Το βράδυ της Τρίτης 21 Φεβρουαρίου 2017, ο Γέροντας Ιωαννίκιος θα μεταφερθεί επειγόντως με ασθενοφόρο στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ηρακλείου λόγο του πολύ χαμηλού οξυγόνου στο αίμα Του, συνοδευόμενος από πνευματικά Του παιδιά.
Οι γιατροί που τον εξέτασαν διέγνωσαν βαριά λοίμωξη του αναπνευστικού, σοβαρή καρδιακή ανεπάρκεια, δυσλειτουργία των πνευμόνων και έκριναν επιβεβλημένη τη νοσηλεία Του στην Πνευμονολογική Κλινική.
Εκεί οι θεράποντες ιατροί θα ενημερώσουν ότι δεν μπορούν να εξηγήσουν πως είναι δυνατόν να βρίσκετε ακόμα στη ζωή, πως τα επόμενα εικοσιτετράωρα θα ήταν κρίσιμα για την εξέλιξη της υγείας Του και πως θα έπρεπε να προετοιμαστούν για το χειρότερο.
Το Σάββατο 25 Φεβρουαρίου ο Γέροντας θα πέσει σε βαθύ ύπνο και θα ξυπνήσει το απόγευμα της επόμενης ημέρας. Κάλεσε αμέσως κοντά του τον Πατήρ Ε.Ρ. ενώ δίπλα του βρισκόταν ο Ε.Γ. από την Ιεράπετρα, η πρεσβυτέρα, καθώς και οι Δήμητρα, Ζωή-Ιωάννα και Ιουλίττα από το Ηράκλειο.
Η φωνή του Γέροντα χαμηλή, τα μάτια του ορθάνοικτα και το πρόσωπο του να λάμπει από γαλήνη, από αγαλλίαση από χαρά, μία χαρά ανερμήνευτη, ανεξήγητη. Σαν να μην ήταν εκείνος. Σαν να τον έβλεπαν πρώτη φορά.
Ο Πάτερ έτρεξε στο προσκεφάλι του και μόλις εκείνος τον αντίκρισε του είπε:
– Kαλώς το παιδί μου, και άρχισε αμέσως να διηγείται.
«Εγώ, παιδί μου έφυγα απ΄ εδώ και πήγα σε μέρη που ποθούσε η ψυχή μου να πάει. Πήγα σε τόπους που είχα περάσει και με τα χρόνια τους ξέχασα. Θυμήθηκα πράγματα και γεγονότα που είχα λησμονήσει και θέλω να σου τα πω να τα θυμάσαι εσύ, γιατί κάποια στιγμή θα φύγω, δεν ξέρω, ο Θεός ξέρει…
Πήγα στα μέρη και στις Μονές που υπηρέτησα και έφτιαξα. Σε όλους τους Ναούς των Ενοριών μου και σε προσκυνήματα. Πήγα στα Ιεροσόλυμα, στο Ναό της Αναστάσεως και σε όλα τα προσκυνήματα του. Πήγα στο Άγιο Όρος, όπου εκεί άκουσα ουράνιες αγγελικές υμνωδίες και οσφράνθηκα ουράνια αρώματα πολύ ωραία.
Εκεί που πήγα μετά από τα Άγια Προσκυνήματα, είναι η Παναγία η Φανερωμένη, το Μοναστήρι της μετανοίας μου, εκεί έγινα καλογεράκι, εκεί δοκιμάστηκα για τρία χρόνια και εκεί πήρα το όνομα που φέρω έως και σήμερα. Εκεί με υποδέχτηκε η Κυρία των Αγγέλων, η Πλατυτέρα των Ουρανών, η Μεγάλη Μάνα, η Βασίλισσα του κόσμου, που με προστάτευε και με προστατεύει πάντα, η Παναγία μας και δεν σας κρύβω τη χαρά μου, ωραία χαρά, δεν μπορώ να την ερμηνεύσω και να την περιγράψω.
Μετά πήγαμε στο Μοναστήρι του Τοπλού, εκεί με περίμεναν ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος με χαρά πολύ, η Παναγία και πολλοί κεκοιμημένοι Πατέρες, άλλους του γνώριζα, άλλους όχι. Καθίσαμε κάμποση ώρα.
Αργότερα βρέθηκα σε ένα τόπο ψηλό, χωρίς να γνωρίζω που είμαι. Μου άρεσε πολύ όμως και δεν ήθελα να το χάσω, δεν ήθελα να φύγω, το θαύμαζα αυτό το πράγμα που έβλεπα και κάποια στιγμή ρώτησα, τι είναι αυτό και γιατί τόσα πολλά φώτα; Τότε άκουσα μια γλυκιά φωνή να μου λέει, το Μοναστήρι σου είναι Ιωαννίκιε, το Μοναστήρι που έφτιαξες, η Παναγία η Εξακουστή και όσο προχωρούσα προς τα εκεί, τόσο και με πλημμύρησε μια εσωτερική χαρά.
Την ώρα που ήμασταν ακριβώς πάνω από το Μοναστήρι και έβλεπα από κοντά τα χιλιάδες φώτα, σαν να ήταν μέρα, ένοιωσα ένα απαλό άγγιγμα πέπλου στο μέτωπο και στο πρόσωπο μου. Ήταν της Παναγίας, ήταν εκεί για να με υποδεχτεί και να με καλωσορίσει».
