Πρόκειται για ομάδα ασκητών, οι οποίοι είναι εφτά, κατ’ άλλους δώδεκα και κατ’ άλλους δέκα, οι οποίοι διατρίβουν στις ερημικότερες περιοχές της αθωνικής ερήμου και είναι αόρατοι από τα μάτια των ανθρώπων.
Εμφανίζονται μόνο σ’ όποιον αυτοί θέλουν ως επί το πλείστον απλό και απονήρευτο μοναχό ή και σε ευσεβή και ευλαβή προσκυνητή που έχει καθαρό και χριστιανικό βίο. Εδώ πρέπει να μεταφέρω κάποια υποσημείωση ενός σύγχρονου συγγραφέα μοναχού (Από το βιβλίο του μοναχού Ιωσήφ Διονυσιάτου «Ο Γέρων Αρσένιος ο Σπηλαιώτης», 2002) περί των μυστηριωδών αυτών ασκητών που την βρήκα την πιο κατάλληλη σε περιεκτικότητα και περιγραφή και την πιο σύντομη για το θέμα αυτό: «Γυμνοί ασκητές: Κατά την μακραίωνη ιστορία του Αγίου Όρους υπάρχει η εξής παράδοσις. Μια ομάδα ασκητών τον αριθμόν επτά (κατ’ άλλους δώδεκα), ζουν με άκρα άσκηση, με μοναδικό έργο την αδιάλειπτη προσευχή υπέρ όλου του κόσμου. Έχουν λάβει ειδική χάρη από τον Κύριο να ζουν άοικοι και γυμνοί και να είναι αόρατοι από τους οφθαλμούς των ανθρώπων».
– Ναι, απάντησε ο Δομέτιος. Άκουσα και εγώ αυτή την παράδοση, στην εορτή της Μεταμορφώσεως, στις 6 Αυγούστου, όταν ανέβηκα στην κορυφή του Άθωνα. Κάτω από την κορυφή σε μια σπηλιά μιλούσαν μερικοί αναχωρητές, που τους φώτιζε ένα φαναράκι, όπου ξεκουραζόντουσαν. Ήταν περίπου στις 4 το πρωί. Ήμουν μαζί με τον Πελάγιο, μαθητή του Ευγενίου Βούλγαρη. Ο Πελάγιος διάβασε από ένα βιβλίο του Ηλία Μηνιάτη. Ο π. Ευγένιος ήταν περίπου 80 χρονών και ανέβηκε μέχρι την κορυφή του Όρους. Αυτός πήγε στους αναχωρητές που μιλούσαν μέσα στο σπήλαιο, και ακούσαμε ότι κοιμήθηκε ο Πάτερ Χρυσογόνος από τους «7 Αόρατους Ασκητές» του Άθωνα και ότι θα τον αντικαταστήσει ο π. Αρσένιος, ο γλύπτης. Λένε ότι μεταξύ των 7 ήταν και ο νηπτικός π. Βαρνάβας, καθηγητής της νοεράς προσευχής και οι Ρουμάνοι Μαρτινιανός, Ιωνάς και Θεοφύλακτος, οι οποίοι μετείχαν ένας μετά τον άλλο στην ομάδα των 7. Όλοι αυτοί ήταν γλύπτες, έκαναν κουτάλες, κανάτες, δοχεία για λάδι και κρασί.
Ο μεγάλος σύγχρονος άγιος της Ρουμανίας πατήρ Αρσένιος Μπόκα († 28 Νοεμβρίου 1989) έλαβε το χάρισμα της προφητείας στο Άγιο Όρος και επιστρέφοντας στην Ρουμανία έγινε η μεγαλύτερη πνευματική μορφή της χώρας, όλων των καιρών. Μια υπέροχη ιστορία του Αγίου Όρους με αφηγητή τον πατέρα Αρσένιο Μπόκα – τότε ένας νεαρός άγαμος διάκονος Μπόκα Ζιάν.
