Οι πρωθυπουργοί της Ουκρανίας και της Σλοβακίας διεμήνυσαν ότι επιθυμούν την ενδυνάμωση των διμερών σχέσεων, κατά τη συνάντηση που είχαν σήμερα στην πόλη Ούζχοροντ, κοντά στα σύνορα των δύο χωρών.
Ο σλοβάκος πρωθυπουργός Ρόμπερτ Φίτσο επαναβεβαίωσε την υποστήριξή του στη διαδικασία ένταξης της Ουκρανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, επισημαίνοντας ωστόσο την αντίθεσή του στις φιλοδοξίες του Κιέβου για προσχώρηση στο ΝΑΤΟ. Χθες Τρίτη, είχε προκαλέσει αίσθηση μια δήλωση του πρωθυπουργού της Σλοβακίας ότι «δεν γίνεται πόλεμος στο Κίεβο», παρότι οι ρωσικές δυνάμεις είχαν εξαπολύσει πυραυλικές επιθέσεις στην περιοχή λίγες μόλις ώρες νωρίτερα.
«Με εξέπληξε, και θέλω να ευχαριστήσω προσωπικά τον πρωθυπουργό Σμίχαλ, που μπορέσαμε να ανταλλάξουμε διαφορετικές απόψεις σε μια εποικοδομητική και φιλική ατμόσφαιρα», είπε ο Φίτσο σε βιντεοσκοπημένο μήνυμά του μετά τη συνάντηση. Επανέλαβε ότι δεν πιστεύει πως ο πόλεμος που ξέσπασε μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, πριν από δύο χρόνια, μπορεί να τερματιστεί με στρατιωτικά μέσα. Χαιρέτισε το ειρηνευτικό σχέδιο που πρότεινε ο ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι, παρότι το χαρακτήρισε μη ρεαλιστικό.
Αφότου ανέλαβε καθήκοντα τον Οκτώβριο, ο σλοβάκος πρωθυπουργός διέκοψε τη στρατιωτική βοήθεια της χώρας του προς την Ουκρανία, ενώ οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών επιδεινώθηκαν εξαιτίας εμπρηστικών σχολίων του Φίτσο, ο οποίος αμφισβήτησε την κυριαρχία της Ουκρανίας και έκρινε ότι το Κίεβο θα έπρεπε να επιδιώξει συμβιβασμό με τη Μόσχα – ακόμη και με εδαφικές παραχωρήσεις – για τον τερματισμό του πολέμου. Στο κοινό δελτίο Τύπου για τη συνάντηση των δύο πρωθυπουργών, το οποίο δόθηκε στη δημοσιότητα από την ουκρανική κυβέρνηση, αναφέρεται ότι Σμίχαλ και Φίτσο διαβεβαίωσαν ότι οι χώρες τους σκοπεύουν «να ενισχύσουν τις διμερείς σχέσεις σε πνεύμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης», ενώ υπογραμμίζεται ο «σεβασμός στην κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας».
Η Σλοβακία είναι μια από τις πιο φιλορωσικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο πρωθυπουργός Φίτσο αντιτίθεται στις κυρώσεις που έχουν επιβληθεί σε βάρος της Μόσχας μετά την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.