Το δημοτικό τραγούδι είναι η ποιητική και μουσική έκφραση της λαϊκής ψυχής των Ελλήνων διαμέσου των αιώνων. Είναι το καταστάλαγμα της λαϊκής ευαισθησίας, που μέσα από τον ποιητικό και μουσικό λόγο εκφράζει μεγάλα και μικρά συναισθήματα, ανθρώπινες καταστάσεις, περιστατικά και γεγονότα που συγκινούν και αγγίζουν τον απλό λαό, όλα βγαλμένα από την ίδια τη ζωή.
Δημιούργημα του ίδιου του λαού, ανώνυμων και προικισμένων δημιουργών, συνταιριάζει στίχους, τραγούδι και χορό, για να επιστρέψει πάλι σ’ αυτόν και να γίνει κτήμα του, κομμάτι της δικής του ζωής. Για να θυμίσει ή να υμνήσει συναισθήματα, αξίες και τη φύση, ν’ αφηγηθεί ανθρώπινες καταστάσεις και γεγονότα, όλες τις πτυχές της ζωής. Και για να τον συντροφέψει σε λύπες και χαρές, στη δουλειά και στην ανάπαυση, σε γλέντια και γιορτές, στον πόλεμο και στο θάνατο. Και να του μεταδώσει ρυθμό στην ψυχή και στα πόδια, χορεύοντας τον παραδοσιακό χορό, τον καλαματιανό και τον τσάμικο, τον συρτό και τον μπάλο, και τους τόσους άλλους δημοτικούς χορούς της πατρίδας μας.
Για τους ανώνυμους πρωταρχικούς λαϊκούς δημιουργούς, ο καθηγητής και λαογράφος Νικόλαος Πολίτης λέει: «Εις των πολλών, έχων το χάρισμα της στιχουργικής δεξιότητας και το μουσικόν αίσθημα ανεπτυγμένον, υπείκων και εις εσωτερικήν ώθηση, εις στιγμήν εξάρσεως συνθέτει το άσμα, ταυτοχρόνως εξευρίσκων τον ρυθμόν και το μέλος ή προσαρμόζων εις γνωστά».
Αλλά και μεγάλοι Έλληνες μουσουργοί και συνθέτες εμπνεύσθηκαν από το δημοτικό τραγούδι. Ο Μανόλης Καλομοίρης (1883 -1962), στο γνωστό συμφωνικό του ποίημα «Ο θάνατος της Ανδρειωμένης», που γράφτηκε για να εξυμνήσει την αντίσταση στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, βασίστηκε στο μοτίβο του χορού του Ζαλόγγου. Ο Αντίοχος Ευαγγελάτος (1903 – 1981) στο έργο του «Παραλλαγές και φούγκα πάνω σε ένα ελληνικό τραγούδι» που έγραψε στις αρχές του εμφυλίου πολέμου, στηρίχτηκε στο δημοφιλές κλέφτικο τραγούδι «Σαράντα παλικάρια». Στο περίφημο συμφωνικό έργο «36 ελληνικοί χοροί» του Νίκου Σκαλκώτα (1904 – 1949), δύο από τους χορούς βασίστηκαν σε δυο κλέφτικους σκοπούς , ενώ ένας τρίτος στηρίχτηκε στο χορό του Ζαλόγγου (και οι τρεις χοροί γράφτηκαν μεταξύ 1931-1936) . Τέλος και το έργο «Κλέφτικοι χοροί» του Πέτρου Πετρίδη (1892 – 1977) είναι εμπνευσμένο από γνωστά κλέφτικα δημοτικά μοτίβα.
