Ο όρος «κρυφό σχολειό», που δεν έχει επισημανθεί σε κείμενο της Τουρκοκρατίας, χρησιμοποιήθηκε τον 19ο αιώνα για να δηλώσει τη διδασκαλία που παρείχαν μοναχοί και άλλοι κληρικοί σε νεαρά Ελληνόπουλα, σε μοναστήρια ή νάρθηκες ναών.
Στη διάδοση του όρου αυτού ήταν μεγάλη η «συμβολή» του ομώνυμου πίνακα του Νικολάου Γύζη, που φιλοτεχνήθηκε το 1886, αλλά και του δημοτικού τραγουδιού «Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ, να πηγαίνω στο σκολειό, να μαθαίνω γράμματα, του Θεού τα πράματα» (στην εκδοχή που παραθέτει ο Ι. Βλαχογιάννης).
Το 1899, ο Ιωάννης Πολέμης (1862-1924), εμπνευσμένος πιθανότατα από τον πίνακα του Γύζη, γράφει το γνωστό ποίημα «Το Κρυφό Σχολειό», το οποίο συμπεριλήφθηκε στην ποιητική συλλογή «Αλάβαστρα», ενισχύοντας ακόμα περισσότερο την άποψη για την ύπαρξη «Κρυφών Σχολειών».
Είναι αλήθεια ότι τα πρώτα χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, οι συνθήκες δεν ευνοούσαν τη συστηματική λειτουργία σχολείων παρά μόνο σε ορισμένες πόλεις. Έτσι, ο Μανουήλ Χριστώνυμος, ο μετέπειτα Πατριάρχης Μάξιμος Γ’, μεταξύ 1454 και 1457 δίδασκε, στην Ανδριανούπολη όπου βρισκόταν, τα παιδιά μερικών αρχόντων. Επίσης, στην Κωνσταντινούπολη και άλλες μεγάλες πόλεις, λειτουργούσαν «κοινά σχολεία» (στοιχειώδους εκπαίδευσης θα λέγαμε σήμερα), όπου οι δάσκαλοι πληρώνονταν από τους γονείς των παιδιών. Αντίθετα, σε βενετοκρατούμενες περιοχές (Κέρκυρα, Χίος, Κορώνη, Ζάκυνθος κ.α.), σχολεία αναφέρονται ήδη από το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα.
Τον 16ο αιώνα η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται. Στην Πατριαρχική Σχολή στην Κωνσταντινούπολη «εδίδασκε την ελληνικήν φωνήν και τέχνην» ο Ιωάννης Ζυγομαλάς, σε 15 μαθητές αρχικά. Το 1585 στη Θεσσαλονίκη, το 1586 στη Αθήνα και το 1593 στην Κύπρο, μαρτυρείται η λειτουργία σχολείων, κυρίως χάρη στην παρουσία λογίων στις περιοχές αυτές. Αντίθετα, στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο επικρατούσε πνευματικό σκοτάδι. Μετά το 1570, η Εκκλησία άρχισε να ιδρύει σχολεία σε μοναστήρια και ναούς, για τη διδασκαλία ανάγνωσης και γραφής. Το 1593 ο Πατριάρχης Κων/πολης Ιερεμίας Β’ ο Τρανός παρότρυνε τους μητροπολίτες να ιδρύσουν σχολεία στις επαρχίες τους «ώστε τα θεία και ιερά γράμματα δύνασθαι διδάσκεσθαι, βοηθείν δε κατά δύναμιν τοις εθέλουσι διδάσκειν και μαθείν προαιρουμένους».
Βέβαια, υπήρχαν αντικειμενικές δυσκολίες. Είναι γνωστό ότι δεκάδες σπουδαίοι Έλληνες λόγιοι έφυγαν, μετά την άλωση της Κων/πολης, για τη Δύση, όπου συνέβαλαν αποφασιστικά στην ανάπτυξη των επιστημών και υπήρξαν αναμφίβολα από τους πρωτοπόρους του ουμανιστικού και αναγεννησιακού πολιτισμού.