– Η μητέρα μου, Χριστιανή, έχει γαλάζια μάτια. Αυτή ήθελε από τότε που γεννήθηκα να γίνω ιερέας. Τώρα τη θυμήθηκα, διότι δεν της έχω γράψει εδώ και ένα χρόνο. Της είπα ότι θέλω να γίνω μοναχός και στενοχωρήθηκε. Δεν της γράφω πλέον για να το συνηθίσει, για να με ξεχάσει. Δεν ξέρω αν είναι καλό ή όχι; Εσείς τι λέτε;
– Δεν ξέρω, απάντησε ο Πορφύριος. Εσύ είσαι πιό μορφωμένος από μένα. Είτε της γράφεις είτε όχι, αυτή οπωσδήποτε σε σκέφτεται, διότι είναι μητέρα.
– Έτσι θα κάνω, όπως λες εσύ Δομέτιε.
– Ο μοναχός Ιωακείμ, με έμαθε να διαβάζω και μου έδειξε τα βιβλία του, είπε ο Δομέτιος. Όταν πήγαινα με τα πρόβατα, ερχόταν και αυτός στο λόφο με το ντορβά. Εκεί με δίδασκε. Ήταν ο πνευματικός μου πατέρας. Σ’ αυτόν ήρθε ένας μοναχός από το Άγιον Όρος που είχε πάει στα γύρω χωριά να μαζέψει ελεημοσύνες για την ανακαίνιση της Μονής Ζωγράφου, στην οποία βρίσκεται η σημαία του Στεφάνου του Μεγάλου με τον Άγιο Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο. Έτσι άκουσα για πρώτη φορά για το Άγιο Όρος, ήμουν μόλις 13 χρονών. Αυτός ήταν Ρουμάνος και ζούσε μαζί με Έλληνες. Πρώτα ήταν στο κελί της Γεννήσεως της Θεοτόκου που ανήκει στη Μονή Βατοπαιδίου και είχε πνευματικό τον Νικόδημο, μαθητή του Αρσενίου του ησυχαστή. Αυτός ο Αρσένιος ήταν πολύ καλός γλύπτης σε ξύλο και μάρμαρο και άφησε πολλά και ωραία χειροποίητα αντικείμενα: σταυρούς, καντήλια, ποτήρια, φανάρια, γλάστρες. Έκανε και δύο περίφημα γλυπτά: τη Σταύρωση και τη Δευτέρα Παρουσία. Για να τα σκαλίσει εργαζόταν 15 ολόκληρα χρόνια.
– Να σου εξηγήσει ο διάκονος Ζιάν διότι είναι ζωγράφος, εγώ είμαι απλός αμόρφωτος μοναχός.
– Ναι, είπα και εγώ, οι 4 Ευαγγελιστές έχουν δίπλα τους ένα πλάσμα σαν σύμβολο και πεμπτουσία του μηνύματος του Ιερού Ευαγγελίου, που έγραψε ο καθένας. Ο Ματθαίος, που ήταν τελώνης πριν να γνωρίζει τον Σωτήρα, έχει σύμβολο τον άγγελο. Ο Μάρκος έχει το μοσχάρι, ο Λουκάς το λιοντάρι, ο Ιωάννης έχει τον αετό.
Ξαφνικά ακούστηκε μια βροντή σαν να έπεφτε ένας ογκόλιθος. Μία συγκλονιστική φωνή έλεγε: «Ζιάν Μπόκα, από την Ρουμανία, να στείλεις γράμμα στην μητέρα σου, αλλιώς θα πεθάνει και θα το έχεις βάρος στην συνείδησή σου. Ξέρω ότι είσαι παρθένος και δεν άγγιξες γυναίκα, αλλά είσαι υπερήφανος διότι είσαι αγιογράφος και έκοβες πτώματα στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου στο Βουκουρέστι. Πρέπει να νηστεύεις, να προσεύχεσαι και να κόψεις 100 μπαστούνια καστανιάς σαν κανόνα της εξιλέωσης». Εμείς προσπαθούσαμε να σπρώξουμε όλοι μαζί ένα μεγάλο ογκόλιθο πάνω σε δύο κυλινδρικά μπαστούνια καστανιάς. Το έργο ήταν πολύ δύσκολο λόγω της ανηφόρας. Ξαφνικά νιώσαμε ότι το φορτίο έγινε ελαφρύ και ο λίθος ανέβαινε σαν κάποιος να τον τραβούσε, κάποιος ουράνιος μηχανισμός.
