Του Αγίου Πορφυρίου
Ὅταν ὁ Θεός δέν μᾶς δίνει κάτι, πού ἐπίμονα τοῦ ζητοῦμε, τότε δύο πράγματα μποροῦν νά συμβαίνουν:
Για τήν δεύτερη, ὅμως, περίπτωση, θά μποροῦσα νά σοῦ πῶ πάρα πολλά. Πρῶτα πρῶτα, ὅταν ζητᾶμε κάτι ἀπό τόν Θεό δέν πρέπει νά στυλώνουμε τά πόδια μας και νά τοῦ λέμε:
Τώρα θέλω αὐτό. Διότι, κάτι τέτοιο, δέν εἶναι μόνον ἀπαράδεκτον, ἀλλά ἀποτελεῖ καί μεγάλη ἀσέβεια πρός τόν Δημιουργό μας. Ποιός εἶσαι ἐσύ, ἤ ἄν θέλεις, ποιός εἶμαι ἐγώ, πού μπορῶ νά ζητήσω ἀπαιτητικά κάτι ἀπό τόν Θεό μας καί μάλιστα νά τοῦ προσδιορίσω καί τόν χρόνο χορηγήσεώς του;
-Μά, Παππούλη μου, ἐγώ οὔτε ἀπαιτητικά τό ζήτησα, οὔτε χρονικά ὅρια ἔθεσα. Αὐτό τό γνωρίζετε πολύ καλά. Γιατί τό θέμα μου χρονίζει…
-Άκριβῶς αὐτό σοῦ ἐξηγῶ καί ἐγώ. Τήν αίτία πού χρονίζει. Ὅταν ζητᾶμε κάτι ἀπό τόν Θεό, τό ζητᾶμε παρακλητικά καί εὐγενικά, γιά ἕνα ὁρισμένο χρονικό διάστημα. Ἐάν δοῦμε, ὅτι ὁ Θεός μᾶς τό ἀρνεῖται τότε σταματοῦμε και ἐμεῖς νά τόν ἐνοχλοῦμε. Διότι, ὅσο ἐπιζητοῦμε κάτι, τόσο ἀπομακρύνεται. Γι’ αὐτό παύουμε νά τό ζητᾶμε. Καί ὅταν πλέον, ἐμεῖς θά τό ἔχουμε ξεχάσει, αὐτό θά ἔλθει, χωρίς νά τό καταλάβουμε. Γιατί ὁ Θεός δέν ξεχνᾶ. Ἔλαβε τό μήνυμά μας! Τό συγκρατεῖ καί ὅταν ἐκεῖνος κρίνει, ὅτι ἐπέστη ὁ καιρός, μᾶς τό χορηγεῖ! Γι’αὐτό, δέν πρέπει νά ἐπιμένουμε στόν Θεό, ντέ καί καλά, νά μᾶς κάνει αὐτό πού θέλουμε ἐμεῖς και μάλιστα, ὅποτε ἐμεῖς τό θέλουμε. Ἡ ἐπιμονή σέ αὐτές τίς περιπτώσεις ἀντενδείκνυται.
Γιατί κάνει κακό, ἀντί γιά καλό. Καί ὅταν μάλιστα ἡ ἐπιμονή εἶναι ἔντονη καί προέρχεται ἀπό ἄτομο ἀνυποχώρητο, ὅπως λ.χ. εἶσαι ἐσύ, τότε, μόνο καλό δέν φέρνει. Γενικά, παιδί μου, θέλω νά καταλάβεις, ὅτι δέν πρέπει νά ἐπιμένουμε νά ἀλλάξουμε τήν θέληση τοῦ Θεοῦ, γιατί ἔτσι μᾶς ἀρέσει ἐμᾶς καί μάλιστα, ὅποτε θέλουμε ἐμεῖς ἀφ’ ἑνός, καί ἀφ’ ἑτέρου, ὅταν θέλουμε κάτι νά ἀποκτήσουμε, δέν πρέπει νά το κυνηγᾶμε, ἀλλά νά τό ἀφήνουμε στή θέληση τοῦ Θεοῦ. Διαφορετικά, ὅσο κυνηγᾶμε κάτι, τόσο ἀπομακρύνεται! Αὐτό τό κάτι, νά τό παρομοιάσεις μέ τήν σκιά σου. Ὅσο καί νά τρέξεις, δέν πρόκειται νά τήν πιάσεις ποτέ. Γιατί ὅσο τρέχεις ἐσύ, τρέχει καί αὐτή! Τά κατάλαβες, παιδί μου, αὐτά πού σοῦ εἶπα, γιά τήν ἐπιμονή;
-Τά κατάλαβα, Παππούλη, ἀλλά δέν μπορῶ νά συμφωνήσω…
-Ἔ, τότε θά σοῦ πῶ ἕνα ἁπλό παράδειγμα καί θά δεῖς πώς θά συμφωνήσεις μαζί μου. Ἐάν πάρουμε ἕνα μεγάλο μπουκάλι, τοῦ ὁποίου τό στόμιο νά ἔχει τόσο ἄνοιγμα, ὅσο νά χωράει νά μπεῖ μέσα τό χέρι σου καί ἐπομένως καί νά βγεῖ καί ἀφοῦ βάλεις μέσα στό μπουκάλι τό χέρι σου τό κλείσεις γροθιά καί προσπαθήσεις νά τά βγάλεις, θά διαπιστώσεις, ὅτι κάτι τέτοιο εἶναι ἀδύνατο, ὅσο καί ἐάν ἐπιμένεις. Μπορεῖς νά ἐπιμένεις μέρες, μῆνες, χρόνια χωρίς κανένα ἀπολύτως ἀποτέλεσμα. Μόλις, ὅμως ἀφήσεις τό χέρι σου ἐλεύθερο, πάψεις, δηλαδή, νά τό σφίγγεις σέ πηγμή (μπουνιά), αὐτό θά βγεῖ μέ τήν ἴδια εὐκολία πού μπῆκε! Τό ἴδιο, ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ το πρόβλημά σου. Ὅσο ἐπιμένεις νά ἔλθει ἡ λύση του, τόσο αὐτή ἀπομακρύνεται. Καί νά μέ θυμᾶσαι. Ἐάν θέλεις, νά ἐπιτύχεις τήν ἐπίλυση τοῦ προβλήματός σου, σταμάτα νά ἐπιμένεις. Ὁ Θεός γνωρίζει τό πρόβλημά σου. Ἐσύ ἔκανες τήν αἴτησή σου. Ἐκεῖνος θά ἀποφασίσει. Περίμενε τήν ἀπάντησή του μέ ἡρεμία καί πίστη. Ἐάν ἐνεργήσεις ἔτσι, θά ἔχεις θετικό ἀποτέλεσμα. Ἐάν ἐξακολουθεῖς νά ἐπιμένεις, μέ τόν τρόπο πού ἐσύ ἐπιμένεις, τότε θά ἔχεις τό ἀντίθετο ἀποτέλεσμα. Σέ συμβουλεύω, νά πάψεις νά ἀσχολεῖσαι μέ τό πρόβλημά σου, ἐάν θέλεις νά ἀσχοληθεῖ μέ αὐτό ὁ Θεός!
-Και τό «κρούετε καί ἀνοιγήσεται καί αἰτῆτε καί δοθῆσεται» τί γίνεται Παππούλη; Δέν ἰσχύει γιά τήν περίπτωσή μου; Ἐάν πάψω νά χτυπῶ τήν πόρτα τοῦ Θεοῦ, πῶς θά μοῦ τήν ἀνοίξει; Καί ἐάν, πάλι, πάψω νά τοῦ τό ζητῶ, πῶς θά μοῦ τό δώσει;
-Ἐξαρτᾶται πῶς θά χτυπήσεις μία πόρτα, γιά νά σοῦ ἀνοίξει καί ἐξαρτᾶται, πάλι, πῶς θά ζητήσεις κάτι γιά νά σοῦ δοθεῖ. Ἐάν π.χ. τολμήσεις νά χτυπήσεις μία πόρτα μέ τρόπο ἀναιδή καί ἀπειλητικό, νά εἶσαι βέβαιος, πώς ἡ πόρτα αὐτή δέν θά σοῦ ἀνοίξει ποτέ! Ἀλλά καί ἐάν σοῦ ἀνοίξει, νά μήν περιμένεις να δεχθεῖς τήν φιλοξενία τοῦ ἰδιοκτήτη, ἀλλά τό ξυλοφόρτωμα! Ἀντιθέτως, ἐάν χτυπήσεις τήν πόρτα εὐγενικά καί παρακλητικά, αὐτή θά σοῦ ἀνοίξει διάπλατα καί ὁ οἰκοδεσπότης θά σοῦ παράσχει κάθε εἴδους φιλοξενία! Τό ἴδιο, ἀκριβῶς, θά συμβεῖ καί στήν περίπτωση, πού θά ζητήσεις κάτι, ἀπό κάποιον. Ἐάν τό ζητήσεις μέ ἀναίδεια καί ἀπειλή, δέν θά τό λάβεις ποτέ! Ἐνῶ, ἐάν τό ζητήσεις μέ εὐγένεια καί παρακλητικά, θά τό λάβεις ἀμέσως. Κατά μείζονα λόγο αὐτά ἰσχύουν γιά τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος οὔτε πιέσεις, οὔτε ἀναίδειες καί πολύ περισσότερο, οὔτε ἀπειλές δέχεται ἀπό κανέναν.
Ἀλοίμονον, ἐάν συνέβαινε τό ἀντίθετο. Βλέπεις, λοιπόν, ὅτι δέν φθάνει μόνο νά χτυπᾶμε τήν πόρτα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά νά ξέρουμε καί τόν τρόπο, πῶς νά τήν χτυπᾶμε, ἐάν θέλουμε κάποτε νά μᾶς ἀνοίξει. Τό ἴδιο συμβαίνει και ὅταν ζητᾶμε κάτι ἀπό τόν Θεό. Καί σ’ αὐτή τήν περίπτωση, ἐκεῖνο πού μετράει δέν εἶναι ὁ ἀριθμός τῶν αἰτήσεων, ἀλλά ὁ τρόπος ὑποβολῆς τους.