Επίσης, ενώ η κεντρική εξουσία της οθωμανικής αυτοκρατορίας δεν φαίνεται να εμπόδιζε την παροχή παιδείας στους υπόδουλους Έλληνες, είναι πολύ πιθανό κάποιοι αξιωματούχοι σε απομακρυσμένες περιοχές να δυσχέραιναν ή να απαγόρευαν τη λειτουργία σχολείων, συχνά λόγω της αναστάτωσης που προκαλούσαν τα κατά τόπους απελευθερωτικά κινήματα.
Είναι χαρακτηριστικό, όπως γράφει ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ότι τον 16ο αιώνα υπήρχαν περίπου 230 Έλληνες με μεγάλη μόρφωση, οι 170 από τους οποίους ζούσαν στα νησιά και τις παραλιακές πόλεις που κατείχαν οι Ενετοί ή οι Φράγκοι και στην Ιταλία ή άλλες χώρες της Ευρώπης!
Από τους υπόλοιπους 60, οι οποίοι ζούσαν σε χώρες που είχαν κυριεύσει οι Τούρκοι, οι 45 περίπου αναφέρονται απλά σαν μορφωμένοι αρχιερείς, μοναχοί και ιερωμένοι, χωρίς να έχουμε κάποιο δείγμα της μόρφωσής τους και τα έργα των υπολοίπων 15 περιέχουν κυρίως εκκλησιαστικές συζητήσεις. Εξαίρεση αποτελούν οι, γεννημένοι στο ενετοκρατούμενο Ναύπλιο, Θεοδόσιος Ζυγομαλάς, που έγραψε την «Πολιτική Ιστορία της Κωνσταντινούπολης» από το 1391 ως το 1578 και ο Εμμανουήλ Μαλαξός, που μεταγλώττισε την «Πατριαρχική Ιστορία της Κωνσταντινούπολης».
Από τους 170 μορφωμένους Έλληνες που ζούσαν σε περιοχές που κατείχαν οι Βενετοί κι οι Φράγκοι, ξεχώριζαν ο Ιανός Λάσκαρης, ο Αντώνιος Έπαρχος, ο Φραγκίσκος Πόρτος, ο Νίκανδρος Νούκιος, ο Κυριακός Θεοσκόπολης και άλλοι.
Για την αμάθεια που επικρατούσε στις ηπειρωτικές περιοχές, αναφέρει χαρακτηριστικά ο Κ. Παπαρρηγόπουλος : «Είδαμε σε ποια αλλόκοτη γλώσσα έγραφαν οι γραμματικοί των σουλτάνων τις δήθεν ελληνικά αναπτυσσόμενες διεθνείς τους συνθήκες. Και αν έτσι έγραφαν οι γραμματικοί, μπορούμε να φανταστούμε τι γινόταν με τους λιγότερο μορφωμένους ανθρώπους του έθνους. Τα μόνα επίσημα κείμενα που είχαν κάποια ευπρέπεια ήταν τα κείμενα του Πατριαρχείου».
Ο Κωνσταντίνος Κούμας, που μελέτησε τον αρχιερατικό κώδικα της Λάρισας, αναφέρει ότι είχε κακή σύνταξη και ανορθογραφίες ακόμα και στις υπογραφές των μητροπολιτών, ως το 1730 που ανέλαβε τη μητρόπολη ο Ιάκωβος. Αυτό δείχνει την τραγική κατάσταση στην οποία βρισκόταν η εκπαίδευση και η μόρφωση των Ελλήνων.
