαλής των Καταδρομών και μου πρότεινε να ενωθούμε, αλλά επειδή δεν είχα εμπιστοσύνη στους Ελλαδίτες κινήθηκα με τους άνδρες μου προς το Μερσινίκι όπου συνάντησα τον Παπακώστα (τέως υπουργό Άμυνας). Ο Παπακώστας είχε ευθύνη να διαφυλάξει τη γραμμή του Μερσινικιού ώστε να περάσουν οι καταδρομείς με ασφάλεια. Τον ρώτησα τι γίνεται και μου είπε, “μας διέλυσαν”. Τον ρώτησα πού να πάω και μου είπε “προς το Ζύγι”. Νύχτα περάσαμε από τις Βάσεις».
ΓΙΑ ΕΝΑ ΠΕΙΣΜΑ
«Ο Τάσος έκανε ό,τι μπορούσε. Και οι ώρες που αντέξαμε την ανελέητη επίθεση δεν οφείλεται στα όπλα μας αλλά στο πείσμα, το γινάτι μας να μην τους αφήσουμε να περάσουν», λέει ο τότε λοχαγός, ο οποίος προσθέτει: «Όσον αφορά το τι απέγινε ο Τάσος, πιστεύω πως αν ερχόταν προς Κυθρέα, μάλλον θα τον έβλεπα. Αν διασωζόταν από τη μάχη εκείνη, δεν θα πέθαινε. Όπως διασώθηκα εγώ θα σωζόταν και ο Τάσος ο οποίος ήξερε και την περιοχή. Εμείς κινηθήκαμε αντίθετα από ό,τι κινήθηκαν πολλοί οι οποίοι θεώρησαν ότι θα περνούσαν πιο εύκολα στις δικές μας περιοχές μέσω της πεδιάδας. Ίσως θεωρείτο αυτοκτονία να κινηθείς προς το βουνό, όπου κατά πάσαν πιθανότητα ελεγχόταν από τους Τούρκους. Αλλά προκειμένου να εκτεθείς στην πεδιάδα και να σε κυνηγούν τα άρματα χωρίς ελπίδα επιβίωσης, προτίμησα το βουνό, όπου θα μας κυνηγούσε μόνο πεζικό».
ΔΥΟ ΕΚΔΟΧΕΣ
«Εκτιμώ πως είτε οΤάσος Μάρκου σκοτώθηκε από τα άρματα, αναποφάσισε να κινηθεί προς ΑηΔημήτρη (που ας σημειωθεί πως όσο ικινήθηκανπρος τα εκεί,σκοτώθηκαν) ή(το πιο πιθανό για μένα) διενήργησε αντεπίθεση για να ανακαταλάβει το ύψωμα που κατέλαβαν προηγουμένως οι Τούρκοι και σκοτώθηκε».
ΑΝ...«Αν δεν γινόταν το πραξικόπημα και οι μονάδες μας ήταν ορ ανωμένες όπως μπορούσαμε να τις οργανώσουμε, οι Τούρκ οι δεν θα περνούσαν, ή αν περνούσαν θα θυμόνταν για χρόν ια αυτό που θα πάθαιναν», αναφέρει ο λοχαγός Κύκκος. «Ουσιαστικά έκαναν περίπατο στο Πέντε Μίλι, οπόταν όλα είχαν σχεδόν προδιαγραφεί», συμπληρώνει. (http://chalarisargiris.blogspot.gr)