Συγκλονίστηκα, διότι είχα δίπλα μου ένα άγιο, ένα προφήτη που γνωρίζει το παρελθόν μου και το όνομα.
– Πάτερ, ποιό είναι το όνομά σας και ποιός είστε; ρώτησε ο Πορφύριος.
Ο ξένος δεν του απάντησε αλλά είπε:
– Μη φοβάστε τον Ηγούμενο Αρσένιο, δεν θα σας τιμωρήσει διότι δεν πήγατε στον Εσπερινό. Ξέρατε ότι οι «9 Αόρατοι Ασκητές» του Άθωνα έρχονται φέτος στο Πάσχα για την Θεία Λειτουργία στη Σκήτη του Προδρόμου; Ένας είναι ο Πάτερ Ματθαίος από Καρακάλου, ένας πολύ ταπεινός άνθρωπος που λειτουργεί κάθε μέρα στα κελιά και στις καλύβες που βρίσκεται αντιμήνσιο. Θα λειτουργεί μέχρι την τελευταία του πνοή. Φέτος το Πάσχα θα χιονίσει στην κορυφή του Άθωνα. Θα συναντηθούμε πάλι το Πάσχα. Αδελφέ Ζιάν, μην ξεχάσεις να γράψεις στη μητέρα σου.
– Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού, μίλησε ψαλμικά και ο Δομέτιος. Αδελφέ Ζιάν, σήμερα δέχθηκες το βάπτισμα με φως και προφητεία, διότι σου μίλησε ο ουρανός.
– Πόσα βήματα κάνατε, πατέρες;
– Έντεκα, απάντησε ο Πορφύριος.
– Καλά, μπορείτε να πάτε στην τράπεζα για δείπνο. Ο Κύριος μαζί σας. Θα ξυπνήσετε όταν αρχίσει ο Όρθρος.
Τρέξαμε στο νιπτήρα και πλυθήκαμε με κρύο νερό, πίνοντας και λίγο, αλλά σαν να μη διψούσα αν και δεν ήπια ούτε σταγόνα όλη την ημέρα. Πήγα στο κελί μου και ξάπλωσα στο σκληρό κρεβάτι διότι με πονούσαν τα κόκαλα και οι μύες από τον κόπο της ημέρας. Αλλά η ψυχή μου ήταν τοσο φωτισμένη και ευτυχισμένη. Σήμερα στο Άγιον Όρος έζησα το πρώτο θαύμα, γνώρισα έναν άγιο. Μια φλόγα πυρός.
Είπα νοερά το “Πάτερ ημών”, έκανα με το δεξί μου χέρι το σημείο του Τιμίου Σταυρού στο κρεβάτι μου και έπεσα σε βαθύ ύπνο.
Το γεγονός αυτό διηγήθηκε ο πνευματικός Παπα – Ακάκιος από την Καψάλα, άνθρωπος πολύ ενάρετος και φιλαλήθης, ο οποίος και τον άνθρωπο που είδε τους αγίους αυτούς γνώρισε, και ο οποίος του διηγήθηκε την υπόθεση αυτή όπως λεπτομερώς έγινε.
Ένας αδελφός της Σκήτης αυτής Ρώσος Μοναχός, αρρώστησε βαριά και τον θέριζαν δριμύτατοι πόνοι και παρακαλούσε το θεό να τον θεραπεύσει, οπόταν βλέπει επάνω από το κρεβάτι του έναν Άγγελο, ο οποίος του είπε: «Πάτερ, τι προτιμάς; Θέλεις να μείνεις στο κρεβάτι που είσαι με τους πόνους αυτούς άρρωστος τρία χρόνια; Ή προτιμάς να μείνεις στην Κόλαση τρεις μέρες και να γίνεις καλά;
Ο άρρωστος του είπε: «Αφού είναι για τρεις μέρες μόνο, καλύτερα προτιμώ την Κόλαση».