Από τα μέσα του 17ου αιώνα και, κυρίως, από τις αρχές του 18ου αιώνα, η κατάσταση άρχισε να αλλάζει. Η κατάργηση του παιδομαζώματος, η οργάνωση του εμπορίου, η μεγάλη διάδοση των ελληνικών βιβλίων που τυπώνονταν στη Βενετία, τη Βιέννη και αλλού, η εμφάνιση των εθνικών ευεργετών που άφηναν μεγάλα χρηματικά ποσά για την ίδρυση σχολείων στις ιδιαίτερες πατρίδες τους και ο ηπιότερος τρόπος με τον οποίο πλέον η οθωμανική αυτοκρατορία αντιμετώπιζε τους υπόδουλους Έλληνες, είχαν σαν αποτέλεσμα την ίδρυση πολλών σχολείων σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και την εμφάνιση των λεγόμενων Διδασκάλων του Γένους, που συνέβαλαν αποφασιστικά στην πνευματική αναγέννηση του ελληνισμού.
Και εδώ, η Ήπειρος και ιδιαίτερα τα Γιάννενα, κατείχαν τα πρωτεία. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Κωνσταντίνου Κούμα : «Η Ελλάδα οφείλει στα Ιωάννινα την αναγέννηση της παιδείας της». Ένας από τους πρώτους, αν όχι ο πρώτος, Έλληνας που ζούσε στη Βενετία και έδωσε χρήματα για τη λειτουργία σχολείων στην υπόδουλη πατρίδα του, ήταν ο Επιφάνειος, ο λεγόμενος Ηγούμενος, ο οποίος το 1647 ίδρυσε δύο σχολεία : ένα στην πατρίδα του τα Γιάννενα και το άλλο στην Αθήνα, όπου διδάσκονταν γραμματική, φιλολογία και επιστήμες.
Το 1811, στον τουρκοκρατούμενο ελληνικό χώρο υπήρχαν περίπου 2.000 σχολεία. Ωστόσο, το 1821 η Ελλάδα είχε 39 (!) συνολικά λόγιους (Π.Ν. Παπαρούνης, «Τουρκοκρατία»).
Μαρτυρίες για την ύπαρξη «Κρυφών Σχολειών» - Οι διιστάμενες απόψεις των ιστορικών
Το αν το «Κρυφό Σχολειό» είναι μύθος ή πραγματικότητα εξακολουθεί να προκαλεί μέχρι σήμερα διχογνωμίες, διαρκώς αυξανόμενες τα τελευταία χρόνια.
Ο Γιάννης Βλαχογιάννης έγραφε ότι «δεν υπάρχει καμιά ιστορική μαρτυρία που να βεβαιώνει την ύπαρξη κρυφού σχολειού».
Υπάρχουν, ωστόσο, κάποια γεγονότα και μαρτυρίες, που μάλλον φανερώνουν κάτι διαφορετικό.
Το 1675, με ειδικό φιρμάνι, ο σουλτάνος πρόσταξε τους τοπικούς αξιωματούχους στην Κασταμονή του Πόντου, να αφήνουν στο εξής ελεύθερους τους Έλληνες να διδάσκουν γράμματα κατ’ οίκον στα παιδιά. Ήταν η λεγόμενη οικοδιδασκαλία, ένα είδος...ιδιαίτερου μαθήματος θα λέγαμε. Γράφει χαρακτηριστικά το σουλτανικό φιρμάνι :
«Μολονότι δεν υπήρχε λόγος να ταλαιπωρούν (τους χριστιανούς της Κασταμονής) επειδή διδάσκουν στα σπίτια τους, σύμφωνα με τα ήθη τους, το Ευαγγέλιο στα αρσενικά χριστιανόπουλα, κάποιοι απ’ την τάξη των ανθρώπων της εξουσίας, μόνο και μόνο για να τους αποσπάσουν χρήματα, τους παίρνουν χωρίς λόγο και αιτία, και ενάντια στον ιερό νόμο, όλα τους τα χρήματα. Η καταπίεση και η αυθαιρεσία τους δεν έχει τελειωμό. Επειδή αιτήθηκαν (οι κάτοικοι της Κασταμονής) να αναληφθούν ενέργειες και να εκδοθεί αυτοκρατορικό διάταγμα που να αποαγορεύει και να αποτρέπει την καταπίεση και την αυθαιρεσία τους, όπως την εξέθεσαν, συντάχθηκε διαταγή μου για να πάψουν να καταπιέζονται».
