Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός σε λόγο του Περί των εικόνων, μας λέγει «Δεν παρέδωσαν όμως μόνο γραπτώς τους εκκλησιαστικούς θεσμούς οι αυτόπτες μάρτυρες και λειτουργοί του θείου λόγου, αλλά και με άγραφες παραδόσεις.
Γιατί από που γνωρίζουμε τον άγιο τόπο του κρανίου; Από που τον τάφο της ζωής; Δεν τον παρέλαβαν αγράφως τα παιδιά από τους πατέρες; Βέβαια το ότι ο Κύριος σταυρώθηκε στον τόπο του κρανίου είναι γραμμένο και το ότι τάφηκε σε μνήμα, που σκάλισε ο Ιωσήφ στο βράχο ότι όμως είναι αυτά που προσκυνούμε τώρα, το γνωρίζουμε από την άγραφη παράδοση, και πολλά άλλα παρόμοια με αυτά. Από που γνωρίζουμε το τριπλό βάπτισμα, δηλαδή με τρεις καταδύσεις; Από που το να προσευχόμαστε στραμμένοι προς την Ανατολή;
Από που την προσκύνηση του σταυρού; Όχι από την άγραφη παράδοση; Γι’ αυτό και ο θείος απόστολος Παύλος λέγει “άρα ούν, αδελφοί, στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις, ας εδιδάχθητε είτε διά λόγου, είτε δι’ επιστολής ημών”»1.
Ο άγιος Βασίλειος σε λόγο του, θα αναφέρει «Από τα δο γματα και τις αλήθειες που φυλάει η Εκκλησία, άλλα μεν τα έχουμε πάρει από την γραπτή διδασκαλία, άλλα δε, που μυστικά έφτασαν μέχρι εμάς από την παράδοση των Αποστόλων, τα κάναμε δεκτά. Καί τα δύο στοιχεία, και η γραπτή και η άγραφη παράδοση, έχουν την αυτή σημασία για την πίστη. Καί κανείς από όσους έχουν έστω και μικρή γνώση των εκκλησιαστικών θεσμών δεν θα εγείρει αντίρρηση επ᾽ αυτών. Γιατί αν επιχειρούσαμε να εγκαταλείψουμε όσα εκ των εθών είναι άγραφα, γιατί δήθεν δεν έχουν μεγάλη σημασία, χωρίς να το καταλάβουμε θα ζημιώναμε το Ευαγγέλιο στην ουσία του ή μάλλον θα μετατρέπαμε το κήρυγμα σε κενό νοήματος όνομα»2.
Ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς μιλώντας για την Εκκλησία, λέγει «Πάντα όσα παρεδόθησαν εις τους Αποστόλους υπό του Σωτήρος Χριστού και του Αγίου Πνεύματος, αποτελούν ακριβώς την παράδοσιν, την αγίαν παράδοσιν, δηλαδή όλην την διδασκαλίαν του Σωτήρος και όλας τας ζωοποιούσας ενεργείας διά την πραγμάτωσιν της διδασκαλίας ταύτης εις την ζωήν των ανθρώπων. Με μίαν λέξιν, η θεία, η θεανθρωπίνη Παράδοσις είναι το παραδίδειν διά μέσου των αιώνων και των γενεών αυτόν τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, μετά πασών των θείων αληθειών και των εντολών, των χαρίτων (μυστηρίων) και των αρετών Αυτού, ως ζώντα Θεόν και Σωτήρα, εν τη Εκκλησία και ως Εκκλησίαν. Τούτο δε ακριβώς είναι η Εκκλησία του Χριστού ως θεανθρώπινον σώμα Του, δηλαδή η ζώσα και παρατεινόμενη διά των αιώνων Ιερά Παράδοσις, ο αεί ζων Θεάνθρωπος Χριστός και παν ο,τι Αυτός έχει εντός Του και ο,τι φέρει μαζί Του»3.
Ο Γέροντας Παΐσιος έλεγε για την ορθόδοξη Παράδοση «Παλιότερα σεβόταν κανείς κάτι, γιατί ήταν του παππού του, και το φύλαγε σαν κειμήλιο. Είχα γνωρίσει ένα πολύ καλό δικηγόρο. Το σπίτι του ήταν απλό και ξεκούραζε όχι μόνον αυτόν αλλά και τους επισκέπτες. Μού έλεγε κάποτε: «Πριν από λίγα χρόνια, Πάτερ, με κοροίδευαν οι γνωστοί μου για τα παλιά έπιπλα που έχω. Τώρα έρχονται και τα θαυμάζουν για αντίκες. Ενώ εγώ τα χρησιμοποιώ και τα χαίρομαι, γιατί μου θυμίζουν τον πατέρα μου, την μάνα μου, τους παππούδες μου, και συγκινούμε, εκείνοι μαζεύουν διάφορα παλιά, κάνουν σαλόνια σαν παλιατζίδικα, για να ξεχνιούνται με αυτά και να ξεχνούν κάπως το κοσμικό τους άγχος. Παλιά ένα τόσο δα φλουράκι το κρατούσε κανείς σαν μεγάλη περιουσία από την μάνα του, από τον παππού του. Σήμερα, αν έχη κάποιος από τον παππού του μία λίρα Γεωργίου λ.χ., και έχει εκατό δραχμές διαφορά με την λίρα Βικτωρίας, θα την δώση να την αλλάξη. Δεν εκτιμά, δεν υπολογίζει ούτε μάνα ούτε πατέρα. Μπαίνει αυτό το ευρωπαικό πνεύμα και σιγά σιγά μας παίρνει όλους σβάρνα»4.
Σημειώσεις:
1. Ι Δαμασκηνού Ε.Π.Ε. τομ. 3 σελ. 139.
2. Βασιλειανό Αποθησαύρισμα Εκδ. Φωτοδότες σελ. 395.
3. Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος Εκδ. Αστήρ σελ. 201.
4. Γέροντος Παισίου Λόγοι τομ. Α΄σελ. 349.