Ο διάσημος Έλληνας συνθέτης με τις τεράστιες επιτυχίες αντιμετώπισε κινητικά προβλήματα, τα οποία, μάλιστα, έφτασαν στο σημείο να τον αναγκάσουν να κινείται με αναπηρικό αμαξίδιο. Είναι συγκλονιστική η εξομολόγησή του για το πως ένα θαύμα τον βοήθησε να σταθεί και πάλι στα πόδια του.
Το συνταρακτικό γεγονός, εξομολογήθηκε ο ίδιος ο γνωστός μουσικοσυνθέτης μέσα από την προσωπική του σελίδα στο facebook. Μάλιστα, ήταν τέτοιο το μέγεθος του προβλήματός του, που προβληματιζόταν
Διαβάστε, πώς ακριβώς περιέργαψε τη συγκλονιστική αυτή εμπειρία ο ίδιος ο Σταμάτης Σπανουδάκης στην προσωπική του ιστοσελίδα στο facebook.
«Η Κερκυρα κι’ ο Άγιος»
Ήταν μία ακριβή εμπειρία, αυτή που έζησα-ζήσαμε, στην συναυλία της Κέρκυρας. Αρχίζω απ’ τα δικά μου.
Ήμουν τρείς μήνες στο κρεβάττι με πόνους, χάπια, ενέσεις και δύο εγχειρήσεις και κάθε μέρα έλεγα: «Πώς να το αναβάλω, πώς να εκθέσω-απογοητεύσω τόσο κόσμο;».
Και μ’ ένα «έχει ο Θεός και θα βοηθήσει ο Άγιος», καθισμένο σε αναπηρικό καροτσάκι με πήγαν με την βοήθεια του Γιώργου Βλάχου, σπίτι-αεροδρόμιο- αεροπλάνο- Κέρκυρα-ξενοδοχείο, όπου επιτέλους ξάπλωσα. Ευχαριστώ την Aegean το θαυμάσιο προσωπικό της, αλλά και τον πρόεδρό της Κο Βασιλάκη, γιατί έκαναν τα πάντα για νάμαι άνετα.
Έρχεται λοιπόν στο ξενοδοχείο ο Σπύρος Νίκας, οστεοπαθητικός, να με δεί, σταλμένος από την συμμαθήτρια και αγαπημένη φίλη μου, Μαρία Βούλγαρη.
Παρόντες η κόρη του Πολύνα, η φίλη μας Ματούλα (Φυσικοθεραπεύτρια) και η Ντόρη. Με «πείραξε» αρκετή ώρα με τα χέρια του και μού λέει «σήκω». Γέλασα λίγο και μετά από αρκετά «σήκω», πήρα θάρρος, σηκώθηκα και πήγαμε βόλτα χωρίς μπαστούνι στούς διαδρόμους του ξενοδοχείου, με πόνο μεν, αλλά όρθιος.
Το περπάτημα στους σκοτεινούς διαδρόμους του ξενοδοχείου, μου φάνηκε σαν βόλτα σε ανθισμένους και μυρωδάτους κήπους.
Τό ίδιο βράδυ έκανα την πρόβα με τους τεχνικούς, μουσικούς, διοργανωτές, την θαυμάσια χορωδία Κερκύρας με την γλυκειά μαέστρο της Χριστίνα Καλλιαρίδου και την άψογη και μετρημένη φιλαρμονική «Καποδίστριας» με τον ακριβό μαέστρο της Μιχάλη Μιχαλόπουλο, στό φρούριο όπου θα παίζαμε την άλλη μέρα.
Ήμουν 6 ώρες όρθιος. «Να το θαύμα του Άγιου Σπυρίδωνα» λέω μέσα μου.
{Τί να πώ για τον πατέρα Θεμιστοκλή και τα «παιδιά» του, του οποίου οι προσευχές και η αγάπη, υλοποίησαν όλη αυτή την προσπάθεια. Νάναι καλά και κοντά στον Αγαπημένο πάντα. Μαζί και οι εθελοντές και οι ναυτοπρόσκοποι (Τέτοιος ήμουν κι’ εγώ παιδί κι’ όλο έκλαιγα και ζητούσα τη μαμά μου). Τίποτα το ομαδικό δεν μου αρέσει. Την ησυχία αγαπώ. Αλλά εκτιμώ και σέβομαι, όσους ομαδικά προσφέρουν.}
Καί έρχεται η μέρα της συναυλίας. Τρεισήμισι χιλιάδες κόσμου ήρθαν να μας τιμήσουν. Όλα καλά, μια μικρή πρόβα το απόγευμα και 9μμ ακριβώς βγαίνει στην σκηνή ο τόσο προσιτός Μητροπολίτης Κερκύρας Νεκτάριος, λέει κάποια λόγια για την ημέρα, τον Άγιο και εμένα. Αμέσως μετά η φιλαρμονική έπαιξε τα «Πέτρινα χρόνια», ανέβηκε η ορχήστρα και η χορωδία και έπαιξαν την εισαγωγή «Στην αυλή του Βασιληά».