Το φιρμάνι υπάρχει στο περιοδικό «Τα ιστορικά», τ.27 (2010), στο άρθρο του Α, Αναστασόπουλου «Προσεγγίζοντας το Ζήτημα της Ανάγνωσης των Πηγών : Μια Μαρτυρία περί Οικοδιδασκαλίας τον 17ο αιώνα και το Κρυφό Σχολειό».
Έφτασε δηλαδή στο σημείο ο σουλτάνος με ειδικό φιρμάνι να στηλιτεύσει τις πρακτικές των τοπικών αξιωματούχων της Κασταμονής, οι οποίοι είχαν φτάσει στο σημείο να απαιτούν από τους Έλληνες κατοίκους όλα τους τα χρήματα, προκειμένου να «αρσενικά χριστιανόπουλα» να διδάσκονται το Ευαγγέλιο στα σπίτια τους και να απαγορεύονται ανάλογες πρακτικές στο μέλλον!
Ανάλογες μαρτυρίες, για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι υπόδουλοι Έλληνες στην εκμάθηση των γραμμάτων, μας δίνουν οι : Ματθαίος, μητροπολίτης Μυρέων (1618), Μητροφάνης (Κριτόπουλος), πατριάρχης Αλεξανδρείας (1627), Γεώργιος Φατζέας, μητροπολίτης Φιλαδελφείας (1760) και Γεράσιμος, επίσκοπος Μετρών και Αθύρων (1775), ο οποίος, ως Γεράσιμος Γ’, έγινε πατριάρχης Αλεξανδρείας από το 1783 ως το 1788.
Όμως, η πιο «σκληρή» μαρτυρία για τη συμπεριφορά των Οθωμανών υπάρχει στο βιβλίο του Άγγλου περιηγητή George Sandys “A Relation of a Journey Begun An. Dom. 1610”. Ο φιλικά διακείμενος, μάλιστα, προς τους Οθωμανούς, Sandys, γράφει :
«Χώρες οι οποίες ήταν κάποτε τόσο ένδοξες και ξακουστές για την ευτυχισμένη τους κατάσταση, τώρα έγιναν, εξαιτίας της κακίας και της αχαριστίας, το πιο αξιοθρήνητο θέαμα της πιο ακραίας δυστυχίας. Τα άγρια κτήνη της ανθρωπότητας ξέσπασαν πάνω τους και ξερίζωσαν κάθε ίχνος πολιτισμού και η αυθάδεια ενός ανάλγητου και βάρβαρου τυράννου κατέλαβε τους θρόνους της αρχαίας και δίκαιης κυριαρχίας... Η αληθινή θρησκεία περιφρονείται και καταπιέζεται, όλη η αριστοκρατία εξαφανίστηκε. Το φως της γνώσης δεν επιτρέπεται, ούτε η αρετή τιμάται. Η βία και η αρπαγή θριαμβεύουν με αυθάδεια παντού».
Το έργο του Sandys
Υπάρχουν όμως και πιο ξεκάθαρες μαρτυρίες για το «Κρυφό Σχολειό», με πρώτη μία του Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων (1821).
Η πλέον γνωστή μαρτυρία είναι αυτή του Στεφάνου Κανέλλου. Χρονικά, προέρχεται από το 1822, ωστόσο υπάρχει σε έργο του Γερμανού λόγιου και φιλέλληνα Καρλ Ίκεν (Carl Jacob Ludwig Iken, 1789-1841). Γράφει σ’ αυτή :
«Οι Τούρκοι εμπόδιζαν τα σχολεία αυστηρότερα και από τας εκκλησίας. Δια τούτο επροσπαθούσαν να συστένουν (οι Γραικοί) κοινά σχολεία κρυφίως, όπου και των πτωχών τα τέκνα ανεξόδως εδιδάσκοντο».
