Από τα κηρύγματα του αρκετές νέες αριστοκρατικών οικογενειών αφιερώθηκαν στο Χριστό και σχημάτισαν ολόκληρο τάγμα. Τρόμαξαν τότε οι μανάδες και δεν έστελναν πλέον τα κορίτσια τους στα κηρύγματα του, από φόβο μήπως γίνουν και αυτά παρθένες. Οι δε εχθροί του διέδιδαν, ότι αυτός με τη διδασκαλία του υπέρ της παρθενίας θα κάνη το ανθρώπινο γένος να σβήσει…
Τι απήντησε ό Αμβρόσιος; Είπε,ότι δεν κινδυνεύει ό κόσμος εάν μερικά κορίτσια αφοσιωθούν στο Θεό Και στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Ό κόσμος δέ θα χαθεί από την εγκράτεια και την παρθενία· ό κόσμος—προφήτευσε— θα χαθεί από την ακολασία του, από τη διαφθορά ανδρών και γυναικών.
Προφητικός ό λόγος του. Και σ’ εμάς τα ίδια γίνονται. Εμποδίζουν τα παιδιά να πάνε στα κατηχητικά σχολεία, μήπως ακολουθήσουν τον άγαμο βίο. Άλλα πόσα είν’ αυτά; Δέ’ θα χαθεί ό κόσμος αν, μέσ’ στα χίλια παιδιά, ένα αφιερωθεί στο Θεό. Ό κίνδυνος είναι στη διαφθορά. Ή Ελλάς κινδυνεύει να σβήσει από το χάρτη εξ αιτίας των τετρακοσίων χιλιάδων εκτρώσεων πού γίνονται κάθε χρόνο!
Το άλλο περιστατικό. Μια μέρα χτύπησε τη μητρόπολη του μια χήρα γυναίκα πού έκλαιγε.
—Γιατί κλαις; —Για το παιδί μου. —είναι άρρωστο;
—Όχι είναι ζωηρό, πολύ άτακτο. Δέ’μ’ ακούει. Κάνει κακές παρέες, γυρίζει μέρα -νύχτα. Αχ, θα χάσω το παιδί μου!…
Ό ιερός Αμβρόσιος την παρηγόρησε και της είπε·
—Παιδί, που ή μάνα του προσεύχεται και κλαίει, δε θα χαθεί. Ποια ήταν ή μάνα αυτή; Ή Μόνικα. Και το παιδί; Ό ιερός Αυγουστίνος.
Από τα δάκρυα της αγίας εκείνης γυναίκας βγήκε ο Ιερός Αυγουστίνος, τον όποιο έπειτα δίδασκε και κατηχούσε ό άγιος Αμβρόσιος.
Και το τρίτο περιστατικό. Αυτοκράτωρ ήταν τότε ό Μέγας Θεοδόσιος. Αυτός Τι έκανε;
Στη Θεσσαλονίκη ό λαός, ενοχλημένος από τους φόρους του, επαναστάτησε και σκότωσε μερικούς αξιωματικούς και στρατιώτες. Ό Θεοδόσιος διέταξε το στρατό, την ώρα πού ό κόσμος ήταν μαζεμένος στο στάδιο να παρακολουθήση αγώνες, να βγάλουν τα σπαθιά και να κάνουν σφαγή. Και σφάξανε πόσους; Εφτά χιλιάδες ανθρώπους! Κοκκίνισε ή Θεσσαλονίκη από το αίμα. Ποιος τώρα να διαμαρτυρηθεί; Κανείς. Ένας μόνο τόλμησε· ό Αμβρόσιος.
Ό Θεοδόσιος πήγε στα Μεδιόλανα. Και ενώ τα χέρια του στάζανε αίμα, είχε την τόλμη να πάει στο ναό με την ακολουθία του. Μπήκε μέσα; Δέν μπήκε! Στην πόρτα στάθηκε ό Αμβρόσιος·
—Δέ θα προχώρησης! Δεν είσαι άξιος να μπρος στην εκκλησία. Αμάρτησες, σκότωσες χιλιάδες.
—Μα, λέει, και ό Δαβίδ σκότωσε.
—Ναι, του άπαντα ό Αμβρόσιος, αλλά μετανόησε. Κ’ εσένα τότε θα σε δεχτώ…
Του έβαλε κανόνα· εννιά μήνες έκλαιγε κι αναστέναζε· και μετά —όχι πλέον με βασιλικά στέμματα, αλλά ταπεινός και κλαίων— ήρθε στο ναό. Τότε τον δέχθηκε ό Αμβρόσιος.
+Μητρ.Αυγουστίνου Καντιώτη