Λέει, λοιπόν, για την ηδονή ο Επίκουρος:
«Πᾶσα οὖν ἡδονὴ διὰ τὸ φύσιν ἔχειν οἰκείαν ἀγαθόν, οὐ πᾶσα μ
έντοι αἱρετή· καθάπερ καὶ ἀλγηδὼν πᾶσα κακόν, οὐ πᾶσα δὲ ἀεὶ φευκτὴ πεφυκυῖα».
Που, στα νέα Ελληνικά σημαίνει:
«Κάθε ηδονή λοιπόν, ακριβώς επειδή η φύση της μας είναι συγγενική, είναι καλό πράγμα· δεν συμβαίνει όμως να επιλέγουμε αδιακρίτως κάθε ηδονή. Ακριβώς όπως κάθε πόνος είναι κακό πράγμα κι ωστόσο δεν είναι όλοι οι πόνοι τέτοιοι που να μπορούμε να τους αποφεύγουμε». (Επιστολή προς Μενοικέα)
Μέσα από τον καθημερινό αγώνα του βιοπορισμού και τα ατέλειωτα βάσανα της ζωής ο άνθρωπος δεν παύει να ζητά και να επιδιώκει τη γαλήνη της ψυχής του. Από την αρχή της ιστορίας του αισθανόμενος αδύναμος και μη κατανοώντας από πού προέρχονται τα βάσανά του, ο άνθρωπος άρχισε να τα θεωρεί σαν τιμωρία για δικές του αμαρτίες και σφάλματα (βλέπε λ.χ. προπατορικό αμάρτημα) και να ελπίζει σε θαύματα για τη σωτηρία του από αυτά.
Oταν, για πρώτη φορά, ο Έλληνας άνθρωπος άρχισε να διαμορφώνεται σαν προσωπικότητα, ένοιωσε την ανάγκη να δαμάσει τους καημούς και τους πόνους του. Τέτοιους στοχασμούς συναντάμε στον Όμηρο, στον Ησίοδο, στον λυρικό ποιητή Ανακρέοντα και αλλού. Οι Πυθαγόρειοι αποζητούν στη μουσική την ανακούφιση από τα βάσανα, ενώ οι σοφιστές στη ρητορική. Στην ακμάζουσα Αθηναϊκή Δημοκρατία συναντούμε τον όρο “αλυπία”. Την ανάγκη παραμερισμού της λύπης και την επιδίωξη της χαράς υποστηρίζει η ίδια η πολιτεία, όπως ο Περικλής μας λέει στον “Επιτάφιο”, με λογικές διακοπές της εργασίας, με γιορτές και με την καθημερινή απόλαυση των καλλιτεχνημάτων που κοσμούσαν την πόλη. Ο Δημόκριτος χρησιμοποίησε τον όρο ευθυμία (ευθυμίη) για τη γαλήνη της ψυχής και την έταξε σκοπό της ζωής. Ο ίδιος αλλά και οι οπαδοί του χρησιμοποίησαν και άλλους ενδιαφέροντες όρους όπως ευεστώ, αρμονίη, συμμετρίη, ευδαιμονίη, αταραξίη κ.ά. Κατά το Δημόκριτο, τα συναισθήματα μας οδηγούν να διαλέγουμε ή να αποφεύγουμε. Διαλέγουμε ό,τι μας ελκύει και αποφεύγουμε ό,τι αποστρεφόμαστε.
Από τα παραπάνω φαίνεται ότι οι αρχαίοι δεν μπόρεσαν να βάλουν σε τάξη όσα επινοήθηκαν για να αποδώσουν τις αποχρώσεις του ευάρεστου και του δυσάρεστου. Τη σύγχυση επέτεινε και διαιώνισε η επιμονή να χωρίσουν τις ευχαριστήσεις σε σωματικές και πνευματικές.