Ακολουθεί ο Ιάκωβος Ρίζος-Νερουλός, ο οποίος το 1826 γράφει τα εξής :
«Οι Τούρκοι απαγόρευαν αυστηρά την ίδρυση σημοσίων σχολείων, διότι φοβούνταν πως αν οι χριστιανοί μορφώνονταν, θα γίνονταν δούλοι επικίνδυνοι και δυσκυβέρνητοι... Με αυτόν τον τρόπο, ο δραγουμάνος Παναγιώτης (Νικούσιος) και ο διάδοχός του Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, κατόρθωσαν να συστήσουν σχολεία σε πολλές πόλεις της ευρωπαϊκής Τουρκίας και της Μικράς Ασίας. Και έκλειναν τα στόματα των διοικητών στις επαρχίες άλλοτε με δωροδοκία και άλλοτε με την ισχυρή επιρροή που ασκούσαν οι προστάτες τους».
Ο Παναγιώτης Νικούσιος (1613-1673) ήταν ο πρώτος Έλληνας μεγάλος δραγουμάνος, ενώ ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος (1641-1709) ήταν διάδοχός του και σχολάρχης της Πατριαρχικής Ακαδημίας.
Μετά την απελευθέρωση, έχουμε τις μαρτυρίες του αρχιμανδρίτη και καθηγητή πανεπιστημίου Μισαήλ Αποστολίδη (1837), νέα μαρτυρία του Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων, του Γεωργίου Μαυροκορδάτου, καθηγητή Νομικής (1849) και του, επίσης καθηγητή Νομικής, Κωνσταντίνου Φρεαρίτη (1862), ο οποίος ανέφερε μεταξύ άλλων τα εξής : «...ο ταπεινός ιερεύς και ο πενιχρός ελληνοδιδάσκαλος, έντρομοι άλλ’ άκαμπτοι και απτόητοι, συνήγον εις αφανή καταγώγια τους τρυφερούς αυτών νεοσσούς... Εκ των σκοτεινών δε τούτων κρυπτών εξήλθον οι πολυπληθείς εκείνοι φωτεινοί της πίστεως και πατρίδος μεγαλομάρτυρες».
Ο Φωτάκος (Φώτιος Χρυσανθόπουλος), αγωνιστής του 1821 και συγγραφέας απομνημονευμάτων, γράφει : «Μόνοι των οι Έλληνες εφρόντιζαν δια την παιδείαν... Εν ελλείψει δε διδασκάλου, ο ιερεύς εφρόντιζε περί τούτου. Όλα αυτά εγίνοντο εν τω σκότει και προφυλακτά από τους Τούρκους».
Ο σπουδαίος λόγιος του 19ου αιώνα Γεώργιος Χασιώτης, σε ανέκδοτο στα ελληνικά έργο του (γράφτηκε στα γαλλικά το 1881), αναφέρει : «Τη νύχτα, με το φως της σελήνης,λέει ένα δημοτικό τραγούδι, τα Ελληνόπουλα, αψηφώντας την τουρκική σκληρότητα, έτρεχαν στα σχολεία για να πάρουν από εκεί μερικά ράκη του αρχαίου πολιτισμού της πατρίδας τους».
