H θεία Λειτουργία ως η κεντρική πράξη ενός ζωντανού οργανισμού, της εκκλησίας, δέχτηκε πολλές τροποποιήσεις κατά τη δισχιλιετή πορεία της. Μια απ’ αυτές είναι της «μικρής εισόδου». Μέχρι τον 7ο αιώνα η Λειτουργία άρχιζε με την είσοδο τού Ευαγγελίου στο ναό. Ο ιερέας, ντυμένος τα άμφιά του, έπαιρνε το Ευαγγέλιο από το σκευοφυλάκιο, όπου φυλασσόταν, και το έφερνε, μαζί με το λαό, στο ναό για να το τοποθετήσει στην αγία τράπεζα.
Ενώ παλαιότερα η μικρή είσοδος είχε πρακτική σημασία, σήμερα παραμένει σαν συμβολική πράξη. Να μας θυμίζει την είσοδο του Χριστού στον κόσμο, που ήλθε για να κηρύξει τη βασιλεία του Θεού, αφού βαφτίστηκε και νήστεψε στην έρημο σαράντα μέρες. Το Ευαγγέλιο είναι το χαρούμενο μήνυμα στον κόσμο της φθοράς και του θανάτου. Είναι η νέα ζωή που έφερε ο ερχομός του Χριστού. Δεν είναι μία ακόμη διδασκαλία στις ήδη υπάρχουσες. Γίνεται το «καινόν άκουσμα» που μεταμορφώνει σε αγίους και δοχεία της χάριτος τελώνες και πόρνες. Το άκουσμά του, όταν ο σπόρος πέσει σε γη αγαθή, γίνεται αφετηρία για ριζική αλλαγή στον τρόπο ζωής μας. Έτσι έγινε με τους αγίους. Γι’ αυτό, μετά τη μικρή είσοδο, ψάλλονται τα απολυτίκια του αγίου που γιορτάζει την ημέρα εκείνη, του αγίου του ναού, το κοντάκιο. Οι άγιοι πρεσβεύουν για μας και μεις καλούμαστε να τους μιμηθούμε, αφού «οι βίοι των αγίων δεν είναι άλλο, παρά η ζωή του Σωτήρος Χριστού, η επαναλαμβανόμενη εις κάθε άγιον, ολίγον ή πολύ, κατά τούτον ή εκείνον τον τρόπον. Ή, ακριβέστερον, είναι η ζωή του Χριστού παρατεινομένη δια των αγίων» (άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς).
π. Ανδρέας Αγαθοκλέους
Ιερό Ησυχαστήριο Αγίας Τριάδος