Όσο η αμαρτία θα εκλαμβάνεται ως παρανομία – θεωρουμένου του νόμου του Θεού με κοσμικά κριτήρια, όπως δηλαδή ο νόμος του κράτους – και όχι ως έκπτωση από τη Θεϊκή αγάπη, τόσο η εμπειρία της αγάπης του Θεού θα ξεμακραίνει και η χαρά θα απουσιάζει.
Βέβαια, η τήρηση του όποιου νόμου προκαλεί ικανοποίηση και εύκολα αυτοδικαίωση, όπως και η παράβασή του ενοχές, φοβίες και ενέργειες για εξιλέωση. Είναι γνωστά αυτά από τις διάφορες θρησκείες που, ως ανθρώπινα κατασκευάσματα, προσπαθούν να καλουπιάσουν τους οπαδούς τους σε καταλόγους του τι πρέπει να κάνουν και τι πρέπει ν’ αποφεύγουν. ΄Ετσι μαζοποιείται το πρόσωπο, ελέγχεται και κατευθύνεται, όχι απαραίτητα σε επικίνδυνους δρόμους. Απεναντίας, κάποιες τους οδηγούν σε συνοχή, αλληλοβοήθεια, κοινωνική ισορροπία. Άλλωστε, η θρησκεία ανέκαθεν θεωρήθηκε και κοινωνικό φαινόμενο που, τις περισσότερες φορές, ενήργησε θετικά.
Η Εκκλησία του Χριστού, αν και έχει εξωτερικά στοιχεία θρησκείας – όπως τόπους λατρείας, ιερείς, κανόνες και ηθική – εν τούτοις η ελευθερία που επαγγέλλεται ως στοιχείο ουσιαστικό της κατ’ εικόνα Θεού δημιουργίας του ανθρώπου, την διαφοροποιεί από κάθε θρησκεία. Γι’ αυτό:
Οι κανόνες της δεν είναι νόμοι αλλά φάρμακα προς θεραπεία.
Η ελευθερία δεν είναι ασυδοσία αλλά υπέρβαση της φιλαυτίας και των παθών.
Οι κληρικοί δεν είναι οι ελεγκτές της εφαρμογής του νόμου του Θεού από τους ανθρώπους, αλλά οι θεραπευτές.
Οι τηρητές του «νόμου του Θεού» δεν είναι οι ηθικοί και ατσαλάκωτοι Φαρισαίοι, αλλά οι τελώνες και οι πόρνες που μετανοούν.
Στην Εκκλησία ο άνθρωπος βιώνει την «ελευθερία των τέκνων του Θεού» ως σχέση μαζί Του και με τους αδελφούς Του. Μία σχέση που στηρίζεται στην ταπείνωση και την αγάπη. Γι’ αυτό δεν υπάρχει ελευθερία χωρίς μετάνοια, χωρίς δηλαδή συνεχή πορεία προς βίωση της ζωής του Χριστού.
Ο Χριστιανός που μετανοεί και άρα συμπορεύεται με το Χριστό ως φίλο και αδελφό, Τον γνωρίζει και σχετίζεται μαζί Του. Ο λόγος Του γίνεται νόμος, οι εντολές Του τηρούμενες αυξάνουν την αγάπη, οι κανόνες εφαρμοζόμενοι διευρύνουν την ελευθερία.
Η αμαρτία βεβαιώνει την ανθρώπινη ατέλεια, που η αποδοχή της φέρνει ταπείνωση, συντριβή, δάκρυα μετανοίας. Γι’ αυτό ο διάβολος δεν μας νικά όταν αμαρτάνουμε αλλά όταν δεν μετανοούμε. «Το αμαρτάνειν, ανθρώπινο∙ το εμμένειν στην αμαρτίαν, δαιμονικόν».
Τότε, το κέντρο του αγώνα, της προσπάθειας, δεν είναι η αποφυγή της αμαρτίας – αφού«έγκειται ή διάνοια του ανθρώπου επιμελώς επί τα πονηρά εκ νεότητος αυτού» (Γεν. η΄ 21) – αλλά η σχέση αγάπης με το Χριστό που, ως Θεάνθρωπος, είναι πρόσωπο «που αγαπιέται και αγαπά». Τότε, ο αγώνας μας έχει πόνο αλλά και ομορφιά, όπως των ερωτευμένων. Το Ευαγγέλιο και οι κανόνες της Εκκλησίας γίνονται μέσα αγαλλίασης και όχι καταπίεσης, γιατί ξέρουμε πια ότι ο Θεός μας είναι κοντά μας ως αγάπη κι ως ελευθερία, που προσκαλεί χωρίς να απαιτεί, θυσιαζόμενος μια μας και «για να ζήσει ο κόσμος».
π. Ανδρέα Αγαθοκλέους