Το 1872, έχουμε τη μαρτυρία του Charles Tuckerman, πρώτου Αμερικανού πρόξενου στην Αθήνα, ενώ το 1913 ο Γάλλος δημοσιογράφος Ρενέ Πιό (Réné Puaux) γράφει:
«Κανένα βιβλίο τυπωμένο στην Αθήνα δεν γινόταν δεκτό στα σχολεία της Ηπείρου... Η Ελληνική Ιστορία ήταν απαγορευμένη. Στην περίπτωση αυτή λειτουργούσαν πρόσθετα κρυφά μαθήματα». Ο Πιό έγραφε όλα αυτά μετά από συζητήσεις που είχε με Έλληνες Ηπειρώτες που μόλις είχαν απαλλαγεί από τον τουρκικό ζυγό. (Θυμίζουμε ότι από το 1881 ως το 1913, τα σύνορα της Ελλάδας βρίσκονταν στο παλιό,θρυλικό γεφύρι της Άρτας...)
Υπάρχουν βέβαια και άλλοι, οι οποίοι θεωρούν ότι «Κρυφό Σχολειό» δεν υπήρξε ποτέ στην πραγματικότητα.
Ο πατέρας Γεώργιος Μεταλληνός, στο έργο του «Τουρκοκρατία» ,σελ. 133, εκδόσεις ΑΚΡΙΤΑΣ, 1989, αναφέρει χαρακτηριστικά : «Το τελευταίο(Κρυφό Σχολειό),ατεκμηρίωτο ιστορικά, ως προς τη διαθρυλούμενη μορφή του, έχει οπωσδήποτε υπόσταση, με την έννοια, ότι την οργανωμένη παιδεία, αδύνατη για την εποχή αυτή, αναπλήρωνε η ανεπίσημη και ταπεινή φροντίδα της Εκκλησίας στους νάρθηκες των ναών και στις μονές. Τίποτε όμως δεν αποδεικνύει επίσημα καθιερωμένη και συστηματική δίωξη της παιδείας από τους Τούρκους»
Ο πατέρας Γεώργιος Μεταλληνός
Ο Γιάννης Κορδάτος, στη «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», είναι λιτός και σαφής, γράφοντας ότι Κρυφό Σχολειό δεν υπήρξε ποτέ.
Στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», Τόμος Ι, σελ.366-367 (Εκδοτική Αθηνών), στο κεφάλαιο «Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΣΤΙΣ ΥΠΟΔΟΥΛΕΣ ΧΩΡΕΣ», ο Άλκης Αγγέλου (1917-2001) θεωρεί το Κρυφό Σχολειό ως μύθο, στηριζόμενος ιδιαίτερα στα κείμενα του λόγιου και Μέγα Χαρτοφύλακα του Οικουμενικού Παρτιαρχείου, Μανουήλ Γεδεών :
«Η τουρκική κυβέρνησις, ανεχομένη την Χριστιανικήν θρησκείαν, εγίγνωσκεν ότι εις τους ναούς αναγιγνώσκουσι και ψάλλουσιν οι παπάδες και οι ψάλται, και ότι τα αναγιγνωσκόμενα και ψαλλόμενα έπρεπε να διδαχθώσιν εγκαίρως· και συνεπώς ουδέποτε εν ομαλή καταστάσει πραγμάτων εμπόδισε την εν νάρθηξι και κελίοις διδασκαλίαν». Μάλιστα, παρακάτω, χαρακτηρίζει «ευφαντάστους και καλοπροαιρέτους ιστορικούς της εθνικής σκοπιμότητας, όσους υποστηρίζουν την ύπαρξη «Κρυφού Σχολειού».
Ο Άλκης Αγγέλου είναι ο συγγραφέας του βιβλίου «ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ, Χρονικό ενός μύθου», ΕΣΤΙΑ 2007. Αναφερόμενος στις μαρτυρίες που είδαμε παραπάνω, προσπαθεί να τις αποδομήσει και να τις υποβαθμίσει.
Ο Άλκης Αγγέλου
Έτσι, για τον Στέφανο Κανέλλο και την επιστολή του στον C.Iken γράφει ότι ήθελε να δικαιολογήσει «το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο του λαού στα μάτια των Ευρωπαίων» και «σκέφτηκε να παρουσιάσει τους Τούρκους να εμποδίζουν την εκπαιδευτική διαδικασία».
