Στη χριστιανική Εκκλησία ο όρος Ευαγγέλιο χαρακτηρίζει τα τέσσερα πρώτα βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα οποία, σύμφωνα με την παράδοση, έγραψαν στην ελληνική γλώσσα ο Ματθαίος, ο Μάρκος, ο Λουκάς και ο Ιωάννης και διηγούνται τα γεγονότα της γέννησης, της ζωής και του θανάτου του Ιησού, εκθέτουν το περιεχόμενο του κηρύγματός του και τα κυριότερα δογματικά και ηθικά σημεία του χριστιανισμού.
Τα τέσσερα Ευαγγέλια έγιναν πλήρως αποδεκτά από τις πρωτοχριστιανικές εκκλησίες και αποτελούν μέρος του κανόνατης Καινής Διαθήκης, ενώ μεταγενέστερα εμφανίστηκαν και άλλα μη κανονικά απόκρυφα συγγράμματα ως Ευαγγέλια.
Η ονομασία του φιλολογικού αυτού είδους προέρχεται από μια λέξη του αρχαίου ελληνικού κόσμου που πήρε νέο περιεχόμενο στο χριστιανισμό. Στην αρχαία ελληνική γραμματεία, η λέξη ευαγγέλιο που τη συναντάμε από τον 8ο αιώνα π.Χ. στα έπη του Ομήρου , έχει την έννοια της χαρμόσυνης αγγελίας κάποιας νίκης ή της αμοιβής που παίρνει ο κομιστής της αγγελίας ή και της θυσίας που προσφέρεται στους θεούς για τη χαρμόσυνη είδηση της νίκης.
Στον Χριστιανισμό, όπως φαίνεται κι από τα έργα των εκκλησιαστικών συγγραφέων των πρώτων αιώνων, με τη λέξη ευαγγέλιο δηλώνεται είτε το λυτρωτικό μήνυμα της Καινής Διαθήκης γενικά, είτε κάποιο από τα τέσσερα βιβλία της Καινής Διαθήκης που περιέχουν και αφηγούνται το γεγονός της νίκης του Χριστού κατά των δαιμονικών δυνάμεων με τα θαύματα, τις διδασκαλίες του, το θάνατο και την ανάσταση του.
Η χρήση του όρου ευαγγέλιο ως τον 3ο αιώνα περιέγραφε και τα 4 Ευαγγέλια μαζί, ενώ από τον 4ο αιώνα άρχισε να χρησιμοποιείται ο όρος και για καθένα από τα βιβλικά Ευαγγέλια.
Το περιεχόμενο του χριστιανικού ευαγγελίου
Η λέξη «Ευαγγέλιο» ορίζεται ως «το άγγελμα που έχει σχέση με τον Χριστό, τη βασιλεία του Θεού και τη σωτηρία» Ή, αναφορικά με την Καινή Διαθήκη, το Ευαγγέλιο «έχει την έννοια των καλών ειδήσεων σχετικά με τη Βασιλεία του Θεού και της σωτηρίας μέσω του Χριστού, η οποία μπορεί να αποκτηθεί μέσω πίστης, με βάση τον εξιλεωτικό Του θάνατο».
Όταν ένας άγγελος ανακοίνωσε τη γέννηση του Ιησού, είπε: «Σας διακηρύττω καλά νέα για μια μεγάλη χαρά την οποία θα έχει όλος ο λαός, επειδή Σωτήρας γεννήθηκε σήμερα σε εσάς, ο οποίος είναι Χριστός ο Κύριος, στην πόλη του Δαβίδ». (Λουκάς 2:10, 11, ΜΝΚ) Ο Ιησούς επρόκειτο να είναι ο Βασιλιάς της Βασιλείας του Θεού και αυτό αποτελούσε ευαγγέλιο, «καλά νέα».
Όσο βρισκόταν στη γη, ο Ιησούς ήταν δραστήριος στο κήρυγμα των καλών νέων. Το Ευαγγέλιο του Ματθαίου αναφέρει: «ο Ιησούς άρχισε περιοδεία σε όλες τις πόλεις και τα χωριά, διδάσκοντας στις συναγωγές τους και κηρύττοντας τα καλά νέα της βασιλείας και θεραπεύοντας κάθε είδους ασθένεια και κάθε είδους πάθηση». (Ματθαίος 9:35) Σύμφωνα με την ευαγγελική αφήγηση του Μάρκου, παρότρυνε τους ανθρώπους: «Ο προσδιορισμένος καιρός έχει συμπληρωθεί και η βασιλεία του Θεού έχει πλησιάσει. Να μετανοείτε και να έχετε πίστη στα καλά νέα». (Μάρκος 1:15) Έτσι, το ευαγγέλιο άλλαζε τη ζωή εκείνων που ανταποκρίνονταν σε αυτό.
Μετά το θάνατο του Ιησού, οι ακόλουθοί του συνέχισαν να κηρύττουν το ευαγγέλιο, δηλαδή να «ευαγγελίζονται». Επιπλέον από αυτά που κήρυττε ήδη ο Ιησούς ως καλά νέα προστέθηκε το ιδιαίτερα χαρμόσυνο άγγελμα της ανάστασης και της ανάληψης του Ιησού Χριστού στον ουρανό. Ως Βασιλιάς της Βασιλείας του Θεού, ο Ιησούς έχει ενεργήσει και θα συνεχίσει να ενεργεί για να επιτελέσει το σκοπό Του.