Συγκεκριμένοι πολιτικοί της Αλβανίας ευθύνονται για την άσχημη τροπή των σχέσεών μας τα τελευταία χρόνια. Ειδικότερα, μετά την πολιτική μεθόδευση τον Ιούλιο του 2009 της δικαστικής ακύρωσης της Συμφωνίας για τις θαλάσσιες ζώνες και την ΑΟΖ, η αρνητική παρεμβολή της Τουρκίας στις ελληνοαλβανικές σχέσεις είναι εμφανής.
του Αλέξανδρου Μαλλιά*
Ευθύνη όμως έχει και η Ελλάδα. Αφήσαμε τόσες δεκαετίες θέματα να χρονίσουν και να επιβαρύνουν την ατμόσφαιρα. Η ελληνική εθνική μειονότητα στην Αλβανία είναι η μόνη εκτός συνόρων συμπαγής ελληνική μειονότητα. Με ρωτούν: «Είναι δυνατόν οι σχέσεις μας με την Αλβανία να εξαρτώνται από το καθεστώς της μειονότητας;». Η απάντησή μου είναι «ναι». Μάλιστα οι προσπάθειες των Τιράνων να αποδομήσουν διά των απαλλοτριώσεων και των κατεδαφίσεων την ελληνική μειονότητα στη Χειμάρρα είναι συνεχείς.
Το εμπόλεμο
Συμπληρώθηκαν 30 χρόνια από την άρση της εμπόλεμης κατάστασης με την Αλβανία. Η κυβερνητική απόφαση της 28ης Αυγούστου 1987 δεν είχε τον τύπο νόμου. Κύρια παρενέργεια ήταν να παραμείνουν σε ισχύ συγκεκριμένοι νόμοι που αφορούν στην απόδοση στους νόμιμους δικαιούχους τους των λεγόμενων «περιουσιών υπό μεσεγγύηση». Οι περιουσίες αυτές δεν αφορούν τους Τσάμηδες. Παρά τις αντιστάσεις που υπάρχουν τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Αλβανία, οφείλουμε να κοιτάξουμε μπροστά. Τον Μάιο του 1996 υπεγράφη το ισχύον Σύμφωνο Φιλίας, Συνεργασίας και Καλής Γειτονίας. Θέμα χρόνου είναι η υπογραφή του αναθεωρημένου Συμφώνου. Το παρελθόν στα Βαλκάνια συχνά συνοδεύεται με συνθήματα περί χαμένων εδαφών και εδαφικών διεκδικήσεων. Οι ανταποδοτικές χειρονομίες της Αθήνας θα πρέπει να συνδυαστούν με την ολοκλήρωση και των τριών σταδίων που απαιτούνται στην Αλβανία: υπογραφή, κύρωση, εφαρμογή. Η εμπειρία δείχνει ότι το δούναι και λαβείν διαπιστώνεται στην εφαρμογή και όχι στην υπογραφή. Συμμερίζομαι το επιχείρημα, όχι όμως πλήρως το σκεπτικό για την ανάγκη να κλείσουμε μέτωπα προκειμένου να αφοσιωθούμε στην αντιμετώπιση της επιθετικής και αναθεωρητικής Τουρκίας.
Η λύση δεν είναι αυτοσκοπός
Ομως η αναζήτηση λύσης δεν είναι αυτοσκοπός. Η πολιτικο-διπλωματική μας ισχύς, αλλά και η πειθώ και η αξιοπιστία μας ενισχύονται μόνο όταν λύνουμε τα ανοιχτά μας θέματα, περνώντας πάνω από τον πήχη που έχουμε εδώ και τόσα χρόνια θέσει. Η Ελλάδα κυριάρχησε στα Βαλκάνια για 15 περίπου χρόνια -μέχρι το 2008- παρά τα ανοιχτά αυτά ζητήματα. Ταυτόχρονα, όμως, η τουρκική απειλή ήταν παρούσα και διαρκώς ευδιάκριτη. Στα Ιμια τον Ιανουάριο του 1996, τέσσερις μήνες μετά την υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας με τα Σκόπια και τρεις μήνες πριν από την υπογραφή της Συνθήκης Φιλίας και Συνεργασίας μεταξύ Αθηνών και Τιράνων.
Στα χέρια μας είναι να αλλάξουμε την εικόνα μας. Οι Βαλκάνιοι γείτονες εκτιμούν ότι έχουμε αποδυναμωθεί την τελευταία δεκαετία λόγω της βαθιάς οικονομικής κρίσης και του περιορισμού των πραγματικών μας δυνατοτήτων (capabilities). Η εθνική μας ασυνεννοησία σταθερά διογκώνει τις επιπτώσεις της πραγματικής κρίσης. Επιπλέον, η Ελλάδα έχασε ένα μέρος των συγκριτικών της πλεονεκτημάτων, καθόσον δεν είμαστε πλέον το μόνο μέλος της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ στην περιοχή. Παραμένουμε εντούτοις μια ισχυρή χώρα, μακράν η ισχυρότερη, με οικονομική, κοινωνική και πολιτική συνοχή. Παρά τα προβλήματά μας παραμένουμε πόλος έλξης για όλους τους γείτονες, έστω και αν δεν το ομολογούν. Είμαστε σε ζηλευτή θέση, με αξιοσημείωτη αντοχή, ανθεκτικότητα και σταθερότητα. Επιπλέον, ας συνυπολογίσουμε ότι ενόσω το απρόβλεπτο παραμένει η κυρίαρχη προβλέψιμη τάση για ολόκληρη την περιοχή της Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής από το Ιράν μέχρι τον Ατλαντικό, η γεωπολιτική και γεωστρατιωτική θέση της Ελλάδας ως κράτους-μέλους του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. θα ενισχύεται. Αυτό σήμερα είναι το πρόσθετο ισχυρό μας διαπραγματευτικό και διπλωματικό χαρτί.
*Πρέσβης επί τιμής και υποψήφιος ευρωβουλευτής με τη Ν.Δ.