Για τις μαρτυρίες των πανεπιστημιακών στις οποίες αναφερθήκαμε, γράφει χαρακτηριστικά : «Η ιστορία, όταν μεταβάλλεται σε όργανο εθνικών διεκδικήσεων, σε πείσμα και προς την αληθοφάνεια των γεγονότων, αποστρέφεται την πραγματικότητα».
Για τον Γεώργιο Χασιώτη, γράφει ότι μόνο στο έργο του «L’ instruction publique chez les Grecs depuis la prise de Constantinople par les Turcs jusqu’ à nos jours»(«Η δημόσια διδασκαλία των Ελλήνων από την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους έως τις μέρες μας») αναφέρεται στο Κρυφό Σχολειό γιατί ήθελε το ξένο κοινό να συγκινήσει και να διαφωτίσει και καταλήγει, ο Άλκης Αγγέλου, ότι «ο ρητορικός λόγος μας οδηγεί σταθερά στον μύθο».
Για τον Charles Tuckerman, ο οποίος στο έργο του «Οι Έλληνες της σήμερον» (ελληνική μετάφραση Αντωνίου Ζυγομαλά, 1877) ξεκινάει το σχετικό με την παιδεία κεφάλαιο με το ποίημα «Φεγγαράκι μου λαμπρό...», ο Αγγέλου γράφει : «Είναι προφανές ότι ο Αμερικανός πρόξενος με το κείμενό του αυτό δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να καταγράφει την τρέχουσα για την εποχή του συνείδηση για μια παγιωμένη πλέον εικόνα».
Τέλος, αναφέρει ένα κείμενο του δικηγόρου Ανδρέα Δαλλαπόρτα, με τίτλο «Εν τη πατρώα εστία», το οποίο μοιάζει πολύ με εκείνο του Κ. Φρεαρίτη που είδαμε παραπάνω : «Ο ταπεινός ιερεύς και ο πενιχρός ελληνοδιδάσκαλος, μετά τρόμου και ενίοτε διά νυκτός, συνήγον τους τρυφερούς αυτών νεοσσούς παρά την εκκλησίαν αείποτε, ίνα διά των αιώνων μυήσωσιν αυτούς εις τας ελληνικάς παιδείας τας εντολάς και της ορθοδοξίας τα ελληνικότατα δόγματα».
Ο Δαλλαπόρτας προσθέτει πρώτος δύο καινούργια στοιχεία : ότι τα σχολεία λειτουργούσαν πάντοτε σε χώρους εκκλησιαστικούς, ενώ με το «ενίοτε τη νύχτα» «δένει» το Κρυφό Σχολειό με την παράδοση. Για τον Δαλλαπόρτα, ο Αγγέλου γράφει ότι «μπορούμε να έχουμε μια επιβεβαίωση του κανόνα των συμπτώσεων στην απλούστερη διατύπωσή του...».
Τέλος, αναφέρει την άποψη του Γ. Βλαχογιάννη : «Το αθώο αυτό νανούρισμα («Φεγγαράκι μου λαμπρό...») οι ρητοροδάσκαλοι το κολλήσανε στο ανύπαρκτο «κρυφό σχολειό». Κρυφό σχολείο πουθενά δεν στάθηκε σε χωριά ή χώρες. Οι Τούρκοι ποτέ δεν απαγόρεψαν τα σχολειά. Θα τ’ απαγόρευαν αν ήτανε κρυφά, σε χώρες βέβαια, όπου ζούσανε μαζί με Χριστιανούς και Τούρκοι».
Γενικότερα, τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει και επικρατεί η άποψη των λεγόμενων «αναθεωρητών ιστορικών» ότι το Κρυφό Σχολειό δεν υπήρξε ποτέ.