Ο Επίκουρος είδε το πρόβλημα με καθαρό μυαλό και θάρρος, το επεξεργάστηκε εξαντλητικά και το έκαμε κεντρικό θέμα της φιλοσοφίας του. Τα ζητούμενο για τον άνθρωπο, είπε, είναι η ψυχική του γαλήνη. Γιατί τότε, σ’ αυτή την κατάσταση, ο άνθρωπος βρίσκεται σε καλή διάθεση και ο τεράστιος πλούτος που κρύβει μέσα του βγαίνει στην επιφάνεια και γίνεται χαρά και δημιουργία. Αυτό το συναίσθημα της ευχαρίστησης, την ευεξία, την ευθυμία, ο Επίκουρος την ονόμασε ηδονή και είναι κάτι που το αποζητούμε γιατί είναι πρωταρχικό αγαθό και «συγγενικόν» (γεννημένο μαζί με μας) και “σύμφυτον” (έμφυτο). Από αυτό το συναίσθημα ευχαρίστησης και καλής διάθεσης -που το είπαμε ηδονή- ξεκινάμε τις προτιμήσεις μας και τις αποφυγές μας και σ’ αυτό πάλι καταφεύγουμε για να βαθμολογήσουμε το κάθε αγαθό.
Ο Επίκουρος διακρίνει τις ηδονές σε δύο είδη. Ονομάζει στατική ή καταστασιακή ηδονή την ευάρεστη διάθεση που έχει ο άνθρωπος όταν δεν βιώνει καμιάς μορφής πόνο, σωματικό ή ψυχικό. Ο πόνος (άλγος) με την ευρύτερη έννοια, περιλαμβάνει την πείνα, τα προβλήματα υγείας, την ψυχική στενοχώρια, το φόβο, την ανησυχία, την πλήξη, την κατάθλιψη κ.ά. Στη φιλοσοφία του Επίκουρου λοιπόν, στατική ηδονή είναι η απουσία κάθε πόνου, όπως δόθηκε παραπάνω, «παντὸς τοῦ ἀλγοῦντος ὑπεξαίρεσις», όπως λέει ο ίδιος. Η απουσία του πόνου συνεπάγεται την ηδονή και αντίστροφα. Δεν δέχεται ότι υπάρχει ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ πόνου και ηδονής. Η απουσία του πόνου είναι η μέγιστη ηδονή.
Εκτός από τη στατική ηδονή, ο Επίκουρος δέχεται ότι υπάρχουν και οι κινητικές ηδονές, που σαν βάση έχουν την απόλαυση των αισθήσεων. Είναι οι ηδονές τις οποίες κερδίζουμε με τις ενέργειές μας και τη δράση μας. Είναι η ευχαρίστηση από το φαγητό, το ποτό, από ένα ποίημα, από θεάματα κλπ. Κάποιες από αυτές θα μας εξασφαλίσουν τη στατική ηδονή, κάποιες άλλες θα μας δώσουν ευχαρίστηση. Θα πρέπει όμως με νηφάλιο λογισμό να τις προτιμούμε ή να τις αποφεύγουμε, ώστε οι κινητικές ηδονές να μη μας προκαλέσουν τελικά πόνο.
Η στατική ηδονή αναγνωρίζεται από τη φιλοσοφία του Επίκουρου ως το μόνο καθ’ αυτό αγαθό, ενώ οι κινητικές ηδονές έχουν δευτερεύουσα αξία. Η στατική ηδονή είναι η φυσική κατάσταση όλων των ζώντων οργανισμών. Για το λόγο αυτό λέει ο Επίκουρος ότι η ηδονή είναι το πρωταρχικό και συγγενικό με τη φύση μας αγαθό.
Αυτή λοιπόν είναι η έννοια της ηδονής στην επικούρεια φιλοσοφία. Μια ηδονή σχεδόν ασκητική. Παρά ταύτα όμως, η χρήση της λέξης «ηδονή», έδωσε ευκαιρία σε κακόβουλες και ανόητες παρερμηνείες και σε σκόπιμη συκοφάντηση του επικουρισμού, σε βαθμό που έφθασε σήμερα να σημαίνει το αντίθετό του.
Η ηδονή κατά την Επικούρεια φιλοσοφία
23/08/2018 - 17:33