Δέσποτα, Κύριε του ουρανού και της γης, Bασιλεύ των αιώνων, ευδόκησε να ανοιχθεί και για μένα η θύρα της μετανοίας, ώστε με πόνο καρδιάς να προσεύχομαι σ’ Εσένα τον μόνο αληθινό Θεό, τον πατέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, το φως του κόσμου. Δέξου, Πολυεύσπλαχνε, τη δέηση μου. Μη την απορρίψης.
Συγχώρησε κάθε κακό πού έκανα νικημένος από την προαίρεση μου. Ζητώ ανάπαυσι και δεν τη βρίσκω, γιατί η συνείδησης με ελέγχει. Προσδοκώ ειρήνη, αλλά ειρήνη δεν έχω εξ αιτίας του πλήθους των ανομιών μου.
Άκουσε, Κύριε, μιά καρδιά πού Σε επικαλείται. Μη βλέπεις τα κακά μου έργα.
Επίβλεψε στην ασθένεια της ψυχής μου και σπεύσε να με θεραπεύσεις από τα βαριά μου τραύματα.
Δώσε μου καιρό μετανοίας με το έλεος της φιλανθρωπίας Σου.
Ελευθέρωσέ με από τα πάθη. Μη με κρίνεις σύμφωνα με τη δικαιοσύνη Σου. Μη μου ανταποδώσεις κατά τα έργα μου, για να μη χαθώ εντελώς.
Εισάκουσε με Κύριε, γιατί βρίσκομαι σε απόγνωση. Αφού έχασα κάθε ελπίδα και σκέψη για τη διόρθωση μου, προσπίπτω στους οικτιρμούς Σου. Ελέησε με τον ξεπεσμένο και κατάκριτο για τις αμαρτίες μου. Λυπήσου με, Δέσποτα, γιατί συνέχομαι από πλήθος ανομιών και μοιάζω αλυσοδεμένος μ΄ αυτές. Εσύ μόνο γνωρίζεις να ελευθερώνεις και να θεραπεύεις.
Γι’ αυτό σε όλες τις φοβερές μου αρρώστιες επικαλούμαι μόνο Εσένα, τον ιατρό των ασθενούντων, τον οδηγό των πλανωμένων, το φως των εσκοτισμένων, τον ελευθερωτή των αιχμαλώτων. Επικαλούμαι Εσένα, πού πάντοτε μακροθυμείς και συγκρατείς την οργή Σου και δίνεις στους αμαρτωλούς καιρό μετανοίας.
Καταύγασε, Δέσποτα, με το φως του προσώπου Σου εμένα τον αμαρτωλό, διότι είσαι ταχύς στο να ελεείς και βραδύς στο να τιμωρείς. Εσύ ο εύσπλαχνος άπλωσε το χέρι Σου και ανόρθωσέ με από την τάφρο των ανομιών μου. Εσύ δεν ευχαριστείσαι στην απώλεια του αμαρτωλού ούτε αποστρέφεις το πρόσωπό Σου από τον προσευχόμενο σ’ Εσένα με δάκρυα.
Άκουσε, Κύριε, τη φωνή του δούλου Σου πού Σε επικαλείται και φανέρωσε το φως Σου σ’ εμένα τον στερημένο το φως. Δώρισε μου τη χάρη Σου, γιατί εγώ δεν έχω άλλη ελπίδα και ελπίζω πάντοτε μόνο στη δική Σου βοήθεια και δύναμη.
«Στρέψον, Κύριε, τον κοπετόν μου εις χαράν εμοί, διάρρηξον τον σάκκον μου και περίζωσόν με ευφροσύνην» ( πρβλ. Ψαλμ. κθ’ 12 ). Ευδόκησε, ώστε να καταπαύσω από τα εσπερινά μου έργα και να βρω ορθρινή ανάπαυσι όπως οι εκλεκτοί Σου, Κύριε, από τούς οποίους «απέδρα οδύνη, λύπη καί στεναγμός». Κάνε νά ανοιχθεί για μένα η θύρα της βασιλείας Σου, ώστε να εισέλθω και να συγκαταριθμηθώ με τούς ευφραινομένους από το φως του προσώπου Σου και να κληρονομήσω την αιώνια ζωή.