Στο ελληνικό δημοτικό τραγούδι, σε όλα σχεδόν τα είδη του (παραλογές, της αγάπης, εργατικά, λατρευτικά, ακριτικά, κλέφτικα, ιστορικά, τραπεζίτικα, μαντινάδες, παιδικά, μοιρολόγια κ.λ.π.), κυριαρχεί αυθεντική απλότητα και χάρη, όπως και ένας απαράμιλλος λυρισμός. Σήμερα είναι πλέον ευρέως αποδεκτό ότι αποτελεί τον πρώτο μεγάλο σταθμό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και ένα σημαντικό μνημείο του νεοελληνικού λυρισμού.
Παράλληλα, σημαντική είναι και η ιστορική και η τεχνική του αξία από πλευράς μουσικής και ρυθμού. Οι ξένοι και οι Έλληνες ειδικοί εντυπωσιάζονται στη διαπίστωση της πλούσιας μουσικής βάσης, της ποιητικής φαντασίας και της ρυθμικής ποικιλίας που χαρακτηρίζουν τα δημοτικά μας τραγούδια. Ο πλούτος των ιδιωματισμών, η εύκολη εναλλαγή ρυθμών στο ίδιο τραγούδι, η αφθονία των επωδών, ο πλούτος και ή ιδιομορφία των χρησιμοποιούμενων κλιμάκων, η χρήση ρυθμών άγνωστων στην ευρωπαϊκή μουσική, η αποκοπή και η επανάληψη συλλαβών του κειμένου, η χαλαρή εξάρτηση των φθογγικών συμπλεγμάτων κατά την ερμηνεία από εκείνα της αρχικής μουσικής βάσης, ο στενός τύπος της φωνής και του ήχου, συνθέτουν ένα τέτοιο πολύπτυχο ιδιαιτεροτήτων, που καθιστούν το δημοτικό μας τραγούδι μοναδικό στο είδος του σε παγκόσμια κλίμακα.
Για τον απλό λαό που τραγουδά και βιώνει το δημοτικό τραγούδι, η αξία του είναι πρώτιστα η αισθητική (από ποιητική και μουσική άποψη). Δεν πρέπει όμως να παραγνωρίζεται και η γλωσσική, ιστορική και λαογραφική αξία, που αποτελούν άλλωστε, μαζί με την αισθητική, κριτήρια για τη συστηματική του μελέτη.
Ιδιαίτερη άνθηση και διάδοση γνώρισε το δημοτικό τραγούδι στις αγροτικές, ορεινές και απομονωμένες περιοχές της Ελλάδας. Ήταν λοιπόν φυσικό να ριζώσει βαθιά στην Πελοπόννησο και στην Αρκαδία, όπου ως τις μέρες μας γνωρίζει πλατειά απήχηση, αν και δυστυχώς τα τελευταία χρόνια έχει υποστεί αρκετές αλλοιώσεις από πλευράς ερμηνείας. Το δημοτικά τραγούδια του Μοριά («μοραΐτικα») αποτελούν ένα ξεχωριστό και σημαντικό είδος δημοτικού τραγουδιού. Παρ’ όλες τις διαφοροποιήσεις και αλλοιώσεις, διακρίνονται για το ύφος τους (πάθος, ένταση, έξαρση, τραχύτητα), τη γλώσσα (ντοπιολαλιά), τον ιδιαίτερο τρόπο και χρώμα στην απόδοση, τις συνήθως ψηλές μουσικές τους κλίμακες και τα μουσικά όργανα.
