Back to top

"Παναγία μου, δεν είναι κανένας Άγιος στο περιβόλι σου να με σώσει;"

21/05/2018 - 16:36

Έναν Μάιο ήμουν αρχοντάρης στην μετάνοιά μου –στην αγιορειτική Σιμωνόπετρα. Συνηθίζαμε να μαζεύουμε τους προσκυνητές και να διηγούμαστε την ιστορία της Μονής, ώστε κάτι να κερδίζουν φεύγοντας. Όταν τελείωνε η ιστορία της Μονής, λέγαμε διάφορα, δίναμε τον λόγο και στους προσκυνητές. Εκείνο το απομεσήμερο, μετά τον εσπερινό, ο κόσμος ήταν ελάχιστος. Ανάμεσά τους ένας κύριος με έντονη την Χαλκιδικιώτη προφορά, που –το έβλεπες- ήθελε κάτι να πει. Με το δικό μας «πες και συ, πατριώτη», ξεκίνησε.

-Έρχομαι από τις Καρυές, από το Κουτλουμούσι, τελείωσε η Τράπεζα και έφυγα. Τον βρήκα τον γέροντα που με έσωσε και είμαι πολύ χαρούμενος.

Η αγωνία μας άρχισε να αυξάνει. Τι έγινε;

Πάτερ, μου, συνέχισε ο προσκυνητής μας, είμαι από απέναντι, από την Συκιά. Και όπως είδατε, τις προάλλες, είχε ένα ξαφνικό μπουρίνι. Με τόσες καλωσύνες ο καιρός, βουτήξαμε νωρίς νωρίς φέτος. Αλλά το μπουρίνι μας τα χάλασε. Εγώ, μόλις ξεκίνησε, με βρήκε μέσα στην θάλασσα και δεν πρόφτασα να βγω. Αναποδογύρισε βάρκες, πήρε ομπρέλλες, χαλασμός. Εγώ μέσα στο νερό, πνίγομαι. Από την παραλία με βλέπουν να χάνομαι αλλά κανένας δεν τολμάει να μπει για να με βοηθήσει. Και εγώ σβύνω, χάνομαι. Όταν κουράστηκα να παλεύω με το κύμα, δίχως αποτέλεσμα, σηκώνω τα χέρια επάνω και με όση δύναμη με είχε μείνει φωνάζω: Έ, Παναγία μου, δεν είναι κανένας άγιος στο περιβόλι σου να με σώσει;

Έ, και τότε, έγινε το θαύμα. Βλέπω μέσα από τα σύννεφα να κατεβαίνει ένα χέρι στο κύμα και να με αρπάζει. Και ένα πρόσωπο φεγγαράτο, χαμογελαστό να με βλέπει. Σαν να άκουσα και μία φωνή να με λέει «Παΐσιος». Το χέρι με απίθωσε έξω, σε ασφαλές μέρος, στην παραλία.

Τρέξαν άνθρωποι κοντά μου και ρωτούσαν να μάθουν τι έγινε. Εγώ ήμουν χαμένος, χαρούμενος, αλλά δεν μπορούσα να βγάλω άχνα. Με κόπηκε η φωνή. Συνήλθα και εξήγησα τί έγινε. Την άλλη μέρα ακριβώς, ήρθα στο Όρος και άρχισα να ψάχνω, χωρίς να ρωτάω για όνομα.

Μόνο γυρνούσα από μοναστήρι σε μοναστήρι και έβλεπα τους καλογήρους στα πρόσωπα. Έφτασα και στις Καρυές, αλλά είχα αρχίσει να κουράζομαι. Εκεί συζητώντας είπα αν ξέρει κανένας κάποιον Παΐσιο, τον ψάχνω μέρες τώρα. Αλλά το τί έγινε δεν ήθελα να το φανερώσω, το έκρυβα. Για τον γεροΠαΐσιο δεν είχα ακούσει, δεν ήξερα τίποτα. Με λένε: -Πάνε στο Κουτλουμούσι. Είχαν αγρυπνία; πανήγυρη; κάτι τέτοιο είπαν, και θα είναι και ο γερο Παΐσιος στην Τράπεζα. Ακόμα δεν τελείωσαν. Κατέβα στο Κουτλουμούσι.

Φτάνω στο Μοναστήρι. Ήταν η ώρα που οι πατέρες από το καθολικό πήγαιναν στην Τράπεζα. Τα μάτια μου δεκατέσσερα να βλέπω τα πρόσωπα. Και ξαφνικά βλέπω κάποιον γεροντάκο μισοσκυμένο και θυμάμαι εκείνο το πρόσωπο. Χωρίς κουβέντα ορμάω και τον πιάνω από τα πόδια – πώς δεν τον γκρέμισα – και πέφτω στα γόνατα. ΓεροΠαΐσιε, με έσωσες, έβγαλα μια κραυγή. – Φύγε, ευλογημένε, να πούμε, ας υποθέσουμε. Πρόφτασε να πει ο Γέροντας. Μαζεύτηκαν γύρω μας κόσμος και εκείνος, έτσι μισός άνθρωπος που ήταν, ξεγλίστρυσε και έφυγε στην Τράπεζα. Με πήραν και εμένα μέσα οι πατέρες και φάγαμε. Μετά την Τράπεζα τα είπαμε με τον άγιο Γέροντα, μέχρι να φύγει στο καλύβι του. Ξεκουράστηκα το βράδυ στο Κουτλουμούσι και τώρα θα γυρίσω με τα πόδια σε όλο το Άγιο Όρος, γιά να ευχαριστήσω την Παναγία και να πω αυτό που έζησα.

Η διήγηση τελείωσε. Τα μάτια μας δάκρυσαν και ξαναδάκρυσαν.

Ήταν κάπου το 1988, πιο πριν πιο μετά, δεν θυμάμαι, αν και στο μοναστήρι τον βάλαμε να γράψει το γεγονός στο βιβλίο των Εντυπώσεων των Προσκυνητών, αν θυμάμαι καλά. Ακόμα ο γεροΠαΐσιος δεν ήταν τόσο γνωστός. Τι σημασία έχει η χρονολογία; Με έμεινε η δοξολογική χαρά του ανθρώπου και η ευχαριστήρια περιοδεία του στον ιερό Άθωνα, για να δοξάσει τον Κύριο και την Θεοτόκο, και να διαλαλήσει τα θαυμάσια των αγίων του. Να πω και κάτι ακόμα. Δεν με αρέσει, αδερφοί μου, να ερμηνεύω τα πράγματα. Τα καταγράφω, τα διηγούμαι, τα χαίρομαι και αφήνω στον καθένα να βγάλει τα συμπεράσματά του. Αλλά, ένα είναι το δικό μου συμπέρασμα: Δόξα τω Θεώ. Κάθε εποχή έχει τους αγίους της. Ο Παντοδύναμος δεν αφήνει αμάρτυρη την παρουσία του επάνω στην γη, γιά όσους έχουν μάτια να βλέπουν, αυτιά να ακούν και καρδιά που να θέλει να μάθει να αγαπάει. Δόξα τω Θεώ.

Να έχουμε την ευχή του γεροΠαΐσιου. Δόξα τω Θεώ.

Γράφει Αρχιμανδρίτης Πορφύριος