Ναυμαχία Αμερικανών και Ιρανών εντός των χωρικών υδάτων του Ιράν, κατά τη διάρκεια του Ιρανο-Ιρακινού Πολέμου (1980-1988). Διεξήχθη στις 18 Απριλίου 1988 και πρόκειται για τη μεγαλύτερη ναυτική εμπλοκή των ΗΠΑ μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Οι Αμερικανοί έδωσαν στην επιχείρηση την κωδική ονομασία «Praying Mantis», από το ομώνυμο έντομο, γνωστό στην Ελλάδα ως Μάντισσα ή Αλογάκι της Παναγίας.
Τον Απρίλιο του 1988, ο Ψυχρός Πόλεμος μεταξύ Δύσης και Ανατολής έπνεε τα λοίσθια. Το Ιράν του Αγιατολάχ Χομεϊνί είχε εμπλακεί σ' ένα άπελπι πόλεμο με το Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν. Οι ΗΠΑ, που στήριζαν τότε τον Χουσεΐν, βρίσκονταν σε προεκλογική περίοδο, με τον πρόεδρο Ρίγκαν να διανύει το τελευταίο έτος της θητείας του. Στην Ελλάδα κυριαρχούσε το σκάνδαλο Κοσκωτά.
Στις 14 Απριλίου, την ώρα που υπογραφόταν στη Γενεύη η συμφωνία για την αποχώρηση των Σοβιετικών από το Αφγανιστάν, η αμερικανική φρεγάτα Samuel B. Roberts, που εκτελούσε νηοπομπές στον Περσικό Κόλπο, προσέκρουε σε νάρκη που είχαν ποντίσει οι Ιρανοί. Το πλοίο σχεδόν βυθίστηκε, αλλά το πλήρωμά του διασώθηκε μέχρις ενός. Οι Αμερικανοί αποφάσισαν να απαντήσουν δυναμικά.
Στις 18 Απριλίου, ανήμερα της εορτής των Ενόπλων Δυνάμεων του Ιράν, μοίρα του αμερικανικού ναυτικού με επικεφαλής το αεροπλανοφόρο Enterprise έπληξε δύο πλατφόρμες άντλησης πετρελαίου εντός των χωρικών υδάτων του Ιράν (Sassan και Sirri). Στην επιχείρηση, που στέφθηκε από επιτυχία, πήραν μέρος δύο αντιτορπιλικά, δύο φρεγάτες, ένα καταδρομικό, ένα αποβατικό και πολεμικά αεροπλάνα. Οι Αμερικανοί πρώτα εξουδετέρωσαν τα αντιεροπορικά σοβιετικής κατασκευής και στη συνέχεια έδωσαν την ευκαιρία στο προσωπικό να διαφύγει από την πλατφόρμα.
Το Ιράν απάντησε στέλνοντας ταχύπλοα σκάφη να επιτεθούν σε αμερικανικούς στόχους στην περιοχή. Κατόρθωσαν να πλήξουν και να προξενήσουν ζημιές σ’ ένα αμερικανικό πλοίο συνοδείας, ένα εμπορικό με παναμαϊκή σημαία κι ένα αγγλικό τάνκερ. Αμέσως, από το Enterprise απονηώθηκαν δύο πολεμικά τύπου Α-6 Intruder, τα οποίο βομβάρδισαν τα ιρανικά ταχύπλοα, βυθίζοντας ένα και προκαλώντας ζημίες σε πολλά άλλα.
Η ναυμαχία άρχισε να κλιμακώνεται, όταν η ιρανική πυραυλάκατος Josan ήλθε αντιμέτωπη με το αμερικανικό αντιτορπιλλικό Wainwright. Ο πλοίαρχος του Wainwright ζήτησε από το Ιρανικό πλοίο να αποχωρήσει, αλλιώς θα διέταζε τη βύθισή του. Η απάντηση των Ιρανών ήταν η ρίψη ενός πυραύλου Harpoon. Οι Αμερικανοί ανταπέδωσαν τα πυρά, καταστρέφοντας αρχικά την υπερδομή του Josan και στη συνέχεια κατόρθωσαν να το βυθίσουν.
Κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας, δύο ιρανικά F-4 έκαναν την εμφάνισή τους στον ουρανό. Το πρώτο αποχώρησε, όταν εγκλωβίστηκε από το ραντάρ του Wainwright, ενώ το δεύτερο δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί, καθώς επλήγη από πύραυλο και λαβωμένο επεχείρησε να προσγειωθεί στην παραθαλάσσια πόλη Μπαντάρ Αμπάς.
Η ναυμαχία συνεχίσθηκε όταν στο θέατρο των επιχειρήσεων έκανε την εμφάνισή της η ιρανική φρεγάτα Sahand. Έγινε αντιληπτή από αεροπλάνο αναγνώρισης και δέχθηκε συντονισμένα πυρά, τόσο από αέρος όσο και από θαλάσσης. Έγινε παρανάλωμα του πυρός και αμέσως βυθίστηκε.
Αργά το απόγευμα μία άλλη ιρανική φρεγάτα, η Sabalan, εκτόξευσε ένα πύραυλο εδάφους - αέρους εναντίον αμερικανικών αεροπλάνων, τα οποία ανταπέδωσαν τα πυρά, με αποτέλεσμα το πλοίο να υποστεί σημαντικές ζημιές και να καταφύγει σε ιρανικό λιμάνι για επισκευές.
Αμέσως μετά δόθηκε εντολή στις αμερικανικές ναυτικές δυνάμεις να αποκλιμακώσουν την κατάσταση, για να δώσουν την ευκαιρία στο Ιράν να απεμπλακεί. Πράγματι, το βράδυ της ίδιας μέρας η ναυτική αντιπαράθεση σταμάτησε και η επιχείρηση «Αλογάκι της Παναγίας» έλαβε τέλος.
Οι απώλειες για τους Ιρανούς ανήλθαν σε 56 νεκρούς, 5 πλοία βυθισμένα, ένα πλοίο με σοβαρές ζημιές και δύο πλατφόρμες πετρελαίου κατεστραμμένες. Οι Αμερικανοί έχασαν ένα ελικόπτερο τύπου Cobra με το διμελές πλήρωμά του, το οποίο σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους κατέπεσε και συνετρίβη λόγω μηχανικής βλάβης.
Η αμερικανική επίθεση εναντίον του Ιράν έπαιξε αποφασιστικό ρόλο, σύμφωνα με τους αναλυτές, στον τερματισμό του Ιρανο-Ιρακινού Πολέμου (20 Αυγούστου 1988). ΗΠΑ και Ιράν προσέφυγαν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, ζητώντας επανορθώσεις η μία από την άλλη, για παραβίαση της Συνθήκης Φιλίας που είχαν υπογράψει οι δύο χώρες το 1955. Το δικαστήριο με την απόφαση της 6ης Νοεμβρίου του 2003 απέρριψε και τις δύο προσφυγές, επειδή αμφότερες παραβίασαν τη Συνθήκη Φιλίας, αλλά και κανόνες του διεθνούς δικαίου.