Πήγε κάποιος άφρων να κυνηγήσει μέσα σ’ ένα αμπέλι κι εκεί που έρριξε με το όπλο του τύφλωσε ένα παιδάκι. Οι γιατροί είπαν στους γονείς του ότι δύο επιλογές είχανε, ή να αφαιρέσουν τους οφθαλμούς και να ζήσει τυφλό το παιδί, ή να τους αφήσουν και να πεθάνει από μόλυνση. Οι γονείς αποφάσισαν να βγουν οι οφθαλμοί και έτσι το παιδί μεγάλωνε τυφλό και στη συνέχεια ζητιάνος ζούσε το υπόλοιπο της ζωής του.
Σε κάποια πανήγυρη του Αγίου Διονυσίου ζήτησε να τον πάνε να προσκυνήσει τον Άγιο. Στη Ζάκυνθο υπάρχει η παράδοση όταν βγαίνει ο Άγιος σε λιτανεία να πέφτουν κάτω οι πιστοί για να περάσει από πάνω τους ο Άγιος. Έτσι, λοιπόν, έβαλαν και αυτόν τον άνθρωπο να πέσει κάτω για να ευλογηθεί από τον Άγιο. Κι όταν ένιωσε τον Άγιο από πάνω του, έπιασε τη λάρνακα, αγκάλιασε τα πόδια του Αγίου, και φώναζε:
”Δε σε αφήνω να φύγεις αν δε μου δώσεις τα μάτια μου”. Συνέχιζε να φωνάζει: “Δε σε αφήνω να φύγεις αν δε μου δώσεις τα μάτια μου”.
Πραγματικά εκείνη τη στιγμή έτρεξαν οι γύρω άνθρωποι να τραβήξουν τα χέρια του τυφλού από τη λάρνακα. Αυτόπτης μάρτυρας το διηγείται, ( ο πατήρ Χρυσόστομος που το 2015 πέθανε 102 χρονών). Έλεγε λοιπόν:
“Και τότε είδαμε ότι ο Άγιος δεν έδωσε μόνο όραση, αλλά έδωσε και μάτια. Δίδει στον αόμματο οφθαλμούς και όραση. Ωραιότερα μάτια δεν έχω δει στη ζωή μου”.
Πάντα πήγαινε στη γιορτή του Αγίου Διονυσίου ο π. Γεράσιμος και κάθε φορά μας έφερνε πολύτιμα δώρα, θαύματα του Αγίου δηλαδή. Τον βλέπω μπροστά μου και αναβιώνω ό,τι με αυτή τη διήγηση σκέφτηκα:
“Πώς να ήταν άραγε εκείνα τα μάτια; Πόσο θα ήθελα κι εγώ να τα δω”!