Αμέσως βρέθηκε σε τόπο «αφάτου οδύνης και ανυπόφορων βασάνων», εκεί ήταν τρομερά τα κολαστήρια, διότι μετά από λίγη ώρα βλέπει πάλι τον Άγγελο, ο οποίος τον ρώτησε: «Πώς είσαι Γέροντα; είναι καλά εδώ;» Κι ο Μοναχός απεκρίθη: «Με ρωτάς πώς περνώ που αντί τρεις ημέρες πού μου είπες ότι θα μείνω στην Κόλαση και τώρα έχω τριακόσια ολόκληρα χρόνια με φριχτά και ανυπόφορα βάσανα;» Και τότε ο Άγγελος του είπε: «Αδελφέ ακόμη δεν πέρασε μισή ώρα και λες πώς έχεις τριακόσια χρόνια;» Φανταστείτε τριακόσια χρόνια, ούτε για μισή ώρα δεν λογαριάστηκαν, οι τρεις ημέρες πόσοι αιώνες θα ήταν;
Και ο Μοναχός είπε στον Άγγελο, «γρήγορα σε παρακαλώ να με πάς στο κρεβάτι του πόνου καλύτερα εκεί να βασανίζομαι τρία χρόνια παρά εδώ στην φοβερή αυτή Κόλαση τρεις μέρες».
Τότε ο Άγγελος έκανε την επιθυμία του Μονάχου και τον επανέφερε στο κρεβάτι του, όπου έμεινε επί τρία χρόνια άρρωστος.
από διήγηση του γ. Παϊσίου, και σε μας διά του π. Αθανασίου.
Λέγεται ότι υπήρχε ένας αγίας ζωής μοναχός που εκδιώχθηκε από το άγιον Όρος διότι έκανε τρέλες κατά την τυπική μεριά της υποθέσεως, όμως από ότι φαίνεται ήταν κατά Θεόν. Αυτός στάλθηκε στου Λεμπέτη, μια νευρολογική κλινική της Θεσσαλονίκης, αλλά το υπέμεινε γενναία, και κατά τον γέροντα Παΐσιο έφτασε σε ανώτερα μέτρα από τους αόρατους ασκητές!
Μην ξεχνάτε και τον άγιο Νεκτάριο, που είναι τόσο θαυματουργός, και ίσως αυτό οφείλεται στο ότι υπέμεινε αγογγύστως διωγμό από τη μεριά εκκλησιαστικών παραγόντων.
Να ένα παράδειγμα, σε ποιους αναφερόταν ο γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης, ότι είχαν ανώτερη ζωή ακόμη και από τους αόρατους ασκητές:
Εκεί λοιπόν σε μία γωνία του γκρεμισμένου κτιρίου, που έπεφταν λιγότερα νερά από την στέγη και έμπαινε λιγότερο κρύο από τα σπασμένα παράθυρα και τις πόρτες, είχε κάτι κουρελιασμένες κουβέρτες και έμοιαζε σαν αετός στην φωλιά του.
Εξωτερικά ο Γέρο Κωνσταντίνος δεν φαινόταν τι είναι, διότι μόνο σκουφί και γένια είχε, που τον έδειχναν για Καλόγηρο. Πάντα τον σκέπαζε μια παλιά χλαίνη, με ένα σχοινί σφιχτά δεμένο στην μέση, και έδειχνε για κοσμικός. Εσωτερικά όμως ήταν ντυμένος με την Χάρη του Αγγελικού Σχήματος, η οποία ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του. Όποιος τον έβλεπε από μακριά τον Γέροντα, τον περνούσε για δυστυχισμένο φτωχό άνθρωπο ή τρελό, αλλά από κοντά, όταν έβλεπε κανείς το λαμπερό του πρόσωπο, καταλάβαινε ότι κάποιο μυστήριο κρύβεται σ’ αυτόν τον ευλογημένο άνθρωπο και δεν τον θεωρούσε για τρελό, αλλά τρελούς θεωρούσε εκείνους που έλεγαν τρελό τον Γέρο Κωνσταντίνο.
