Στις 8 Σεπτεμβρίου συνέβησαν πάνω στις Καρυές πράγματα συγκλονιστικά, αφετηρία σημαντικών και απρόβλεπτων εξελίξεων. Ο Δούκας το 1987 θέλησε να μας εκμυστηρευθεί, μετά από 28 χρόνια, τι ακριβώς είχε ζήσει εκείνη την ημέρα.
~…Προτού τελειώσω τα παρακάλια μου, βλέπω μπροστά μου άλλες δύο μορφές. Μία μεσόκοπη μαυροντυμένη γυναίκα και μια νεότερη με γαλάζια ρούχα. Η δεύτερη είχε στο μαντήλι που έπεφτε στο μέτωπό της έναν κόκκινο σταυρό. Ακούω την μαυροφόρα να λέει στον καλόγερο (Ο καλόγερος ήταν ο Άγιος Ραφαήλ):
«Φθάνει πια. Άφησε τον τώρα σε μας. Εμείς θα φροντίσουμε να τον φέρουμε στο δρόμο του Θεού… Θα λες, σ’ εκείνους που ήρθαν να σου συμπαρασταθούν, ότι σου λέμε εμείς».
-Ποιες είναι αυτές οι γυναίκες που βλέπεις; με ρώτησε ο Μάρκος
-Η μία μου λέει ότι είναι η Παναγία, και η άλλη η αγία Παρασκευή.
-Τι σου λένε Δούκα;
-Μου λέει η Παναγία ότι θα μείνω τρεις μέρες παράλυτος, για να συνέλθω και να μπω στο δρόμο του Θεού.
«Επειδή ήσουν ορφανό παιδί, σε είχε αναθέσει ο Κύριος στη δική μου προστασία. Εσύ έκανες τα δικά σου, και τώρα ήρθε η ώρα να συνέλθεις και να αλλάξεις πορεία στη ζωή σου».
Και άρχισα ξαφνικά να λέω ψαλμούς που δεν γνώριζα. Το στόμα μου δεν σταματούσε. Θυμάμαι τον Άγγελο και τον Μάρκο που με ρωτούσαν.
-Βρε Δούκα, ποιος σου τα λέει αυτά τα λόγια;
–Η Μαυροφόρα που κάθεται δίπλα μου, μου λέει να σας πω
«Θα έρθουν ανίατες αρρώστιες.Θα γίνουν πόλεμοι. Να μετανοήσετε. Αν δεν μετανοήσετε, να περιμένετε να ‘ρθεί η τρίτη καταστροφή».
-Ποιά θα είναι , Δούκα, αυτή η τρίτη καταστροφή, με ρώτησε ο Μάρκος.
-Που να ξέρω , Μάρκο, τι είναι αυτή η τρίτη καταστροφή; Αυτά μου λένε να σας πω, αυτά λέω.
Εκεί που διηγιόμουν τις παραγγελίες της Παναγίας για να μετανοήσουμε, με πήραν πάνω σε μια ξύλινη σκάλα άρον-άρον, χωρίς καν να καταλάβω, 11 παλικάρια και με πήγαν στο εκκλησέλι. Εγώ ήμουν σαν ναρκωμένος και δεν μπορούσα να δω τι γινόταν. Στην εκκλησία άρχισα πάλι να ψάλλω.
–Ήξερες ψαλμωδίες;
-Που να ξέρω; Μήπως εκκλησιαζόμουν; Που να τα μάθω;
-Τι ψαλμωδίες έλεγες, Δούκα;
-Δεν τις θυμάμαι τώρα. Τα θυμούνται οι υπόλοιποι που παρακολουθούσαν όλη την σκηνή και είχαν σχέση με την Εκκλησία. Εγώ που να ξέρω από αυτά;
Μου έλεγε τότε η μαυροφόρα:
«Ότι σου λέμε θα τους τα λες. Είμαστε δυο χαρές εδώ πάνω», και δείχνοντας στην αρχή τον εαυτό της και μετά την άλλη καλόγρια μου λέει, «Παναγία και Αγία Παρασκευή. Συγκατοικούσαμε για χρόνια εδώ πάνω και μας διακονούσε πιστά αυτός ο ιερωμένος» (Ο Άγιος Ραφαήλ).
-Ο ιερωμένος ήταν κι αυτός μαζί;
-Όχι, είχε χαθεί. Έφυγε όπως του είπε η Παναγία.
-Πως τα εξηγούσες όλα αυτά Δούκα;
-Που να ήξερα εγώ από αυτά τα πράγματα. Όταν άκουγαν αυτά που τους έλεγα απορούσαν. Κάτι θα έπαθαν τα λογικά του, έλεγαν μεταξύ τους οι άνδρες… Μόλις άρχισε να σουρουπώνει, αποφάσισαν να με κατεβάσουν στο χωριό. Τότε η Παναγία συνέχισε:
«Τώρα που θα φύγουν για το χωριό, μην τολμήσουν να σε πάρουν. Θα σε κάνω χίλιες οκάδες βάρος. Θα παραμείνεις εδώ με το παιδί σου τον Δημήτρη, για να σου δείξουμε τι μυστήριο κρύβεται εδώ πάνω».
-Με τόσο αποτρεπτική εντολή, πως αποφάσισαν και σε πήραν Δούκα;
-Αυτοί δεν έβλεπαν ούτε τον Άγιο Ραφαήλ ούτε την Παναγία ούτε την Αγία Παρασκευή. Έπειτα, είχες κανείς εμπιστοσύνη, μετά απ’ όλα αυτά που γίνονταν, να με αφήσουν; Φοβήθηκαν να με αφήσουν. Και τα ίδια παλικάρια με την ξύλινη σκάλα, σιγά σιγά με κόπο πολύ, απ’ ότι μου είπαν, με μετέφεραν σε τρεις ώρες στο σπίτι μας. Είχα χάσει εντελώς τις αισθήσεις μου. Όταν κάπως συνήλθα, τα μάτια μου ήταν κλειστά, λες και ήταν ραμμένα, και τα χέρια μου κοκαλωμένα και στριμμένα προς τα πίσω.
Μιλούσα αλλά δεν έβλεπα τίποτα…
*Από το βιβλίο: «Η αποκάλυψη και οι εμφανίσεις των αγίων νεοφανών μαρτύρων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης».