Ενας άνθρωπος από την Θεσσαλονίκη πηγε στην Κωνστάντινούπολη και έκει έπεσε σε μεγάλη ασθένεια, τυφλώθηκε και περπατούσε μέσα στην πόλη σκοντάφτοντας από τόπο σε τόπο και γυρεύοντας γιατρεία.
Θυμήθηκε τον μεγαλομάρτυρα Δημήτριο, και δεν έπαυε να παρακαλεί τον άγιο νύκτα και ήμέρα, και έλεγε: Μακαρί να ήμουν στην πατρίδα μου την Θεσσαλονίκη, να παρακαλέσω τον αγιο και ήθελα ίατρευθή. Τη νυκτα φαίνεται στον υπνο του ο Αγιος και λέγει: Γιατί εισαι, άνθρωπε, όλιγόπιστος, και νομίζεις, ότι μόνο στην πατρίδα μου φθάνω σ’ όποιον με επικαλεσθεί; Οχι, αλλά και έκει και παντού φθάνω καλούμενος. Σήκω και σύρε στην εκκλησία της Θεοτόκου στον τόπο που ονομάζεται Οικονομειο, και έκει θα με βρεις, και θα σου φανερωθω, και αμέσως θα δεις το φως. Ξύπνησε ο άνθρωπος εκείνος, και ρωτώντας βρίσκει την έκκλησία της Παναγίας Θεοτόκου και ρωτα που είναι ζωγραφισμένος ο Αγιος Δημήτριος, και του λένε. Έδω ειναι η αγία του εικόνα. Πέφτει λοιπόν μπροστά στην αγία εικόνα ο τυφλός με πολλά δάκρυα έβρεχε το σώμα του και τη γη κι έλεγε:
– Δεν θα σταματήσω, άγιε του Θεού, να κυλιεμαι μπροστά στην αγία σου εικόνα, έως οτου γιατρεύσεις τα μάτια μου, για να δω τη θεία σου μορφή και ευπρέπεια.
Νύχτα ήταν και φαίνεται ο μάρτυς στον άνθρωπο εκείνο τον τυφλό, και πιάνει με τα δάκτυλα του τα ματια τυφλού και τα ανοίγει ήσυχα. Ο Αγιος Δημήτριος λειτούργησε ως γιατρός και έσφιξε τα μάτια του τυφλού πολύ δυνατά και πόνεσαν τόσο που ο ασθενής ξύπνησε απο τον ύπνο του έντρομος. Σήκωσε τα μάτια του στην είκόνα του αγίου Δημητρίου, και είπε:
– Σε βλέπω μάρτυρα του Χρίστου, βλέπω την θαυμαστή και γλυκεια εικόνα σου και σε ευχαριστώ, μεγαλομάρτυς Δημήτριε, διότι ελευθέρωσες τα μάτια μου από τα δάκρυα και τα πόδια μου από τα σκοντάματα. Και ετσι γιατρεύθηκε από τον άγιο ο άνθρωπος εκείνος. Οταν τον είδαν όλοι οι άλλοι θαύμασαν.
Από το βιβλίο: Άγιος Δημήτριος Πολιούχος Θεσσαλονίκης, Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαγκαδά κ. Ιωάννη