Καί μόλις πατάω το σκαλί να βγώ στην σκηνή, ο χαμός. Ένας ανεμοστρόβιλος που διέλυε το πάλκο, έπαιρνε ηχεία, φώτα και καρέκλες και νάναι καλά οι τεχνικοί και οι διοργανωτές, που δεν είχαμε κανένα ατύχημα. Σε λίγο ξεκινάει μια καταρρακτώδης βροχή και πιά ο κόσμος μουσκεμένος, έτρεχε να κρυφτεί στίς καμάρες του φρουρίου. Με βούτηξε ο «νάναι καλα έτοιμος για όλα» Λάμπης Θεοδώρου, μ’ έβαλε στ’ αυτοκίνητο και βούρ για το ξενοδοχείο. Περνώντας όμως απ’ τίς καμάρες, είδα τον κόσμο μουσκεμένο να περιμένει να κοπάσει ο καιρός. Και παρά τον φόβο του Λάμπη μην χτυπήσω, κατεβαίνω και πάω κοντά και μέσα στον κόσμο. Η αγάπη που ένοιωσα, τα χάδια, τα φιλιά, οι ευλογίες με γέμισαν περισσότερο απο κάθε συναυλία.
Πίσω στο ξενοδοχείο ο διευθυντής Κώςτας Καραμπάτσος, είχε ετοιμάσει δώρο πλουσιοπάροχο «γεύμα παρηγοριάς» για όλους τους μουσικούς και τεχνικούς. (Νομίζω ότι δεν άφησαν τίποτα). Τον ευχαριστώ απο καρδιάς.
Εγώ στο δωμάτιο μου, με τούς φιλους-διοργανωτές μου Γιώργο Μπιλάλη και Αλέξανδρο Καραβάνη και τον Λάμπη, προσπαθούσαμε να εξηγήσουμε «Θεολογικώς» τα όσα ζήσαμε. Αφού συμφωνήσαμε ότι δεν καταλαβαίνουμε τίποτε, πήγε έκαστος στο δωμάτιο του.
Μόνος πιά με την Ντόρη, της λέω:
«Εγώ φταίω. Όλα νάναι τέλεια ως την στιγμή ακριβώς που θάβγαινα; Ο Άγιος μ’ έδιωξε». Και με πιάνουν τα κλάματα συλλογιζόμενος όλα τα κουτσά και στραβά της ζωής μου και η Ντόρη να θέλει να με παρηγορήσει και να της λέω » φύγε, αυτή η εσωτερική γλυκεια βροχή, είναι για καλό μου. Άσε με να κλάψω». (Και μετά σου λένε, οι άντρες δεν κλαίνε).
Την επόμενη μέρα η συναυλία ήταν απο τίς ωραιότερες πούχω κάνει. Κι’ άλλος κόσμος, ζέστη και νηνεμία και ολόγυρά μας άγγελοι. Ο κόσμος καλοδέχτηκε και ξαναζήτησε το χορωδιακό που έγραψα ειδικά για την συναυλία με τίτλο
«Η Κέρκυρα κι’ ο Άγιος». Ύμνησα και απέδωσα μουσικό φόρο τιμής, στίς αγάπες μου. Τον Χριστό, την μικρή Μαρία, τούς αγαπημένους μου ήρωες και βέβαια, την μητέρα Έλλάδα. Δόξα τω Θεώ και όλος ο κόσμος μαζί μου.
Τί άλλο να ζητήσω; και ποιόν άλλον να ευχαριστήσω απο Αυτόν πού όλα τα δίνει όταν ζητάς, χαμηλώνεις και πρέπει;
Το γιατί βέβαια έγιναν όλα αυτά, μου διαφεύγει, είναι πάνω απ’ την φτηνή λογική μου και έτσι αφήνομαι έκπληκτος αλλά σίγουρος για όλα, σαν μικρό παιδί, στα χέρια Του.