Τις ίδιες απόψεις ενστερνίζονται αρκετοί διανοούμενοι και δημοσιογράφοι, που κατηγορούν τους υποστηρικτές της ύπαρξης του Κρυφού Σχολειού για «απλοϊκή γραφή» και για «έλλειψη επαρκούς και σύγχρονης ιστορικής παιδείας» (Π. Στάθης, «Το Κρυφό Σχολείο : Διαδρομές του Μύθου, Διαδρομές της Ιστορίας»).
Ο Β. Κρεμμυδάς, σε άρθρο του στην εφημερίδα «Τα Νέα» (16/4/1998) με τίτλο «Ο πιο Ανθεκτικός Μύθος», γράφει :
«Το ερώτημα που πρέπει πια να μας απασχολήσει συστηματικότερα δεν είναι αν υπήρξε ή όχι Κρυφό Σχολειό. Σε αυτό η απάντηση είναι οριστικά αρνητική».
Ο Α. Πολίτης γράφει : «Είναι μάταιο και σφάλμα να αναζητούμε ιστορικά επιχειρήματα για να καταπολεμήσουμε ένα μύθο».
Ανάλογες απόψεις έχει ο Α. Ηρακλείδης : «(Μία από) τις τόσες ανακρίβειες που έχουμε μάθει στο ελληνικό σχολείο είναι και ότι η εκπαίδευση (στην Τουρκοκρατία) ήταν απαγορευμένη».
Ο Χ. Λούκος γράφει : «...ούτε βρέθηκε κανένα φιρμάνι ή άλλη διαταγή του κυρίαρχου που να απαγορεύει τη λειτουργία χριστιανικών σχολείων».
«Το Κρυφό Σχολειό δεν είναι λοιπόν τίποτε άλλο παρά ανιστόρητο ιδεολόγημα, μια απλοϊκή κατασκευή», γράφει ο Χ. Καρανάσιος, ερευνητής της Ακαδημίας Αθηνών, στο έργο του «Η Εκπαίδευση».
Ο ιστορικός Τ. Γριτσόπουλος (1910-2008), ένας από τους πλέον ένθερμους υποστηρικτές του Κρυφού Σχολειού, λίγο πριν φύγει από τη ζωή έγραφε ότι : «ορθώς αμφισβητείται η λειτουργία Κρυφού Σχολείου. Διότι δεν μαρτυρείται στις πηγές, αφού μάλιστα οι Τούρκοι δεν απαγόρευαν την λειτουργία σχολείων μετά την Άλωσιν» («Το Αμφισβητούμενον Κρυφό Σχολειό». Εκκλησία 81 (2004), σ.557.)
Επίλογος
Υπάρχουν πολλά ακόμα αλληλοσυγκρουόμενα κείμενα για την ύπαρξη ή μη Κρυφού Σχολειού. Παραθέσαμε εδώ όσο το δυνατόν περισσότερα και αντιπροσωπευτικότερα ήταν εφικτό. Το τοπωνύμιο «Κρυφό Σχολειό» σώθηκε κυρίως στον Μοριά (στα μοναστήρια Άνω Δίβρης Ηλείας, Φενεού Κορινθίας και Φιλοσόφου Δημητσάνας) και λιγότερο στην Ήπειρο. Λέγεται, επίσης, ότι ο Γύζης εμπνεύστηκε τον περίφημο πίνακά του από το μικρό μοναστήρι της Αγίας Τριάδας στην Τήνο, τη γενέτειρά του, το οποίο πριν την Επανάσταση ονομαζόταν «Το Κρυφό Σχολειό».
Πιο πολλά στοιχεία μπορούν να βρουν οι αναγνώστες μας στα δύο βιβλία απ’ όπου αντλήσαμε τις περισσότερες πληροφορίες για το άρθρο αυτό :
«ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ. ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ», Γιώργος Κεκαυμένος, Εναλλακτικές Εκδόσεις 2012
«ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ. Χρονικό ενός μύθου», Άλκης Αγγέλου, Εστία 2007, Τέταρτη Έκδοση.