Ο Γέρο Κώστας (έτσι τον έλεγαν), ενώ ζούσε στις συνθήκες που ανέφερα, με τελεία εγκατάλειψη του εαυτού του, και ενώ ούτε πλενόταν, εν τούτοις ήταν καθαρός, γιατί ζούσε σαν πετεινό του ουρανού.
Όταν καμιά φορά μιλούσαν οι γύρω του, και ο Γέρο Κωνσταντίνος δεν τους παρακολουθούσε, γιατί αυτός προσευχόταν, και ο νους του ήταν στον Θεό, πάλι για αφηρημένο τον νόμιζαν. Έπρεπε να τον ρωτάη κανείς πολλές φορές τον Γέρο Κωνσταντίνο και να επιμένη για να απαντήση, και πάλι θ’ άκουγε δυό – τρία λόγια μουρμουριστά, αλλά προφητικά.
Ο Γέρο Κωνσταντίνος είχε εσωτερική καθαρότητα, γι αυτό έβλεπε καθαρά πολύ μακριά! Δυστυχώς όμως, μερικοί από εμάς τους ταλαίπωρους «τον άνθρωπο του Θεού» τον θεωρούσαμε για ταλαίπωρο άνθρωπο, επειδή έμενε μέσα στα χαλάσματα, ενώ εκείνος εκεί στα χαλάσματα έκτιζε συνέχεια την ψυχή του, η οποία ψυχή αξίζει περισσότερο απ’ όλο τον κόσμο, καθώς μας είπε ο Χριστός.
Κάθε Σάββατο περνούσε συνήθως από δύο Κονάκια στις Καρυές, και οι Πατέρες του έβαζαν κάτι από τα περισσεύματα στο τενεκάκι του. Περνούσε πάντα σιωπηλά, χωρίς να ζητάει είχε αρχοντιά. Εάν οι άλλοι ήταν απασχολημένοι, έφευγε χωρίς να πάρη τίποτα. Κάπου – κάπου περνούσε και από τα μπακάλικα και έπαιρνε μόνος του, σαν σπουργίτης, πέντε – έξι ελιές στο χέρι του και έφευγε. Οι μπακάληδες το θεωρούσαν αυτό ευλογία, γιατί τον αγαπούσαν τον Γέρο Κώστα. Εάν κανείς του έβαζε χρήματα στην τσέπη του κρυφά, τα άφηνε και αυτός κρυφά στα μπακάλικα και έφευγε. Έτσι φρόνιμα ζούσε ο Γέρο Κώστας στο Περιβόλι της Παναγίας, σαν άκακο αρνάκι.
Δυστυχώς όμως, πριν από ένδεκα χρόνια, το 1969, επειδή έρχονταν πολλοί κοσμικοί, Ευρωπαίοι, και τον νόμιζαν για τρελό, έτσι όπως εμφανιζόταν στις Καρυές, οι Αρχές έστειλαν στο Τρελοκομείο τον άνθρωπο του Θεού!
Όταν έμαθα ότι ο Γέρο-Κώστας πέρασε αυτή την ταλαιπωρία και βρίσκεται πια στο Γηροκομείο, είπα στην αδελφή που ήταν στην Γραμματεία να τον φροντίζη. Φυσικά, ήταν καλύτερα από το Τρελοκομείο στο Γηροκομείο, αλλά όσο και καλά να ήταν, για τον φιλήσυχο Μοναχό Γέρο Κωνσταντίνο το Περιβόλι της Παναγίας ήταν καλύτερο και απ’ όλα τα παλάτια του κόσμου. Απορούσε το καημένο Γεροντάκι και έλεγε στην αδελφή :
-Γιατί μ’ έφεραν εδώ;
Εκεί λοιπόν πέρασε την επίλοιπη ζωή του ο «δια Χριστόν σαλός», ο οποίος ταλαιπωρήθηκε από εμάς τους κοσμικά έξυπνους.