Ιδιαίτερα για τα τελευταία, τα αυθεντικά όργανα που ακολούθησαν το μοραΐτικο τραγούδι σε όλο το δημιουργικό κύκλο του, μέχρι και τα μεταεπαναστατικά χρόνια, ήταν ο ταμπουράς και μετά το λαούτο (παραλλαγή του πρώτου), ο αυλός (φλογέρα), η πίπιζα και το νταούλι. Με την είσοδο του κλαρίνου (από τους τσιγγάνους) στη βόρεια Ελλάδα, γύρω στο 1835, άρχισαν να υποχωρούν σταδιακά τα παραδοσιακά πνευστά για να κυριαρχήσει τελικά το πρώτο (σε σιμπεμόλ ή λα κυρίως). Αργότερα εμφανίστηκε και το βιολί. Τα βασικά όργανα που τελικά επικράτησαν και αποτέλεσαν τη μουσική κομπανία στο Μοριά και στην Αρκαδία ήταν το κλαρίνο και το λαούτο. Παρ’ όλα αυτά μέχρι και πριν από 20 χρόνια, η πίπιζα και το νταούλι εξακολουθούσαν να εμφανίζονται περιστασιακά… Τα τελευταία χρόνια, τα λαϊκά όργανα που παίζουν οι τοπικές κομπανίες στις μουσικές εκδηλώσεις στη Πελοπόννησο είναι: κλαρίνο, λαούτο (σαν βασικά) κιθάρα και κρουστά (ντράμς), πιανόργανο, ενίοτε βιολί και μπάσο κιθάρα. Κάποιο «ονειροπόλοι» ερμηνευτές (του «κέντρου») έχουν περιστασιακά επανεισάγει τη (ξεχασμένη…) φλογέρα και το νταούλι, όπως και το (άγνωστο στην Πελοπόννησο) τουμπερλέκι…
Το Δημοτικό Τραγούδι στην Αρκαδία
Ειδικότερα στην Αρκαδία, μια χώρα κατ’ εξοχή ποιμενική και αγροτική τα παλαιότερα χρόνια, η οποία παράλληλα γνώρισε με έντονο τρόπο τις μεγάλες ιστορικές στιγμές της νεώτερης ελληνικής ιστορίας (προεπαναστατικά χρόνια, εξέγερση του 21, Λαϊκή Αντίσταση), το δημοτικό τραγούδι ήταν φυσικό να κληρονομήσει κάτι από τη γνωστή και πανάρχαια αλληγορία του αυλού του Πανός και της μουσικής του. Μιας μουσικής που ελάφρωνε τις καρδιές των ανθρώπων από την τραχύτητα των όρων διαβίωσης και τις ξένες επιβουλές και κυριαρχίες, ξορκίζοντας την αδικία και μεταφέροντας μιαν αίσθηση ερωτισμού κι ελπίδας. Ανεξάρτητα από το αν ο Πάνας έχει πεθάνει, ο θρύλος του ακόμα ζει «et in Arcadia», και ο αυλός του ακούγεται ακόμα μέσα στις καρδιές των ντόπιων, αγροτών και ποιμένων. Στη «λαϊκή ψυχή και συνείδηση». Και μερικές φορές συνεχίζει ακόμα ν’ αντηχεί μέσα στα αρκαδικά δάση, από το βάθος των λαγκαδιών και των φαραγγιών, στις όχθες του Λούσιου, του Λάδωνα, του Αλφειού και της Νέδας, στα ψηλά βουνά της Αρκαδίας…
Στην πολύπαθη και περιλάλητη Αρκαδία των νεώτερων χρόνων, (γνήσιο;) απόγονο αυτής του Πανός, των θρύλων, των μύθων και των μουσών, η λαϊκή μούσα είχε ασφαλώς (την ανάγκη) να τραγουδήσει με περίσσια συναισθηματική φόρτιση και για περισσότερα: μάχες και γεγονότα του αγώνα του 21, δεινά και κατορθώματα, μορφές κλεφτών, ποιμενικές σκηνές και στιγμιότυπα, μέσα από ποιμενικά, κλέφτικα, ιστορικά και άλλα δημοτικά τραγούδια. Έτσι τα χωριά και οι διάφορες περιοχές της έχουν δώσει πληθώρα δημοτικών τραγουδιών και παραλλαγών τους, από τα οποία πολλά έχουν διατηρηθεί ως τις μέρες μας, ενώ άλλα έχουν διασωθεί (καταγραφτεί) από μελετητές και λαογράφους. Αρκετά από αυτά αποτελούν παραλλαγές γνωστών τραγουδιών από την υπόλοιπη Ελλάδα, τα οποία, όπως συμβαίνει συχνά στη δημοτική μας παράδοση, οι Αρκάδες και οι Πελοποννήσιοι τα τραγουδούσαν με το δικό τους ξεχωριστό τρόπο, αλλάζοντας συχνά τόνο και στίχους. Και από αυτά, αρκετά διατηρούνται έτσι παραλλαγμένα μέχρι σήμερα.
