Ο σεβαστός Γέροντας Γεράσιμος o Υμνογράφος ανέφερε ότι είχε δώσει στον πάμφτωχο Καρουλιώτη ασκητή Φιλάρετο διακόσιες δραχμές το έτος 1935 , καθότι ο Φιλάρετος βρέθηκε σε μία μεγάλη ανάγκη: «Τον είχα δει πολύ στενοχωρημένο και του είπα: Μη στενοχωριέσαι, αββά. Πάρε τα χρήματα αυτά. Δεν χρειάζεται να μου τα επιστρέψεις. Κάνε μια προσευχή στον Πανάγαθο Θεό να με ελεήσει».
Ο ασκητής πήρε τα χρήματα , ευχαριστώντας τον αδελφό για την αγάπη του και ξεκίνησε να δώσει το χρέος του προς τη Σκήτη της αγίας Άννας. Στο δρόμο, κατά τη συνήθειά του, έλεγεν αδιάκοπα την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με». Καθώς βάδιζε , ξαφνικά βλέπει εμπρός του τέσσερα χαρτιά απλωμένα , το ένα δίπλα στο άλλο. Του έκαναν εντύπωση , διότι δεν έμοιαζαν με άλλα χαρτιά. Τα πήρε και με την απλότητα που τον διέκρινε , επέστρεψε πίσω στον π. Γεράσιμο.
- Τι χαρτιά είναι αυτά, Γέροντα; Τα βρήκα εδώ πιο κάτω καθώς βάδιζα προς την Αγία Άννα.
Ο π. Γεράσιμος θαύμασε για τη θεία Πρόνοια και για την δύναμη της προσευχής. Τέσσερα πενηντόδραχμα αμεταχείριστα!
- Γέροντα Φιλάρετε- του είπε- αυτά τα χαρτιά είναι τέσσερα πενηντόδραχμα . Σου τα έστειλε ο Θεός. Αλλά πες μου, σε παρακαλώ, τι έλεγες και τι σκεπτόσουν καθώς πήγαινες στη Σκήτη;
- Τι άλλο, πάτερ μου, παρά την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ ». Κάποτε- κάποτε όμως έφευγε ο λογισμός μου και πήγαινε στο χρέος των διακοσίων δραχμών και έλεγα πώς θα ξεχρεωθώ και από σένα, πώς θα σου δώσω πίσω τα χρήματα. Πάρε τα, σε παρακαλώ, να ελευθερωθεί ο νους μου από αυτόν τον λογισμό και από αυτό το χρέος.