Δεν έχει σημασία που κοιμήθηκε κι αν κοιμήθηκε στο Γηροκομείο… και όχι στο άγιον Όρος ο Γέρο Κώστας. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι θα ξύπνησε στον Παράδεισο, ο πολύ έξυπνος, ο «δια Χριστόν σαλός» Γερο Κωνσταντίνος. Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.
Επιβεβαίωση της ύπαρξης αοράτων ασκητών
Ιεροδιάκονος Σιλουανός, Λευκάδα
Εκεί βρεθήκαμε, για μία ακόμη φορά, και εμείς, οι φιλοξενούμενοι της Μονής Ξενοφώντος και ένοικοι του Ιερού αυτού Κελλίου. Η παραμονή μας διήρκησε λίγες ημέρες, αλλά είχε μεγάλη ευλογία, μία εμπειρία που δεν υπολογίζαμε να αξιωθούμε ποτέ. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Στις 21 Απριλίου 2010 (παλ. ημ.), προπαραμονές της πανηγύρεως της Μονής Ξενοφώντος, που τιμάται επ’ ονόματι του Αγίου ΜεγαλομάρτυροςΓεωργίου, βρεθήκαμε στο Κελλί του Προφήτη Δανιήλ. Είχαμε φθάσει κατά το μεσημέρι, και μετά από σύντομη ανάπαυση και τακτοποίηση των πραγμάτων μας, ο Γέροντας πρότεινε να πάμε ένα μικρό περίπατο. Κατηφορίσαμε και κατόπιν ακολουθήσαμε τον αδιέξοδο δρόμο που αρχίζει στην πρώτη στροφή και ο οποίος οδηγεί προς τα Δοχειαρίτικα.
Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά, τα αστέρια ήταν ευδιάκριτα, παρά την ελαφριά συννεφιά που είχε ο ουρανός, και τα αηδόνια είχαν παραιτηθεί πλέον από το ολοήμερο κελάηδημά τους. Η σιωπή σε όλη την περιοχή ήταν πιο αισθητή τώρα, μετά την πρόσφατη παύση, παρά τα μεσάνυχτα. Ο Γέροντας είχε αποσυρθεί στο κελλί του, και τα άλλα τρία πρόσωπα κάθισαν μπροστά στην εξώπορτα του Κελλιού και μιλούσαν. Καθώς μιλούσαν, ένας από αυτούς διέκρινε και μία άλλη – δεύτερη φωνή, μακρινή και ακαθόριστη, και μη θέλοντας να διακόψει τον συνομιλητή του αρχικά δεν αντέδρασε. Εφ᾽ όσον όμως αυτή η φωνή συνεχιζόταν ήδη για πέμπτο λεπτό, παίρνοντας θάρρος διέκοψε αυτόν που μιλούσε ρωτώντας τον έναν: «ακούς κάτι;». Αφού συγκέντρωσαν και οι δύο την προσοχή τους, άκουσαν μια φωνή που προερχόταν από το βάθος του χειμάρρου. Ήταν μία ανδρική ενθουσιώδης φωνή, που φώναζε εκστατικά σχεδόν, μέσα στήνσιγαλιά της νύκτας και κάτω από το πανόραμα του ουρανίου στερεώματος:
«Δόξα σοι ο Θεός», «Κύριε σώσον τον κόσμο σου».
Τα επανελάμβανε συνεχώς και μεγαλόφωνα, καθώς και άλλα λόγια, τα οποία εξ αιτίας της αποστάσεως και του αντίλαλου ήταν ακαθόριστα.
Όλοι αποσυρθήκαμε στα κελλιά μας. Ο καθένας κράτησε την δική του στάση απέναντι σε αυτή την αναπάντεχη εμπειρία, και κατάκοποι καθώς ήμασταν, γρήγορα αποκοιμηθήκαμε όλοι. Όλοι εκτός από τον Γέροντα, ο οποίος κάθισε στην απλωταριά αναμένοντας να ακροαστεί μία ακόμα φορά τον άγνωστο προσευχητή. Και όντως μετά από ένα διάστημα περίπου μισής ώρας τον άκουσε πάλι. Αυτή την φορά έψαλε μεγαλόφωνα αναστάσιμους ύμνους. Και αυτό που μπόρεσε ο Γέροντας να διακρίνει ήταν το τροπάριο της πρώτης ωδής του κανόνα του Πάσχα «Καθαρθώμεν τας αισθήσεις…», καθώς και άλλες προσευχές, όπως «Κύριε σώσε τον κόσμο σου», και άλλα.
Την άλλη ημέρα όλοι κοιτάξαμε προς την πλευρά, απ’ όπου ερχόταν η χθεσινοβραδυνή φωνή, προσπαθώντας να καταλάβουμε το ακριβές σημείο που βρισκόταν αυτός ο άνθρωπος η κάποιο σημάδι της παρουσίας του. Γρήγορα όμως καταλάβαμε ότι κοπιάζουμε μάταια και παραιτηθήκαμε από την προσπάθειά μας. Έμεινε όμως μέσα στην ψυχή μας η περιέργεια να μάθουμε αν τυχόν υπάρχει κάποιο Κελλί στην περιοχή αυτή, που να είναι αδιόρατο από την πλευρά του δικού μας Κελλίου.
Μετά από όλα αυτά ο καθένας κράτησε μέσα στην ψυχή του την ανάμνηση αυτού του γεγονότος, ενός ανθρώπου μέσα στην απόλυτη ερημιά, ανυποψίαστου για την δική μας παρουσία, που φώναζε ενθουσιασμένος και ευχαριστούσε τον Θεό. Και από τους αόρατους ασκητές να μην ήταν, μόνο και μόνο αυτή η εγκάρδια προσευχή του την νύκτα στην μέση του δάσους, μας έδωσε το μήνυμα που ο Θεός επέτρεψε.
Συμπληρωματικά να προσθέσουμε ότι η γεννήτρια, αν λειτουργούσε το βράδυ, θα ήταν σίγουρα ανασταλτική αιτία για την αυθόρμητη και εξωστρεφή εκδήλωση του αγνώστου, διότι εξ αιτίας του θορύβου και των φώτων θα γινόταν η παρουσία μας πέρα για πέρα αισθητή. Και αυτή η γνώμη γίνεται πιο ισχυρή, αν λάβουμε υπ᾽ όψη μας το παράδοξο, ότι την άλλη ημέρα το πρωί πήρε αμέσως μπροστά.
Αυτή είναι η ιδιαίτερη «εμπειρία μας» κατά την τελευταία επίσκεψή μας στο Άγιον Όρος. Σας την παραθέτουμε, όπως ακριβώς τη ζήσαμε.
περί της Αγιότητος του εν Αγίοις Πατρός ημών Νεκταρίου, Επισκόπου Πενταπόλεως.
Κάπου δέκα λεπτά της ώρας πορεία, κάτω από το Ησυχαστήριό τους, ήταν το φρικτό Καρούλι, ένας απόκρημνος βράχος πάνω από εκατό μέτρα, όπου κάτω χαμηλά στις ακριές του βρεχόταν από το μανιασμένο κύμα της ακρογιαλιάς.
Οι Δανιηλαίοι δεν είχαν ειδοποιηθεί για την επίσκεψή του, δεν ήξεραν ποιός είναι. Παρουσιάστηκε με καλογερικό σκούφο, με τα παλαιά ράσα που χρησιμοποιούσε στην καλλιέργεια των λουλουδιών του κήπου της Ριζαρείου, με χοντρές καλογερίστικες αρβύλες. Είπε πως ήταν ένας μοναχός από την Αθήνα. Τον υποδέχθηκαν όμως όπως πάντα με εγκαρδιότητα, με Αβραμιαία, όπως είπαμε, καλοσύνη και, αφού τον εκέρασαν νωπά σύκα, φουντούκια με αγριόμελο, ευχαριστήθηκαν που θα έμενε μερικές μέρες κοντά τους να παρακολουθήσει τις ιερές ακολουθίες.
