Ό άγιος προφήτης Έλισαίος, του οποίου το όνομα σημαίνει «Ό Θεός είναι σωτηρία», ήταν γιος ενός εύπορου καλλιεργητή από τό Άμπελ-Μεολά της κοιλάδας του Ιορδάνη. Μία ημέρα πού όργωνε μέ δώδεκα ζευγάρια βόδια, ο άγιος προφήτης Ηλίας [20 Ίουλ.] πλησίασε και έρριξε πάνω του τον μανδύα του, εννοώντας μέ την πράξη αυτή ότι τόν όριζε κληρονόμο του προφητικού χαρίσματος του. Ό Ελισαίος θυσίασε τα βόδια και χρησιμοποίησε τά ξύλα του άλετριού για να βράσει τό κρέας τους ώς προσφορά στον Κύριο. Κατόπιν εγκατέλειψε τά πάντα και δίχως νά αποχαιρε της ει τους δικούς του ακολούθησε τόν Ηλία και έγινε ο αφοσιωμένος υπηρέτης του.
Όταν ο Ηλίας ολοκλήρωσε τήν αποστολή του, ο Ελισαίος επέμενε νά τόν ακολουθήσει μέχρι τόν τόπο όπου έμελλε νά αναληφθεί στον ουρανό και ζήτησε από τόν δάσκαλο του νά του μεταδώσει διπλάσιο τό προφητικό του πνεύμα. Τότε φάνηκε έ’να πύρινο άρμα και ο Ηλίας ανέβηκε στον ουρανό μέσα σε ανεμοστρόβιλο, αφήνοντας νά πέσει από πάνω του ο μανδύας του στην γη. Ό Ελισαίος τόν πήρε και επέστρεψε στον Ιορδάνη. Κτύπησε με τόν μανδύα τά νερά επικαλούμενος τόν «Θεό του ‘Ηλία» και αυτά άνοιξαν στά δύο αφήνοντας νά περάσει ο Ελισαίος αβρόχοις ποσίν. Τότε τά μέλη της ομάδας των προφητών ήλθαν νά τόν προσκυνήσουν λέγοντας: «Τό πνεύμα του ‘Ηλία επανεπαύθη στον Ελισαίο!»
Ό Ελισαίος επιτέλεσε τό προφητικό του λειτούργημα επί πενήντα περίπου χρόνια (850-800 π.Χ.), στο βασίλειο της Σαμάρειας, κατά τους χρόνους της διαδοχικής βασιλείας των Ίωράμ, Ίού, Ίωάχαζ και Ίωά. Παρότρυνε ακούραστα τους Ισραηλίτες, βασιλείς, ισχυρούς και ανθρώπους του λαού, νά απέχουν από τους ξένους θεούς, τόν Βάαλ και τήν Άστάρτη, και νά επιστρέψουν στήν λατρεία του μόνου άληθινού Θεού.
Όρισμενοι προφήτες κήρυτταν με τους λόγους και τά οράματα τους, άλλοι με τα βάσανα και τις θλίψεις τους• ο Ελισαίος, όπως κάι ο δάσκαλος του, φανέρωνε τήν αλήθεια του κηρύγματος του με θαύματα. το Πνεύμα του Θεού ήταν σε αυτόν «δύναμις» πού ανέτρεπε τούς φυσικούς νόμους δίνοντας μαρτυρία για τήν χάρη πού δίνεται σε εκείνους πού παραμένουν πιστοί στον αληθινό Θεό, κάι με τδν τρόπο αύτδ προτύπωνε τδ εργο του Σωτήρος. Ό προφήτης καθάρισε με αλάτι τά νερά μιας πηγής κοντά στήν Ιεριχώ, πολλαπλασίασε τις προμήθειες λαδιού μιας φτωχής χήρας γιά νά μπορέσει νά πληρώσει τά χρέη της, μετέτρεψε το πικρό φαγητό σέ νόστιμη σούπα γιά νά φάγουν οι προφήτες και πολλαπλασιάζοντας είκοσι κριθαρένια ψωμιά έθρεψε εκατό ψυχές. Κάθε φορά πού περνούσε άπο το χωριό Σουμάν ο άνθρωπος του Θεού φιλοξενούνταν στο σπίτι μιας πλούσιας γυναίκας. Μία ημέρα, ο γιος πού είχε αποκτήσει με τις προσευχές του Έλισαίου, πέθανε. «Ετρεξε τότε νά βρει τόν προφήτη στο Καρμήλιον όρος και τον παρεκάλεσε νά έρθει κοντά στον νεκρό. Τόν βρήκε νά κείτεται στο κρεβάτι του κι ενώ τδ θαύμα θά μπορούσε νά γίνει και μόνο με τήν προσευχή του, εκείνος ξάπλωσε πάνω στο παιδί, έβαλε το στόμα του πάνω στο στόμα του, τά μάτια του στα μάτια του και τά χέρια του στά χέρια του παιδιού κάι του εμφύσησε πνοή ζωής. Με τήν ενέργεια του αυτή, ο προφήτης προτύπωσε τήν Ενανθρώπηση του Κυρίου ημών Ίησού Χριστού, ο όποιος κατήλθε εξ ούρανού γιά νά μπει στά μέτρα του ανθρώπου, του νεκρουμένου άπό τήν αμαρτία, και νά του εμφυσήσει το δικό Του Πνεύμα της αιώνιας ζωής. Κατόπιν ο Ελισαίος προέτρεψε τήν ίδια σωμανίτισσα νά φύγει άπδ τό βασίλειο του Ισραήλ και νά μεταβεί στήν χώρα των Φιλισταίων γιά νά γλυτώσει από έναν λιμό πού έμελλε νά κρατησει επτά χρόνια.
Μιάν άλλη φορά, καθώς ένας από τούς αδελφούς προφήτες του Έλισαίου εργαζόταν στήν οχθη του Ιορδάνη, του ξέφυγε τό σίδερο του τσεκουριού και έπεσε στο νερό. Τό εΐπε στον άνθρωπο του Θεού και τότε αυτός ερριξε ένα ξύλο στο ίδιο σημείο και έκανε τον σίδηρο νά επιπλεύσει, προτυπώνοντας έτσι τήν ιδιότητα του Σταύρου νά υψώνει τήν πεπτωκυϊα φύση του άνθρωπου.
Φωτισμένο από τήν χάρη του Θεού, τό βλέμμα του Έλισαίου ήταν τόσο διεισδυτικό ώστε αποκάλυπτε στους βασιλείς του Ισραήλ και στους συμμάχους τους τά σχέδια του βασιλέα της Άσσυρίας. Και κάθε φορά πού αυτός ήθελε νά στήσει ενέδρα στους Ισραηλίτες, τούς έβρισκε στήν θέση τους και ετοιμοπόλεμους. Στήν πολιορκημένη από τους Σύριους Σαμάρεια πού βασανιζόταν από τήν πείνα, ο άνθρωπος του Θεού ανήγγειλε τήν προσεχή σωτηρία της στον βασιλέα πού ήταν έτοιμος νά βλασφημήσει. Τήν επομένη ανακάλυψαν ότι ο εχθρικός στρατός είχε φύγει μετά από έ’να τρομερό δράμα, αφήνοντας πίσω του όλες τίς προμήθειες και ένα μεγάλο μέρος της λείας.
Ό προφήτης Ελισαίος δεν άρκούνταν νά προφητεύει μόνο στους Ισραηλίτες, άλλά άσκούσε τό λειτούργημα του και προς τους ειδωλολάτρες. Προεΐπε τήν δολοφονία του βασιλιά της Δαμάσκου Μπέν-Άδάδ Β’, από τόν αξιωματικό του Άζαήλ, και ανήγγειλε στον τελευταίο ότι θά έπαιρνε τήν εξουσία. Μιάν άλλη φορά, θεράπευσε τόν λεπρό Νεεμάν, τόν στρατηγό του συριακού στρατού, λέγοντας του νά πάει νά λουσθεί στον Ιορδάνη, προτυπώνοντας ετσι τήν σωτηρία των ειδωλολατρών με τό άγιο Βάπτισμα.
Όμως ή χάρις του Θεού ενεργούσε μέσω αύτού και κατά τρόπον πού νά τιμωρεί τήν αμαρτία. Κάποια παιδιά πού μέ θράσος κορόιδεψαν τόν προφήτη, έκείνος τά καταράστηκε και δύο άρκούδες βγήκαν από τό δάσος και κατασπάραξαν σαράντα δύο από αυτά. Όταν ο υπηρέτης του Έλισαίου, Γιεζί, θέλησε νά κρα τησει γιά τόν ίδιο τά δώρα πού έστειλε ο Νεεμάν στον προφήτη εις ένδειξιν ευχαριστίας, δέν μπόρεσε νά ξεφύγει από τό οξυδερκές βλέμμα του κυρίου του και προσβλήθηκε από λέπρα.
Μέ ολα αυτά τά θαυμάσια πού ενήργησε ο Θεός διά μέσου του προφήτη του, τό βασίλειο του Ισραήλ απαλλάχθηκε σχεδόν από τήν λατρεία του Βάαλ’ όμως οι Εβραίοι, πού ήσαν υπαίτιοι της διάσπασης της ένότητος του βασιλείου, είχαν παρά ταύτα τήν ανάγκη διαρκών επεμβάσεων του Θεού γιά νά απέχουν από τά είδωλα και τήν αμαρτία και νά επιστρέφουν στήν λατρεία του άληθινού Θεού.
Ό άγιος προφήτης Ελισαίος έκοιμήθη σε μεγάλη ηλικία, άφού προείπε στον βασιλιά του Ισραήλ, ο όποιος ήλθε στο προσκέφαλο του νά κλάψει γιά τήν απώλεια του, ότι θά νικούσε τους Σύριους. Τόν ίδιο εκείνο χρόνο, ένας νεκρός, πού τόν πέταξαν πάνω στον τάφο του προφήτη σέ μία επιδρομή των Μωαβιτών, ήρθε ξανά στήν ζωή και στάθηκε στά πόδια του. Γιά τόν λόγο αυτό η Σοφία Σειράχ εγκωμιάζει τόν άγιο προφήτη λέγοντας: Και εν κοιμήσει έπροφήτευσεν τό σώμα αντον [Σοφ. Σειρ. 48, 13). Ό τάφος αυτός, άφού έτυχε μεγάλης τιμής από τους Εβραίους, βεβηλώθηκε κατά τους -χρόνους του Ίουλιανού του Παραβάτη (362), άλλά μέρος από τά λείψανα του προφήτη μπόρεσαν νά μεταφερθούν σέ Αλεξάνδρεια και Κωνσταντινούπολη, όπου αφιερώθηκε ναός στήν μνήμη του.