Τότε τον διέκοψε ο Πάτερ και τον ρώτησε:
– Kαι ο Χατζής Γέροντα δεν ήρθε, δεν τον είδες; Ο παππούλης απάντησε.
– Ο Χατζή Ανανίας με συνόδευε από την αρχή, όπου και αν πήγα, από όπου και αν πέρασα ήταν εκεί, μαζί μου. Από το αριστερό χέρι με κρατούσε και από τα δεξιά τα παλικαράκια μου. (Παλικαράκια αποκαλεί τους Αγίους Αναργύρους)
– Τότε τον ρώτησε ξανά:
– Που αλλού πήγες; Πες μας μερικές λεπτομέρειες. Κοίταξε τον Παπά μέσα στα μάτια και του είπε:
– Tις λεπτομέρειες στο σπίτι, όταν θα έρθω, και συνέχισε τη διήγηση για το ταξίδι του.
(Γνωρίζοντας καλά, ότι ο Γέροντας δεν λέει ποτέ τίποτα τυχαία, αυτό τους χαροποίησε πολύ, αφού το εξέλαβαν ως μήνυμα ότι θα ξεπεράσει αυτή τη δοκιμασία και θα επιστρέψει υγιής στο κελί του).
– Πήγα και στο τελευταίο Μοναστήρι μου, στον Άγιο Αντώνιο και εκεί με υποδέχτηκε ο Καθηγητής της Ερήμου, με χαρά και εκείνος, όπως και άλλοι Πατέρες και αδελφοί της Μονής που είχαν πάει πολύ πριν από εμένα, το ίδιο που έγινε και στα άλλα Μοναστήρια νωρίτερα.
Εκείνη τη στιγμή, με ύφος επιτακτικό και κουνώντας το δάκτυλο του είπε στον Ιερέα, «να τα θυμάσαι για να τα λες στους ανθρώπους που θα σε ρωτούν», και γυρίζοντας προς τον Ε.Γ. του είπε, «εσύ, να τα γράψεις» και συνέχισε.
Ακριβώς τη στιγμή που κουνάει το δάχτυλο
– Πήγα και στο σπίτι μου στον ουρανό!
-Τι σπίτι είναι αυτό στον ουρανό, που είναι το σπίτι σου; Τον ρώτησε ο Ιερέας.
-Το σπίτι μου! Το σπίτι μου! Αυτό που με περιμένει στον ουρανό. Είναι μεγάλο, να δεις πράγματα που έχει μέσα, πολλά, πάρα πολλά, ότι μπορείς να φανταστείς…
– Είδα τη μάνα μου, την αδελφή μου, το πατέρα μου, συγγενείς πολλούς, παππούδες, γιαγιάδες και με περιμένουνε πότε θα πάω. Χάρηκα πολύ παιδί μου, που πήγα στον ουρανό και είδα αυτά που είδα και θέλω να φύγω, μου άρεσε εκεί. Σας έβλεπα από πάνω που στενοχωριόσαστε για την κατάσταση μου. Δεν πρέπει όμως να λυπάστε για μένα που θα σας αφήσω, αλλά να χαίρεστε και να παρακαλείτε το Θεό να με πάρει και από ‘κει πάλι μαζί σας θα είμαι. Θέλω να φύγω, δεν φοβάμαι το θάνατο, εκεί πάνω με περιμένουν και είναι καλά.
– Τότε πάλι ο Ιερέας τον ρώτησε αν είδε τον Σγουρό (ο Σγουρός ήταν ο σύζυγος της αδελφής του Δέσποινας), και ο παππούλης απάντησε κάνοντας το χαρακτηριστικό του μορφασμό.
– Όχι! Δεν τον είδα παιδί μου, είδα όμως πολλούς Αγίους. Τον Άγιο Γεώργιο, τον Άγιο Δημήτριο, τον Άγιο Πολύκαρπο, τον Άγιο Μηνά, τον Άγιο Νεκτάριο, την Αγία Αικατερίνη και άλλους Αγίους και χάρηκα πολύ και εγώ και η ψυχή μου. Πιστεύω ότι και εσείς θα χαίρεστε! Έτσι δεν είναι;
Μετά από λίγο έπεσε η απόλυτη σιωπή, ούτε τα πνευματικά του παιδιά μίλαγαν ούτε και εκείνος, μόνο έκλεισε τα μάτια και τον πήρε ο ύπνος και κοιμήθηκε βαθιά. Το μυαλό όλων πήγε στον Άγιο Χατζή-Ανανία, που τρεις φορές τον είχε «κλέψει» ο Κύριος στο παράδεισο και που όταν επέστρεφε διηγούνταν με λεπτομέρειες ότι είχε δει στους υποτακτικούς Του.
Την επομένη, ημέρα της Καθαράς Δευτέρας, ο Γέροντας δεν θυμόταν τίποτα, απολύτως τίποτα από όλα αυτά που με τόσες λεπτομέρειες είχε διηγηθεί και διαψεύδοντας κάθε δυσοίωνη ιατρική πρόβλεψη, η υγεία του ανακάμπτει με τρόπο θαυμαστό και την Τετάρτη το μεσημέρι, επιστρέφει στο κελί του στο Βαχό όπου και συνεχίζει την αποστολή του μέχρι και σήμερα.