Αλλά τα λίγα λόγια του, περίεργο, είχαν ουσία, τόξευαν ακτίνες “Θείου Φωτός!” . Όπου καθώς σε μιά στιγμή ύστερα από τις πρώτες περοποιήσεις σιγοπερπατούσαν με έναν από τους αδελφούς Δανιηλαίους, τον πέμπτο της συντροφιάς, κατευθυνόμενοι προς το φοβερό βράχο του Καρουλίου, συναπαντούν έναν άγνωστο “περίεργο” ερημίτη, μελαμψό, με καταμπαλωμένο κίτρινο ράσο, λιπόσαρκο, με δύο μεγάλα μάτια που σε καθήλωναν…
-Ο Κύριος, αποκρίθηκε αυτός. Και μονομιάς έκανε παρατήρηση στον αδελφό Δανιήλ.
-Πώς προπορεύεσθε, αδελφέ, από τον Πενταπόλεως, τον πρό πολλού ενταχθέντα μεταξύ των αγίων ιεραρχών; Σα να τους κόπηκε η αναπνοή. Ο Δανιήλ απόμεινε να κυττάζει χαύνος. Εκείνος εκύτταζε τα μάτια του ερημίτη και σώπαινε. Η καρδιά του γοργοκτυπούσε. Είχε λοιπόν δίπλα του μίαν άγνωστη αγωνιστική ψυχή, ευλογημένη με το ποορατικό χάρισμα; Άθελά του δάκρυσε.
-Υπερευλογημένο το όνομα του Κυρίου μας, αδελφέ, ψιθύρισαν τα χείλη του. Μην αναφέρετέ τι δια τον ταπεινόν δούλον του. Παρακαλώ…παρακαλώ, δεχθείτε…τον ασπασμόν μου. Κι επλησίασε κι έσκυψε να φιλήσει το ροζιασμένο χέρι του ερημίτη.
Εκείνος τραβήχθηκε με φόβο. Και σκύβοντας με τη σειρά του να φιλήσει το χέρι του επισκέπτη βρέθηκαν οι δύο πρόσωπο με πρόσωπο. Αντάλλαξαν εγκάρδιο ασπασμό.
-Χθες οι δαίμονες φρύαξαν… ψιθύρισαν τα χείλη του ασκητή. Μεταβλήθησαν σε σμήνος μεγάλων κωνώπων, με έπληττον και προσπαθούσαν να με αφήσουν χάμου αναίσθητον. Πλην όμως δεν ίσχυσαν εις το σημείον του Τιμίου Σταυρού. Εις δε την φράσιν “Αναστήτω ο θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί Αυτού” εξηφανίσθησαν.
-Διατί;
-Διότι θα μου εδίδετο η ευκαιρία να γνωρίσω έναν φοβερό διώκτην των. Τί νέα από τον κόσμο;
-Τι νέα…Πόλεμοι, ατασθαλίαι, ζυμώσεις και…
-Καταλαμβάνω, συμπλήρωσε ο ερημίτης. Κομπασμός, υπερηφάνεια, νοησιαρχία.
Ακολούθησε σιγή, όπως αναφέρει το xorisorianews.
-Σας αντιλαμβάνομαι, Σεβασμιώτατε,έπιασε να λέει ο ασκητής. Νοσταλγείτε την μόνωσιν. Αλλ’ εφόσον θεωρήσατε καθήκον να υπηρετήσετε αυτοπροσώπως τον λαόν, εφόσον υπελογίσατε τους συνανθρώπους και τους αγαπήσατε εκ μέσης καρδίας…Θάρθει και η μόνωσις.
Τον κύτταξε πάλι στα μάτια και ξαναδάκρυσε.
-Τί φρονείτε δια τον εικοστόν αιώνα που έρχεται; σιγορώτησε.
Ο ερημίτης δεν αποκρίθηκε αμέσως. Σήκωσε το βλέμμα ψηλά, πήρε βαθειά αναπνοή και είπε:
-Τέλος τα βασίλεια. Πόλεμοι…ανησυχίαι, σφαγαί, καταστροφαί. Κυρίαρχος ο φόβος.
-Ο φόβος…επανάλαβαν τα χείλη του Δανιήλ.
Δεν είπαν άλλο τίποτα. Προχώρησαν και οι τρείς για το φοβερό βράχο…”.