Με την ευκαιρία της μνήμης της Ανακομιδής των λειψάνων του Αγ. Ιωακείμ του Παπουλάκη του Βατοπαιδινού (23 Μαΐου), παραθέτουμε τον βίο και τους χαιρετισμούς στον Όσιο, που έγραψε ο Δρ Χαράλαμπος Μ. Μπούσιας.
Βίος του Οσίου Ιωακείμ του «Παπουλάκη», του Ιθακήσιου και Βατοπαιδινού
Ο Όσιος Ιωακείμ -κατά κόσμον Ιωάννης Πατρίκιος- γεννήθηκε στον οικισμό Καλύβια της Βόρειας Ιθάκης από γονείς ευσεβείς και ενάρετους, τον Άγγελο και την Αγνή.
Όταν ο Ιωάννης ήταν μικρό παιδί ακόμη, πέθανε η μητέρα του. Ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε και η μητρυιά του μικρού Ιωάννη τον ταλαιπωρούσε και τον βασάνιζε. Ο άγιος, τα δύσκολα αυτά χρόνια, ασκήθηκε στην υπομονή και στην ταπείνωση, βρίσκοντας καταφύγιο στην προσευχή, στο απόμερο εκκλησάκι του Αγίου Σπυρίδωνος, και στην μελέτη των ιερών βιβλίων.
Στην εφηβική του ηλικία εργάζεται σα ναυτικός στο καΐκι του πατέρα του, προκαλώντας τον σεβασμό και την εκτίμηση του πληρώματος για τις σπάνιες αρετές του. Όμως, σύμφωνα με την επιθυμία της κακόβουλης μητρυιάς του, ο Ιωάννης απομακρύνεται από τη δούλεψη του πατέρα του κι αναλαμβάνει εργασία στο πλοίο του συμπατριώτη του καπεταν-Γιώργη Βρεττού-Χατζή.
Σε κάποιο από τα ταξίδια του βρίσκει καταφύγιο στο Περιβόλι της Παναγίας, στο Άγιον Όρος. Εκεί, στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου, γίνεται μοναχός και παίρνει το όνομα Ιωακείμ. Με την άσκησή του, κάτω από την καθοδήγηση Αγίων Γερόντων, ξεπερνάει στην αρετή ακόμη και μεγαλύτερους απ’ αυτόν μοναχούς.
Με την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, ο ηγούμενος της Μονής επιλέγει τον μοναχό Ιωακείμ και τον στέλνει σαν ιεροκήρυκα στην Πελοπόννησο. Εκεί, ακούραστος, ο Άγιος διδάσκει, στηρίζει, παρηγορεί κι ενθαρρύνει τον ταλαίπωρο πληθυσμό. Επιπλέον, με το καΐκι του Κεφαλλονίτη παπα-Γιάννη Μακρή μεταφέρουν από τον Μωριά στα Επτάνησα γέρους και γυναικόπαιδα, σώζοντάς τους από τις επιδρομές του Ιμπραήμ.
Γύρω στα 1827 ο Όσιος Ιωακείμ φτάνει στη μικρή αγγλοκρατούμενη πατρίδα του Ιθάκη. Για σαρανταένα έτη δρα ακαταπόνητος μέσα στον κόσμο, την πλάνη, την αίρεση, την αμαρτία. Δέχεται τον σεβασμό αλλά και προκαλεί με την αγιότητα του βίου του την έχθρα και αντιπάθεια των Άγγλων αλλά και μερικών Ιθακησίων.
Τα ακούραστα ασκητικά πόδια του δεν σταματούν να περιφέρονται σε κάθε οικισμό, να μπαίνουν σε κάθε σπίτι, να περνούν κάθε κατώφλι του μικρού νησιού. Τ’ ασκητικά του χέρια πάντοτε ανοιχτά, συνεχώς δίνουν και δε διστάζουν να ζητιανέψουν για να προσφέρουν ανακούφιση και θαλπωρή στους απόρους και εξουθενωμένους. Τα μάτια δε σταματούν να δακρύζουν, το μέτωπο δε σταματά να ιδρώνει, τα δάχτυλα να σφίγγουν το κομποσχοίνι για τον λαό του Θεού, που υπέφερε κάτω από τη σκιά του πνευματικού θανάτου.
