Στην Ελληνική μυθολογία οι Φαίακες (Φαίηκες στην ιωνική διάλεκτο, π.χ. στον Όμηρο, Φαίαξ ή Φαίηξ στον ενικό αριθμό) ήταν ένας λαός γνωστός ιδιαίτερα από τον Όμηρο για τη ναυτοσύνη του («ναυσικλυτοί»).
Οι Φαίακες ήταν οι αγαπημένοι των θεών και φίλοι των ανθρώπων. Αναφέρεται ότι αρχικώς κατοικούσαν στην απομακρυσμένη Υπέρεια, στα πέρατα του κόσμου. Ως συγγενείς των θεών, αποκαλούνταν «αγχίθεοι», όπως οι Κύκλωπες και οι Γίγαντες. Μια εποχή που βασιλιάς τους ήταν ο Ναυσίθοος, οι Φαίακες εκδιώχθηκαν από την Υπέρεια από τους....
Κύκλωπες και μετοίκησαν σε ένα νησί, τη Σχερία, που αποκλήθηκε από αυτούς και «Νήσος των Φαιάκων», ενώ από τους περισσότερους ταυτίζεται με τη σημερινή Κέρκυρα (κάποιοι πάντως έχουν υποστηρίξει ότι ήταν η Ίσκια της Ιταλίας ή η Κρήτη).
Εκεί έχτισαν πόλη και ναούς με βασιλιά τους τον Αλκίνοο, τον γιο του Ναυσιθόου. Οι Φαίακες διακρίνονταν για τη φιλοξενία τους, όπως την περιγράφει ο Όμηρος μετά τη διάσωση του Οδυσσέα από τη Ναυσικά στη «Νήσο των Φαιάκων».
Ο βασιλιάς τους εμφανίζεται να κυβερνά ως πρόεδρος ενός συμβουλίου αποτελούμενου από 12 άλλους άρχοντες, ως ίσος προς εκείνους και όχι ως μέλος μιας ανώτερης τάξεως.
Οι Φαίακες ήταν ειρηνικός λαός που αποστρεφόταν τον πόλεμο, εργατικοί και εύθυμοι, αγαπούσαν το καλό φαγητό, τα λουτρά, τον έρωτα, τα τραγούδια και τον χορό.
«Η εντολή αυτών είναι να παραπέμπωσιν ακινδύνως εις την πατρίδα των πάντας τους προς αυτούς πλέοντας», πράγμα το οποίο κατόρθωναν με τα θαυμαστά πλοία τους.
Τα πλοία αυτά δεν είχαν κουπιά, ούτε πηδάλιο και διέτρεχαν τη θάλασσα σαν να ήταν φτερωτά (Οδύσσεια, η 34-35), προικισμένα με αυτό το χαρακτηριστικό από τον θεό Ποσειδώνα, ενώ είχαν νου και μυαλό ανθρώπινο:
«Γιατί δεν έχουν τα γοργά καράβια των Φαιάκων
σαν τ' άλλα τα πλεούμενα τιμόνια ή κυβερνήτες,
μον' βρίσκουν έτσι μόνα τους τη σκέψη των ανθρώπων
και ξέρουν όλων τα χωριά, τα καρπερά χωράφια,
και γοργοτάξιδα περνούν της θάλασσας τα πλάτια,
κρυμμένα μες στην καταχνιά και στην πυκνή θολούρα
κι ούτε φοβούνται να χαθούν, μήτε κακό να πάθουν.»