Με την καταγραφή (από πλευράς κειμένου), μελέτη και ανθολόγηση (αρκαδικών και μη) δημοτικών τραγουδιών έχουν ασχοληθεί αρκετοί Αρκάδες μελετητές και λαογράφοι. Από τους παλαιότερους οι πιο σημαντικοί είναι οι Ν. Α. Βέης, Θ. Ι . Αθανασόπουλος, Ν. Ι. Λάσκαρης, Κ. Ψάχος, Μ. Τρανός και Δ. Ι. Τσίριμπας. Από τους πιο σύγχρονους οι κυριώτεροι είναι οι Σταμάτης Μακρής, Κ. Μαρίνης, Τ. Κανδηλώρος, Θ. Τρουπής, Δ. Κυριακόπουλος, Τ. Γριτσόπουλος, Χ. Μουρούτσος και Κ. Βασιλόπουλος. Με την μουσική καταγραφή και απόδοση έχει ασχοληθεί ο Σταμάτης Μακρής και ο Kώστας Παυλόπουλος (Καλλιτεχνικό Εργαστήρι «Ο Πάνας»). Με την ανάδειξη της νεώτερης «τσακώνικης» μουσικής παράδοσης και του τσακώνικου χορού, από τους σύγχρονους, έχει ασχοληθεί η Μηλιώ Κουνιά (με τον πολιτιστικό σύλλογο των Πέρα Μελάνων), ενώ με τον τσακώνικο χορό, οι Φίλιππος Μπεκύρος, Χ. Πετράκος και Ε. Τσαγγούρη.
Εκδηλώσεις όπου ακούγεται το δημοτικό τραγούδι στην Αρκαδία υπάρχουν πολλές και ποικίλες. Κορύφωμα αποτελούν τα αρκαδικά πανηγύρια του καλοκαιριού. Λίγες όμως είναι αυτές όπου διατηρείται ο αυθεντικός του ήχος. Με ερμηνευτές γνήσιους και σοβαρούς, με προσεγμένα ηχητικά, που δεν αναλώνονται στην ηχορύπανση, την ηλεκτρονική και μουσική αλλοίωση, το «αποσπασματικό» τραγούδι και την ταύτιση με την «γουρνοπούλα», χάριν της κατανάλωσης. Ο διαγωνισμός δημοτικού τραγουδιού στα Λαγκάδια (από το 1978) και οι μουσικές εκδηλώσεις στο πανηγύρι της Τεγέας τον Δεκαπενταύγουστο είναι χαρακτηριστικές και πολύ γνωστές περιπτώσεις όπου το δημοτικό τραγούδι ακούγεται κατά κόρον, εδώ και πολλά χρόνια. Πολλοί είναι αυτοί όμως που διαμαρτύρονται και διατείνονται ότι εκεί συχνά δολοφονείται… Το βέβαιο όμως είναι ότι υπάρχουν ακόμα αξιόλογες μουσικές βραδιές που κατά καιρούς γίνονται σε κάποια χωριά και βουνά της Αρκαδίας (π.χ. Μαίναλο, Βαλτεσινίκο, Ασέα, Πάρνωνας) με ντόπιους και μη ερμηνευτές. Που αναδεικνύουν και διασώζουν το δημοτικό και αρκαδικό τραγούδι, και μαζί του και τον πολιτισμό…
Θάνος Νικολάου