Τους χειμερινούς μήνες φιλοξενείται σε σπίτια ευλαβών Χριστιανών και σε μοναστηράκια του νησιού, ενώ το υπόλοιπο χρονικό διάστημα σε δάση και φαράγγια περνά τις νύχτες του προσευχόμενος. Αναφέρονται περιπτώσεις που ο Άγιος, ενώ προσευχόταν, βρισκόταν πάνω από το έδαφος, πλημμυρισμένος από ουράνιο φως.
Καταπονώντας το ασκητικό του σώμα φορά εσωτερικές μολύβδινες πλάκες δεμένες στη μέση του και μεταφέρει σε μεγάλες ανηφοριές τσουβάλια με πέτρες και βότσαλα από ερημικές παραλίες του νησιού. Παράλληλα ασκείται στην αγία ταπείνωση κάτω από το πετραχήλι του αγίου Πνευματικού του, Ιερομονάχου Αγαπίου της Ι. Μονής Ταξιαρχών Περαχωρίου.
Μεριμνά να χτιστούν ενοριακοί ναοί και με τα κηρύγματά του αναζωπυρώνει το θρησκευτικό συναίσθημα των Ιθακησίων. Ταυτόχρονα, ενθαρρύνει τους πατριώτες εναντίον της κυριαρχίας των Αγγλων, προφητεύοντας την αναίμακτη φυγή τους από το νησί.
Προικισμένος από τον Κύριο με το προορατικό και. το διορατικό χάρισμα, γίνεται ο δάσκαλος, ο σύμβουλος, ο τροφός και ο ιατρός των Ιθακησίων, ενώ ο ίδιος ζούσε σε μεγάλη εκούσια φτώχεια και ακτημοσύνη.
Σε προχωρημένη ηλικία κοιμήθηκε εν Κυρίω «εκ μαρασμού» στις 2 Μαρτίου 1868, στην οικία Παΐζη, στο Βαθύ της Ιθάκης.
Η εξόδιος ακολουθία του Αγίου ψάλθηκε στον Ι. Ναό του Αγίου Νικολάου της πόλεως, παρουσία εκατοντάδων απαρηγόρητων Χριστιανών, που θρηνούσαν για την απώλεια του προστάτη τους. Μετά το ολονύκτιο προσκύνημα, ξεκίνησε η κατανυκτική εκφορά του ιερού σκηνώματος προς τον Σταυρό, πορεία αρκετών ωρών, όπου τάφηκε -σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία- πίσω από τον Ι. Ναό της Αγίας Βαρβάρας.
Κατά τη διάρκεια της συγκινητικής πομπής προς τον Σταυρό, το ιερό λείψανο δε βράχηκε καθόλου. Με ιερό δέος οι αμέτρητοι Ιθακήσιοι που ευλαβικά ακολουθούσαν είδαν κατάπληκτοι σμήνος πουλιών να πετούν πάνω απ’ το άγιο κορμί. Αυτά ήταν τα πρώτα σημάδια της αγιότητας του Οσίου που έδειξε ο Ουρανός.
Η ζωντανή παρουσία και τα θαύματα του Οσίου Ιωακείμ συνεχίστηκαν και μετά τον σωματικό του θάνατο και συνεχίζονται μέχρι σήμερα, ευεργετώντας τους Χριστιανούς που με πίστη τον επικαλούνται.
Στις 23 Μαΐου 1992 έγινε η ανακομιδή των πάνσεπτων λειψάνων του Οσίου, τα οποία ευωδιάζουν και θαυματουργούν. Το 1999 έγινε η αναγνώριση της αγιότητάς του από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.